Άλκη Ζέη
τχ. 128-129, σ. 69-71
Τασκένδη: Ιούλιος του 1955. Έχω ένα χρόνο και κάτι μήνες στην Τασκένδη, όπου κατάφερα να φτάσω, στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, για να βρω τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, που είχε βρεθεί εκεί μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, μαζί με όσους είχαν πολεμήσει στα βουνά. Ανάμεσά τους ο Δημήτρης Σπάθης που ως σήμερα απορώ πώς κατάφερε από το Κάιρο να βρεθεί στον Γράμμο.
Άγνωστη γη, άγνωστος για μένα κόσμος. Μόνο δυο φίλους βρήκα από τα παλιά, τον Μάνο Ζαχαρία και τον γνωστό ηθοποιό Αντώνη Γιαννίδη. Ο Γιώργος όμως μου γνώρισε έναν καινούριο κολλητό του φίλο, πολύ πιο νέο απ’ αυτόν, τον Δημήτρη Σπάθη, που το όνειρό του τότε ήταν, όπως έλεγε, να σπουδάσει ιστορία ή θέατρο. Ο Γιώργος του έλυσε το πρόβλημα και τον συμβούλεψε να σπουδάσει ιστορία θεάτρου. Να τα συνδυάσει όλα και να γίνει θεατρολόγος.
-Γιατί στην Ελλάδα δεν υπήρχαν θεατρολόγοι και θα ήτανε πολύ χρήσιμος, όταν θα γυρίζαμε.
Όταν θα γυρίζαμε! Αυτό ήταν ο καημός μας. Πότε και πώς θα γυρίζαμε.
Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι του ’55, η κόρη μου ήτανε τριών μηνών. Εγώ μάθαινα ρωσικά και, δεν ξέρω πώς, οι «απάνω» –έτσι λέγαμε τους συντρόφους της Κεντρικής Επιτροπής Τασκένδης– μάθανε πως είχα ασχοληθεί με το κουκλοθέατρο. Μου πρότειναν λοιπόν να παίξω κουκλοθέατρο για τα παιδιά σε μια από τις δεκατρείς πολιτείες, δεν θυμάμαι σε ποια. Έτσι λέγανε τους μικρούς συνοικισμούς που μένανε μόνο οι έλληνες πρόσφυγες. Μου στείλανε κούκλες να διαλέξω και φυσικά, αφού θα ήμουνα η μόνη που θα έπαιζα κι έχω δυο χέρια, διάλεξα δύο. Το παραμύθι όμως που είχα σκεφτεί είχε τρία πρόσωπα, και έβαλα κι ένα ποντίκι –γιατί ανάμεσα στις κούκλες υπήρχε ένα ωραιότατο ποντικάκι καρφωμένο σ’ ένα ξύλο.
Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι μας ή μάλλον στο δωμάτιό μας, γιατί αυτό ήτανε το σπίτι μας. Η συνηθισμένη παρέα, ο Γιαννίδης, ο Μάνος και ο Μίμης ̶ έτσι φωνάζανε τότε όλοι τον Δημήτρη. Τους είπα το πρόβλημα με τα τρία πρόσωπα και πως αν είχα κάποιον να με βοηθάει ν’ αλλάζω τις κούκλες, θα τα κατάφερνα. Προθυμοποιήθηκε ο Μίμης να βοηθήσει.
-Σωστά, είσαι ο μόνος κατάλληλος, αφού πας για θεατρολόγος, είπε με το γνωστό του χιούμορ ο Γιαννίδης και γελάσαμε όλοι εκτός από τον Μίμη.
Την επόμενη λοιπόν Κυριακή ξεκινήσαμε στις πέντε τ’ απόγευμα από το σπίτι, ο Μίμης, εγώ και ο Τάκης ̶ ένας νεαρός, μαυριδερός και μικροκαμωμένος, που ήθελε τον Σεπτέμβρη να πάει στη θεατρική σχολή κι ενθουσιάστηκε να παίξει το ποντίκι. Ομολογώ ότι στις πρόβες που κάναμε μιμούνταν τέλεια την ποντικίσια φωνή.