Δημήτρης Κάστανος
Τχ. 155-156
Εισαγωγικά
Τις τελευταίες δεκαετίες η απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων έχει απασχολήσει σημαντικά τον επιστημονικό διάλογο. Η ορθόδοξη οπτική ορίζει τις πρακτικές της απορρύθμισης ως τη βέλτιστη διευθέτηση για την ομαλή λειτουργία των αγορών εργασίας. Στην Ελλάδα, μετά από μία δεκαετία εφαρμογής μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας και της συνεχούς αποδυνάμωσης των θεσμών της αγοράς εργασίας, οι προσπάθειες για περαιτέρω απορρύθμιση ενισχύονται εν μέσω της πανδημικής κρίσης. Τον Ιούνιο του 2021 ψηφίζεται το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, στο οποίο επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, η αύξηση της ευελιξίας ως προς τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, με την πρόβλεψη της διαπραγμάτευσης σε επίπεδο ατομικών συμφωνιών μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και την αύξηση του ανώτατου ορίου υπερωριών. Παρά την αδυναμία εμπειρικής διαπίστωσης του ευεργετικού ρόλου των πρακτικών απορρύθμισης και της επέκτασης των ευέλικτων μορφών εργασίας ως προς την οικονομική μεγέθυνση και την απασχόληση, και παρά τις συνέπειες ως προς τις οικονομικές ανισότητες και τη φτώχεια, είναι εμφανές ότι η χάραξη πολιτικής παραμένει προσκολλημένη στις λογικές πλάνες της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας. Στόχος του παρόντος άρθρου αποτελεί η διερεύνηση ορισμένων εναλλακτικών προσεγγίσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν χρήσιμα αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση και την επίλυση σύγχρονων προβλημάτων. Σημείο εκκίνησης για αυτή την αναζήτηση θα αποτελέσει η εξέταση των θεωριών των κατατμημένων αγορών εργασίας (Segmented Labor Markets), όπως αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970. Το θεωρητικό αυτό σώμα αποτελείται από επιμέρους διαφοροποιημένες συνεισφορές, η κοινή συνισταμένη των οποίων εντοπίζεται στην κριτική διάθεση απέναντι στο νεοκλασικό υπόδειγμα ανάλυσης της αγοράς εργασίας.
Στο νεοκλασικό πλαίσιο, η αγορά εργασίας γίνεται αντιληπτή ως μία τέλεια ανταγωνιστική αγορά, όπου οι δρώντες χαρακτηρίζονται από τέλεια πληροφόρηση και ακολουθούν μία ορθολογική μεγιστοποιητική συμπεριφορά.1 Από τη μία πλευρά, οι εργοδότες επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους, ενώ από την άλλη οι εργαζόμενοι επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της ωφέλειάς τους, αποφασίζοντας πώς θα κατανείμουν τον χρόνο τους μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου. Έτσι, δημιουργείται μια προσφορά και μια ζήτηση εργασίας, που εξισώνονται μέσω των μεταβολών στο ύψος του μισθού.
[…]
Ο Δημήτρης Κάστανος έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στον τομέα Πολιτικής Οικονομίας (ΕΚΠΑ).