Θωμάς Σιώμος
τχ. 143-144
Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά
καμία γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί.
Μάρκος Μέσκος, απόσπασμα από το ποίημα «Μουγκό», από τη συλλογή Μαυροβούνι (ιδιωτική έκδοση 1963)
Όταν ερχόνταν οι δικοί σου απ’ τη Γρίβα, μαζί τους έφερναν τη γλώσσα του βουνού.
Το γέλιο σου ανάβλυζε στης κορυφογραμμής το μυρωμένο χώμα.
Κοτσύφια, πέρδικες κι οι καστανιές θροΐζουσες νεράιδες
ανοίγανε διόδους μυστικές για να χωρέσει στο διαμέρισμα το Πάικο.
Στου σαλονιού τις τρυφερές χαράδρες οι λέξεις σας πετάριζαν κελαρυστές
κι εγώ κρυφάκουγα απ’ το χώλ.
Όμως ξεράθηκε η λίμνη του καιρού κι οι ντόπιες λέξεις χάθηκαν
–όπως κι εσύ– από ασφυξία.
Ελένη Κοφτερού, απόσπασμα από το ποίημα «Επιστροφή», αφιερωμένο στην απώλεια της μητέρας της που καταγόταν από το χωριό Γρίβα του όρους Πάικο, από την ποιητική συλλογή Μια θλίψη Απρίλης (Κουκίδα 2018)
Τo κείμενο που ακολουθεί είναι αμφίθυμο. Θα επιχειρήσω από τη μία να διαθέτει όλα τα εχέγγυα μιας επιστημονικής ανάλυσης της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει το «ετερογλωσσικό» ζήτημα μιας μερίδας των γηγενών κατοίκων της Μακεδονίας. Από την άλλη, επιθυμώ να μην αδικήσει την υποκειμενική και προσωπική διάσταση που ενυπάρχει σε ορισμένες από τις πτυχές αυτής της πολυπλοκότητας. Με άλλα λόγια, να μη στρεβλώσει το κοινωνικό και ιστορικό αποτύπωμα που άφησε σε όσους προέρχονται από χωριά της Βόρειας Ελλάδας και «γνωρίζουν στοιχεία μιας εναλλακτικής αφήγησης» για το εν λόγω ζήτημα, που δεν υπήρξε βολική ή ευχάριστη και για αυτό παραμένει η λιγότερο γνωστή.
Για την ομαλή ροή των συλλογισμών που ακολουθούν, προτείνω την υιοθέτηση όρων που δεν είναι φορτισμένοι με γεωπολιτικές, δικαιωματικές και νομικές ερμηνείες και, ως εκ τούτου, δεν επισείουν αντιπαραθέσεις που μπλοκάρουν τη συζήτηση. Δεν αδικούν δηλαδή την πολυσημία της πραγματικότητας που τα τελευταία 100 χρόνια αλλάζει συνεχώς και αυξάνει την πολυπλοκότητα του θέματος.
Ως σημείο εκκίνησης προτείνω τη χρήση δύο γλωσσικών πόρων να την ονομάσουμε «αμφιγλωσσία» και όχι «διγλωσσία». Όπως ορίζουν οι γλωσσολόγοι, η διγλωσσία (bilingualism) προϋποθέτει την ισότιμη γνώση και νοηματική δεξιότητα σε δύο γλώσσες που θα πρέπει να θεωρούνται και οι δύο μητρικές. Υπό αυτή την έννοια, το φαινόμενο του τοπικού ιδιώματος που δεν έχει υπάρξει ισότιμο της επίσημης γλώσσας δεν συμμετέχει σε μια «διγλωσσία», αλλά δημιουργεί μια «αμφιγλωσσία», μια συνθήκη όπου ενυπάρχει μια ιδιωτική και μια δημόσια γλώσσα. Ένα καθεστώς που για πολλές δεκαετίες αντιμετωπίστηκε με πρακτικές καταπίεσης, που έχουν καταγραφεί ιστορικά και επιστημονικά, και καταλήγει σε ορισμένες περιπτώσεις σε μια «εναντιογλωσσία», όπου η υιοθέτηση της μίας γλώσσας δηλώνει την αποκήρυξη της άλλης.
[…]
Ο Θωμάς Σιώμος είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και δημοσιογράφος.