Για το βιβλίο: Ελένη Παπάζογλου, Το πρόσωπο του πένθους: η Ηλέκτρα του Σοφοκλή ανάμεσα στο κείμενο και την παράσταση, Πόλις, Αθήνα 2014, 455 σ.
Πλάτων Μαυρομούστακος
τχ. 128-129, σ. 136-138
Σπάνια συμβαίνει να διαβάζουμε βιβλία γραμμένα από έλληνες αρχαιογνώστες τόσο συναρπαστικά όσο αυτό της Ελένης Παπάζογλου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα ο διάλογος μίας μερίδας κλασικών φιλολόγων και θεατρολόγων από την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα έχει αποδώσει σημαντικούς καρπούς. Η Ελένη Παπάζογλου με το βιβλίο της εισήγαγε την ελληνική βιβλιογραφία για το αρχαίο δράμα στον χώρο μέσα στον οποίο κινείται μία όλο και αυξανόμενη κοινότητα μελετητών σε παγκόσμιο επίπεδο. «Παρά το γεγονός ότι και οι δύο επιστημονικοί κλάδοι αντιμετωπίζουν με μεγάλο ενδιαφέρον τις σύγχρονες παραστάσεις του αρχαίου ελληνικού δράματος δεν σημαίνει ότι υιοθετούν την ίδια στάση απέναντί τους, ούτε ότι ο διάλογος γύρω από αυτές γίνεται με τους ίδιους όρους. Υπάρχει μία κάπως αντιφατική στάση: άλλες είναι οι προτεραιότητες που έχουν οι κλασικοί φιλόλογοι για την παράστασή από εκείνες των θεατρολόγων, άλλα τα στοιχεία που απασχολούν τον καθένα από τους δύο θεατές, τον κλασικό φιλόλογο και τον θεατρολόγο. Ζητούμενο είναι η εύρεση των κατάλληλων τρόπων ώστε επικοινωνία και ανταλλαγή να γίνονται με νέους κοινά αποδεκτούς όρους ή έστω οι όροι οι απαραίτητοι στον ένα κλάδο να είναι αποδεκτοί και κατανοητοί από τον άλλο». Αυτό το ζητούμενο είναι ίσως ένα ερέθισμα για τη γραφή αυτού του βιβλίου. Και όχι απλώς το αντιμετωπίζει με επιτυχία, αλλά ξεκινώντας από την προσέγγιση του αρχαίου κειμένου, μας χαρίζει μία υποδειγματική θεατρολογική ανάλυση, η οποία εναρμονίζει κάθε βήμα της με αυτό το ανάμεσα που συνιστά την επιστήμη του θεάτρου. Η ουσία των θεατρικών σπουδών βρίσκεται πάντα στο ανάμεσα: την απόσταση που ενώνει το γραπτό με τη σκηνή.
Η Παπάζογλου ξεκινά από την αντίθεσή της με τη θεωρούμενη «παραδοσιακή» φιλολογική σκέψη, τη λιγότερο πραγματική και μάλλον νομιζόμενη που μας μεταφέρει συνήθως πιεστικά η θεατρική κριτική, η οποία εδράζεται σε μια ευφυή διατύπωση που συχνά συναντούμε στο βιβλίο: μιλώ προφανώς για την «κοινόχρηστη αρχαιογνωσία». Σε άλλη ευκαιρία η Παπάζογλου έγραφε: «στην Ελλάδα, και σε αντίθεση με άλλα κράτη, η αρχαιογνωσία μας είναι αρκούντως βαθιά: είμαστε όλοι φιλόλογοι και μάλιστα καλοί. Ξέρουμε γιατί μιλάμε. Έχουμε γαλουχηθεί εξ απαλών ονύχων με το αρχαίο δράμα, τόσο που αυτό και οι αρχές του να εγγράφονται στο ασυνείδητό μας, ακόμη και στη βιολογική μας υπόσταση». Σ’ αυτή την πεποίθηση έχουν στηριχτεί και ακουστεί ακρότητες για τα αρχαία κείμενα που συνοψίζονται σε αφελείς σκέψεις που χρόνια τώρα θέλουν να μας πείσουν να τα υπηρετούμε και να τα σεβόμαστε αλλά να μην τα ερμηνεύουμε «κατά το δοκούν», να μην τα πειράζουμε, να μην απέχουμε από την φιλολογικά τεκμηριωμένη «σωστή» ανάγνωση. Η αντίρρηση της Παπάζογλου στηρίζεται ακριβώς στο σημείο αυτό και αυτό αποδεικνύει το βιβλίο: «καμία από τις συνιστώσες της κοινόχρηστης αρχαιογνωσίας μας, καμία από τις «αλήθειες» […] δεν είναι αυτονόητες στο πλαίσιο των κλασικών σπουδών, στο πλαίσιο με άλλα λόγια της επαγγελματικής αρχαιογνωσίας. Όλες [οι αλήθειες αυτές] έχουν προκαλέσει σημαντικές και κρίσιμες επιστημονικές διχογνωμίες. Το ίδιο συμβαίνει και με την ερμηνεία των επιμέρους έργων: παρόλο που όλοι οι φιλόλογοι μιλούν και διαβάζουν τα ίδια αρχαία ελληνικά, ωστόσο δεν βλέπουν τα ίδια έργα: άλλες είναι η Ηλέκτρα (το έργο) και η Ηλέκτρα (το πρόσωπο) των μεν, άλλες των δε».
Αν δεν ήταν έτσι, τα κείμενα θα έπρεπε να κηρυχθούν διατηρητέα, όπως συχνά διατείνονται κάποιοι κριτικοί και κάποιοι δημιουργοί του ελληνικού θεάτρου. Δηλαδή δεν θα ενδιέφερε να τα παίξουμε, αλλά να τα διασώσουμε έγκλειστα στο αρχείο της γνώσης να τα αφήσουμε να αναπαύονται εκεί ανέγγιχτα, όπως επιβάλλει η «ηθική του αρχείου (το ιδεώδες του αρχείου: η γλυκιά ισότητα που βασιλεύει σ’ έναν αχανή κοινό τάφο)».
Ο Πλάτων Μαυρομούστακος διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών