Έφη Κάννερ
τχ. 122-123, σ. 119-129
Τα εθνικά και αντι-αποικιακά κινήματα στην Ασία και στην Αφρική που οραματίστηκαν να οικοδομήσουν νεωτερικές κοινωνίες υπήρξαν ενήμερα τόσο για τις διάφορες εκδοχές της έμφυλης νεωτερικότητας, όσο και για τους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων που προέκυπταν από αυτή. Ωστόσο, δεν υπήρξε μεταξύ τους μια ομοιόμορφη συνάρθρωση του έμφυλου και του εθνικού. Αντίθετα, οι εκάστοτε επεξεργασίες του «γυναικείου ζητήματος» στα πλαίσιά τους και οι στρατηγικές που υιοθετήθηκαν σχετικά με αυτό σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις ανά περίπτωση γεωπολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες καθόρισαν και τη μορφή του διαλόγου που αναπτύχθηκε με τη Δύση.
Η αναβάθμιση της θέσης των γυναικών υπήρξε κεντρικό σημείο τόσο στο οθωμανικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα όσο και στο τουρκικό. Κινητοποίησε, ήδη από την ύστερη οθωμανική περίοδο, μια σημαντική μερίδα των εγγράμματων στρωμάτων των πόλεων. Τούτο, όμως, καθόλου δεν σημαίνει ότι οι ομάδες αυτές τη θεωρούσαν ασυμβίβαστη με το Ισλάμ. Αντίθετα, μια ολόκληρη παράδοση σκέψης που ξεκινά από τους Νέους Οθωμανούς και φτάνει μέχρι τον Ζιγιά Γκιοκάλπ, την ενέτασσε στο πνεύμα του «αυθεντικού» Ισλάμ. Ακόμη περισσότερο, δεν σημαίνει επίσης ότι τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα των γυναικών θεσμοθετήθηκαν αυτόματα και πρόθυμα από το κεμαλικό κράτος, ως σύμβολο ρήξης με το οθωμανικό παρελθόν, όπως συχνά αφήνεται να εννοηθεί. Αντίθετα, όπως θα φανεί παρακάτω, οι φορείς του υπήρξαν από επιφυλακτικοί μέχρι εχθρικοί απέναντι σε αυτά και δεν τα αντιμετώπισαν παρά μόνο ως ένα επιπλέον εργαλείο για την επικράτηση έναντι των πολιτικών τους αντιπάλων. Η συγκεκριμένη διαδικασία οδήγησε στο να ταυτιστούν τα δικαιώματα αυτά, ιδίως τα πολιτικά, με τον αυταρχικό κεμαλικό αντικληρικαλισμό, πράγμα που θα έχει στη συνέχεια εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες ως προς τη δεκτικότητα μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας απέναντί τους.
H Έφη Κάννερ διδάσκει τουρκική ιστορία στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.