Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη
τχ. 143-144
«Πώς μιλάει κανείς για τη σιωπή;» με ρώτησε πρόσφατα μια συνάδελφος σε ανθρωπολογικό σεμινάριο, που, με σημείο αναφοράς το βιβλίο, Επιτηρούμενες ζωές: μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία, εστίαζε στη σχέση της εθνογραφίας με τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία. Εύλογο και καίριο ερώτημα, με πολλά νοήματα, που δεν επιδέχονται αποκλειστικές απαντήσεις, αλλά επιτείνουν τον υφιστάμενο προβληματισμό και αναστοχασμό. Εδώ θα επιχειρήσω να επισημάνω κάποια από αυτά τα νοήματα μέσα από τη διατύπωση επιμέρους ερωτημάτων, με στόχο όχι τη διεξοδική απάντησή τους ούτε τη θεωρητική συζήτηση μιας μεθοδολογικής πτυχής της εθνογραφικής έρευνας, αλλά τη σύνδεση του αρχικού ερωτήματος με τη «δεύτερη ζωή» του παραπάνω βιβλίου, στο πλαίσιο της πρόσφατης έξαρσης του Μακεδονικού.
Θα ξεκινήσω θέτοντας δύο επιμέρους ερωτήματα που αφορούν την ίδια την έννοια της σιωπής: Πώς την προσλαμβάνει ο ερευνητής, πώς την εντοπίζει στο πεδίο και πώς την κατανοεί; Πώς, αντίστοιχα, την αντιλαμβάνονται οι μεμονωμένοι συνομιλητές αλλά και η υπό διερεύνηση κοινωνία;
Στη συνέχεια θα διατυπώσω ερωτήματα που θέτουν στο επίκεντρο την εθνογραφική διαδικασία και την ευθύνη του εθνογράφου: Νομιμοποιείται δεοντολογικά η ανθρωπολογική διερεύνηση ‒που, όσο «πιστή» στα δεδομένα της επιτόπιας έρευνας και αν είναι, δεν παύει να αποτελεί «κατασκευή»‒ να διασχίσει το κατώφλι των «ανομολόγητων» μιας κοινωνίας; Να διεισδύσει στο πολιτισμικά μη επιτρεπτό πεδίο λόγου; Μπορεί ο ανθρωπολόγος να αναζητήσει, να ανασύρει και να φέρει στο φως τους όρους της δισημίας και της πολιτισμικής οικειότητας που ορίζουν την εσωτερική λειτουργία μιας κοινότητας ανθρώπων; Αν όχι, γιατί; Πού τοποθετούμε το όριο της δυνατότητας ερμηνείας των κοινωνικών, ιστορικών και πολιτισμικών δεδομένων όσον αφορά τον ερευνητή; Πώς οριοθετούμε τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να δει το μάτι του εθνογράφου; Πώς λογοκρίνουμε εκ των προτέρων την πρακτική του; Και ποιοι αποφασίζουν για κάτι τέτοιο; Η εθνική πολιτική ορθότητα; Οι κατά τόπους κοινωνίες; Ή μεμονωμένα άτομα που θεωρούν ότι κρατούν αδιαμφισβήτητες αλήθειες; Αν, πάλι, η απάντηση στο ζήτημα της δεοντολογίας είναι θετική, ποιος είναι ο θεμιτός δρόμος για να προσεγγίσει κανείς εκείνα που δεν λέγονται και τα υποκείμενα που έχουν υιοθετήσει τις πρακτικές απόκρυψης ή λήθης; Γιατί κάποια πράγματα δεν λέγονται; Τι εμποδίζει την παρουσίασή τους στον δημόσιο χώρο; Ποιοι δεν την επιθυμούν και γιατί;
[…]
Η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη είναι κοινωνική ανθρωπολόγος.