Ανδρέας Κ. Παπανικολάου
τχ. 136
Μεταξύ των αιτίων της «γνωσιακής επαναστάσεως», η οποία, αρχίζοντας προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, έμελλε να καταλύσει το μονοπώλιο του συμπεριφορισμού, τα ευρήματα της κλινικής νευροψυχολογίας κατέχουν κεντρική θέση. Κεντρική, εξάλλου, θέση στη νευροψυχολογία, ειδικά στον ελλαδικό χώρο, κατέχει ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος Θανάσης Τζαβάρας, ο οποίος τη μετέφερε, κατ’ αρχήν στη Θεσσαλονίκη, από το εργαστήριο του Henri Hécaen στο οποίο εργαζόταν την εποχή εκείνη στο Παρίσι.
Τόσο στη Γαλλία όσο αργότερα και στην Ελλάδα, ο Τζαβάρας ανήκε στη σχετικά ευάριθμη ομάδα ερευνητών που κατέδειξαν πως η περιγραφή του ανθρώπινου ψυχισμού δεν εξαντλείται με την περιγραφή της συμπεριφοράς, ούτε εξαρτάται μόνο από περιβαλλοντικούς παράγοντες αλλά πρωτίστως από εξειδικευμένους και διακριτούς εγκεφαλικούς μηχανισμούς – διαφορετικούς για την αντίληψη του χώρου, για την αναγνώριση προσώπων και για την αντίληψη χρωμάτων. Ήταν επίσης από τους πρώτους επιστήμονες, που πιστοποίησαν τις ανατομικές και λειτουργικές διαφορές μεταξύ του αριστερού και του δεξιού κροταφικού λοβού, ευρήματα που προήγαγαν την έρευνα των εγκεφαλικών μηχανισμών της γλώσσας.
Οι επιπτώσεις των ευρημάτων τόσο της νευροψυχολογίας όσο και κάποιων πειραμάτων, εν πολλοίς διαμορφωμένων από τα νευροψυχολογικά δεδομένα και άρδην ανόμοιων με τις τυπικές μετρήσεις της συμπεριφοράς κυρίως πειραματοζώων, άρχισαν να γίνονται αισθητές και να επιφέρουν δομικές αλλαγές στα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα ψυχολογίας, ειδικά στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Οι εκεί εκκολαπτόμενοι επιστήμονες, κυρίως οι «σκληροί» θεωρητικοί και πειραματιστές, οι γαλουχημένοι με το ίνδαλμα μιας αδιάλλακτα αντικειμενικής ψυχολογίας στα πρότυπα της χημείας και της κλασικής μηχανικής, ήρθαν αίφνης αντιμέτωποι με τα πειράματα της νέας γνωσιακής επιστήμης και εξεπλήττοντο με των πειραματικών αποτελεσμάτων το –κατ’ αυτούς–παράδοξο, καίτοι αναντιρρήτως προφανές. Τους ξένιζε, δηλαδή, το γεγονός ότι, σε τελική ανάλυση, ο ψυχισμός του ανθρώπου δεν είναι καθόλου ο σκοτεινός και κενός δίαυλος του ισχύοντος δόγματος και προτύπου, όπου ερεθίσματα εισερχόμενα στη μια του άκρη προκαλούν, στην άλλη, αντιδράσεις νομοτελώς διαμορφωμένες από περιβαλλοντικών και μόνον παραγόντων την ισχύ. Έδειχναν, επί παραδείγματι, τα εν λόγω πειράματα ότι τα «υποκείμενα» –επειδή έτσι είχαν μετονομαστεί από «παρατηρητές» ή «μάρτυρες» οι συμμετέχοντες– αντί να αναγνωρίζουν τις φράσεις-ερεθίσματα, τις οποίες είχαν προηγουμένως ακούσει με σκοπό να τις ανακαλέσουν αργότερα, νόμιζαν ότι είχαν ακούσει, αντί αυτών, άλλες που ποτέ δεν είχαν παρουσιαστεί στο πλαίσιο του πειράματος, αλλά εξέφραζαν το νόημα αυτών που είχαν παρουσιαστεί. Αντιδρούσαν, εν ολίγοις, τα «υποκείμενα» με τρόπο σκανδαλώδη για κενούς διαύλους.
[…]
O Ανδρέας Κ. Παπανικολάου διδάσκει κλινικές νευροεπιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί και συν-διευθύνει το Ινστιτούτο Νευροεπιστήμης Le Bonheur στο Μέμφις.