Γρηγόρης Ιωάννου / Γιώργος Χαραλάμπους
τχ. 130-131
Εισαγωγή
Εξεταζόμενη υπό το φως της τότε συγκυρίας, η νίκη του Χριστόφια το 2008 και η εκλογή του στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνεπαγόταν τις προοπτικές μιας κοινωνικής οργάνωσης που θα ήταν πιο ισορροπημένη προς τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων στην Κύπρο. Η ευρύτερη αριστερά γέμισε ελπίδα, ενώ το ΑΚΕΛ μιλούσε για τις πραγματικές αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Εσωκομματικά δεν υπήρχαν πραγματικές ανησυχίες για την εκλογή Χριστόφια και η κοινή γνώμη, η ίδια που τον εξέλεξε στην εξουσία, παρέμεινε θετική απέναντι στον ίδιο και την αριστερά για τα πρώτα χρόνια της νέας κυβέρνησης. Πέντε χρόνια μετά, όμως, μέχρι το τέλος του 2012, το γενικό πολιτικό κλίμα σε σχέση με την αριστερά δεν θα μπορούσε να ήταν πιο διαμετρικά αντίθετο από αυτό του 2008, αποκαλύπτοντας εν τέλει ότι η προσπάθεια του ΑΚΕΛ να κυβερνήσει μια συντηρητική κοινωνία ήταν γεμάτη από κινδύνους από την αρχή.
Συνοπτικά, η αντιπολίτευση απαρτιζόταν για κάποιο χρονικό διάστημα πριν από το 2012 από πέντε κόμματα και κατηγορούσε απερίφραστα το ΑΚΕΛ ως υπεύθυνο για όλα όσα μπορούσαν να καταλάβουν εύκολα τόπο στη λαϊκιστική ρητορεία. Οι επιδόσεις της κυβέρνησης ήταν εξίσου κακές σύμφωνα με την κοινή γνώμη. Κατά τη διάρκεια του 2012, περίπου το 60% των ερωτηθέντων στις δημοσκοπήσεις εξέφραζε αρνητική γνώμη για τον Χριστόφια –με περίπου το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων του ΑΚΕΛ να ακολουθεί αυτή την τάση–, ενώ θετική γνώμη εκφράστηκε από λιγότερο από το 30%. Η συσπείρωση του ΑΚΕΛ άγγιξε ένα από τα χαμηλότερα της ποσοστά στις προεδρικές του 2013. Για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία του και μόλις λίγα χρόνια αφότου άρχισε να κυβερνά τη χώρα, το ΑΚΕΛ άρχισε να θεωρείται πλέον από πολλούς ως ένα διεφθαρμένο κόμμα, παρόμοιο, αν όχι πανομοιότυπο, στην έλλειψη ιδεολογικού ήθους με τις υπόλοιπες κυπριακές πολιτικές ελίτ που κυβέρνησαν πριν από αυτό.
Είτε η πρώτη φορά του ΑΚΕΛ ως του βασικού κόμματος στην κυβέρνηση θεωρηθεί βαρύνουσα με τεράστια λάθη είτε όχι, το ζήτημα της κομμουνιστικής συμμετοχής στην εκτελεστική εξουσία βρίσκεται πλέον, δικαίως, στην ατζέντα της ευρωπαϊκής αριστεράς. Πέρα από την περίπτωση της Κύπρου, διαπιστώνεται ότι διανύουμε μια εποχή κατά την οποία ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα βρίσκονται (ή βρίσκονταν μέχρι πρόσφατα) σε κυβερνητικούς συνασπισμούς στη Φινλανδία, τη Δανία, την Ισλανδία και τη Νορβηγία. Άλλα, όπως αυτά της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Σουηδίας, της Ελλάδας και της Ιρλανδίας έχουν εκφραστεί ανοικτά υπέρ της προοπτικής τέτοιας συμμετοχής. Η κυπριακή περίπτωση μπορεί λοιπόν να είναι διαφωτιστική για τη ριζοσπαστική αριστερά και τους μελετητές της σε όλες αυτές τις χώρες. Αφού ένα από τα πιο επιτυχημένα (με εκλογικούς όρους) και πραγματιστικά κομμουνιστικά κόμματα έχει αποτύχει ως κυβερνητικός δρων, και αφού μετά τα πρώτα πέντε χρόνια τής εδώ και καιρό αναμενόμενης εισόδου του στην προεδρία της δημοκρατίας έχει ηττηθεί από τη δεξιά και άρα έχει χάσει την εξουσία, τότε ποιες είναι οι πιθανότητες ο αριστερός ριζοσπαστισμός να κυβερνήσει τον καπιταλισμό με έναν αυξητικό ρεφορμισμό, δηλαδή ακριβώς με τον τρόπο που η τελεολογία του επιδιώκει; Εξακριβώνοντας τους λόγους που η διακυβέρνηση Χριστόφια, σύμφωνα με την κοινή γνώμη, απέτυχε, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπισε τις προκλήσεις της πρώτης φοράς στην εκτελεστική εξουσία, μπορούν να διαφωτιστούν ερωτήματα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του αριστερού ριζοσπαστισμού, τόσο στην Ευρώπη όσο και ευρύτερα.
Ο Γρηγόρης Ιωάννου διδάσκει κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Frederick της Λευκωσίας και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ([email protected])
Ο Γιώργος Χαραλάμπους διδάσκει πολιτικές επιστήμες στο Peace Research Institute Oslo (PRIO)-Cyprus και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ([email protected])