Ελένη Κούκη
Τχ. 153-154
Το καλοκαίρι του 1971, ο Ρόδης Ρούφος επιχείρησε να συνοψίσει τα βασικά στοιχεία της στάσης της δικτατορίας της 21ης Απριλίου απέναντι στην πολιτιστική παραγωγή, εστιάζοντας κυρίως στη λογοκρισία. Ως προς τα εικαστικά, το συμπέρασμά του ήταν ότι, σε αντίθεση με την εκδοτική δραστηριότητα, το θέατρο και τον κινηματογράφο, η δικτατορία είχε αποφύγει να παρέμβει. Η εξήγηση αυτής της έλλειψης λογοκριτικού ενδιαφέροντος, για τον Ρούφο, βρισκόταν στην ίδια τη φύση του καθεστώτος, καθώς ήταν προσωποπαγές και αυταρχικό, με αποκλειστικό ενδιαφέρον του να διαιωνίσει την εξουσία του: «Όσο ο “Καβαλάρης” κάθεται σταθερά στη σέλα, δεκάρα δεν δίνει αν το άλογο προτιμά την αφηρημένη από την παραστατική τέχνη» (ο «Καβαλάρης» αποτελούσε αναφορά στο γνωστό έργο του πολιτικού επιστήμονα Samuel Finer, The Man on Horseback, για τη σχέση του στρατού με την πολιτική).
Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, το κείμενο του Ρούφου κατατάσσει τα εικαστικά σε αυτό το είδος μη-λεκτικής τέχνης που δεν μπορεί να μεταδώσει πολιτικά μηνύματα και, άρα, δεν κινεί το ενδιαφέρον της εξουσίας. Ωστόσο, παραδόξως, λίγες σελίδες μετά, θα κλείσει το κείμενό του με μια εκτενή αναφορά στην έκθεση του Βλάση Κανιάρη που είχε πραγματοποιηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1969, στη Νέα Γκαλερί, ως το κατεξοχήν παράδειγμα για το πώς η τέχνη μπορεί να μιλήσει για την ελευθερία, την εμπειρία της φυλακής ή να χλευάσει τους δικτάτορες μέσα από οπτικούς συμβολισμούς – να αξιοποιήσει, δηλαδή, αυτό το «στενό παραθυράκι […] που το άφησαν σχεδόν απρόσεκτα μισάνοιχτο περιφρονητέοι αγριάνθρωποι της αυταρχικής εξουσίας».
Η αμφιθυμία του Ρούφου απέναντι στην πολιτική σημασία των εικαστικών και, κατ’ επέκταση, στην καταστολή που αυτά δέχτηκαν κατά τα χρόνια της Χούντας θα αποδειχθεί μια διαχρονική στάση. Μολονότι τα περιστατικά λογοκρισίας κατά τη διάρκεια της Χούντας αποτελούν από καιρό κομμάτι της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα αφετηριακές στιγμές για μια γενεαλογία της τέχνης της αμφισβήτησης, όταν έρχεται η στιγμή της συνολικής αποτίμησης του φαινομένου, είναι δύσκολο να αποφανθούμε για το αν πράγματι υπήρξε λογοκρισία, και πολύ περισσότερο συστηματική λογοκρισία κατά τη διάρκεια της Χούντας. Έως έναν βαθμό, αυτό συμβαίνει επειδή για τα εικαστικά δεν υπήρχε ένα δεδομένο νομικό και θεσμικό πλαίσιο ελέγχου, όπως, για παράδειγμα, για τις εκδόσεις, τον κινηματογράφο ή το θέατρο, και η λογοκρισία ασκούνταν είτε με την επίκληση διατάξεων περί άσεμνου, είτε με ad hoc παρεμβάσεις της αστυνομίας. Επιπλέον, όμως, ο ίδιος ο χώρος των εικαστικών δημιούργησε ένα πεδίο διφορούμενης πολιτικής διαπάλης κατά τη διάρκεια της Χούντας, που είναι δύσκολο να αποτιμηθεί.
[…]
Η Ελένη Κούκη είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο πρόγραμμα «Η λογοκρισία στον Κινηματογράφο και τις Εικαστικές Τέχνες: Η ελληνική εμπειρία από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα», Πάντειο Πανεπιστήμιο ([email protected])