Θάνος Λίποβατς
τχ. 138-139
Ι. Δικαίωση διά της πίστης
- Νόμος και Ευαγγέλιο
Στη θεολογία του Λούθηρου για τη δικαίωση διά της πίστης υπάρχουν ορισμένα κομβικά σημεία. Η διαφορά και η ενότητα ανάμεσα στον Νόμο και το Ευαγγέλιο έχουν βασική σημασία, καθότι εδώ αποκαλύπτεται η θεμελιακή δομή της διδασκαλίας περί της δικαίωσης διά της πίστης. Ήδη, στο πρώιμο έργο του υπάρχει αυτή η δυαδικότητα πίσω από άλλο όνομα. Ο Νόμος συμπεριλαμβάνει και την αιώνια θέληση του Θεού, που έχει γραφεί στην καρδιά του ανθρώπου, η οποία επισκιάστηκε μόνον εξαιτίας της αμαρτίας, και γι’ αυτό αναστηλώθηκε και ερμηνεύθηκε εκ νέου από τον Μωυσή και τον Ιησού Χριστό.
Αλλά αν μιλά κανείς έτσι για τον Νόμο, τότε παραγνωρίζει τη σημασία του για τον συγκεκριμένο άνθρωπο (ως άτομο). Ο Νόμος γίνεται αντιληπτός ορθά μόνον όταν γίνει κατανοητή η λειτουργία του ως κατήγορου Νόμου, όταν γίνει αντιληπτός ως ένα συμβαίνειν ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Τότε ο άνθρωπος αποκτά την εμπειρία ότι δεν εκπλήρωσε και δεν μπορεί να εκπληρώσει τη θέληση του Θεού. Στον άνθρωπο υπάρχει πάντα μία συγκαλυμμένη αντιπάθεια, μία αντι-θέληση στην εντολή του Θεού (αλλιώς στον ιουδαϊσμό).
Ο άνθρωπος απορρίπτει το κύριο αίτημα του Νόμου, την πρώτη εντολή που απαιτεί πίστη στον Θεό, ο οποίος δωρίζει την αγάπη του. Αντ’ αυτού ο άνθρωπος επιμένει, μέσα από την αυτάρεσκη υπακοή στον Νόμο, στο να θέλει να κατακτήσει ο ίδιος τη Δικαιοσύνη απέναντι στον Θεό. Το αδιέξοδο αυτής της προσπάθειας αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο ακόμα πιο πολύ μέσα στην αμαρτία, σε σημείο μέχρι να μισεί και να φθονεί τον Θεό, που έχει επιβάλει έναν ανεκπλήρωτο Νόμο.
Η προαναφερθείσα στην πρώτη παράγραφο διατύπωση αποτυγχάνει να συλλάβει την ιδιαιτερότητα της σκέψης του Λούθηρου. Ο Νόμος είναι εδώ μία θανατική προσταγή του ίδιου του Θεού, η οποία περιγράφει την κατάσταση του εκπεσόντος ανθρώπου. Όμως η πρόθεση του Θεού γίνεται αντιληπτή όταν το Ευαγγέλιο διαπερνά τον Νόμο. Αυτό συμβαίνει όταν ο λόγος του Χριστού στο Ευαγγέλιο ξεπερνά τόσο την πάλη για αποδοτικότητα, ανταλλαγή ισοδύναμων πράξεων, αυτονομία και αυτοκυριαρχία του ανθρώπου, όσο και την καταδικαστική κρίση του Νόμου ενάντια στον αμαρτωλό.
Δηλαδή ο Νόμος, επειδή ακριβώς απαιτεί κάτι το αδύνατο (απόλυτο), εκμηδενίζει την αποδοτικότητα και τη θέληση του ανθρώπου εμπρός στον Θεό, επειδή μόνον η καθαρά υποδεκτική, παθητική στάση του ανθρώπου εμπρός στο Ευαγγέλιο και στον Θεό, που δωρίζει την αγάπη του, αρμόζει απέναντί του. Όμως ο άνθρωπος, παρ’ όλη την πίστη στο Ευαγγέλιο, παρά την επανευρεθείσα ηθική αυθορμησία, και παρά τη νέα «φιλία» με τον Νόμο, δεν ξεφορτώνεται απλά την κρυφή αντιπάθεια ενάντια στον Θεό, την αμαρτία. Γι’ αυτό ο Νόμος και το Ευαγγέλιο παραμένουν σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μία ενότητα μέσα από την αντίθεση.
[…]
Ο Θάνος Λίποβατς είναι ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Comment