Ιουλία Μέρμηγκα
τχ. 132-133
Το βιβλίο φεμινιστικής φιλοσοφίας και πολιτικής Νομαδικά υποκείμενα της Ρόζι Μπραϊντότι (Rosi Braidotti) εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1994. Τότε, η έννοια του κοινωνικού φύλου ως κοινωνικής κατασκευής και παραστασιακής επιτέλεσης, σε αντιδιαστολή με το βιολογικό φύλο, φαινόταν ότι θα επικρατούσε ως θεωρητικό και μεθοδολογικό σχήμα στις φεμινιστικές/γυναικείες σπουδές, ή στις σπουδές φύλου, όπως αργότερα ουδέτερα ονομάστηκαν. Η Μπραϊντότι, με εντατική και εκτατική φεμινιστική παρακίνηση ξέχασε να ξεχάσει την ενσώματη και σεξουαλική διαφορά και τη γυναικεία γραφή και διεκδίκησε δυναμικά τη δική της φιλοσοφική νομή στο θεωρητικό και επιστημολογικό πεδίο των κριτικών και μεταδομιστικών σπουδών. Έκτοτε, κατάφερε να σπείρει εκ νέου το πνεύμα της αμφισβήτησης και της κριτικής για τις αποσωματοποιημένες, μονάχα επιτελεστικές και εν πολλοίς άφυλες, θεωρήσεις του πέραν ή μετά του φύλου. Έφερε εκ νέου στο θεωρητικό πεδίο μια πολιτική κατάφαση στη σεξουαλική διαφορά του γυναικείου σώματος και της σκέψης που πηγάζει από αυτό.
Το βιβλίο, που είχε τελικά μεγάλη απήχηση, αναθεωρήθηκε και διανθίστηκε το 2011. Η μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά είναι από την αναθεωρημένη έκδοση, με επικαιροποιημένη εισαγωγή της φιλοσόφου, για την πολιτικά ενήμερη και εικονοκλαστική μορφοπλασία του φεμινιστικού νομαδισμού, στον ολοένα και περισσότερο σχιζοφρενικό σύγχρονο καπιταλισμό.
Η νομαδολογία και το πολυεπίπεδο επιστημολογικό παράδειγμα των Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) και Φελίξ Γκουαταρί (Félix Guattari) είναι το βασικό της θεωρητικό σχήμα. Στο επιπλέον κεφάλαιο της αναθεωρημένης έκδοσης, η Μπραϊντότι, με έμφαση στις έννοιες του γίγνεσθαι-γυναίκα και γίγνεσθαι-μειονοτική, λογοδοτεί κριτικά και επιδεικνύει υγιή ασέβεια για την επιστημολογική της συνάντηση με τους άνδρες φιλοσόφους. Είναι επίσης βαθιά επηρεασμένη από το έργο του Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) «για τον βασιλιά σεξ», τη βιοπολιτική και τη βιοεξουσία. Ανάμεσα σε άλλες γυναίκες θεωρητικούς με τις οποίες συνομιλεί, εξαίρει το έργο της βελγο-γαλλίδας φιλοσόφου Λυς Ιριγκαραί (Luce Irigaray) για την έμφυλη διαφορά και για μια ενσώματη και σεξουαλική μεταφυσική του «φύλου που δεν είναι ένα».
Το σώμα, η έμφυλη υπόσταση και διαφορά του, συγκεκριμένα αλλά όχι λιγότερο φιλοσοφικά, το γυναικείο σώμα και η σκέψη που γεννάται από αυτό, συνιστά την πρώτη ύλη της Ιριγκαραί, από την οποία αρύεται η Μπραϊντότι. Ο νέος φιλοσοφικός υλισμός που προτείνει και εφαρμόζει, πηγάζει και εκβάλλει πολλαπλά, διανυσματικά και ως εκ τούτου νομαδικά, από το γυναικείο σώμα. «Το σώμα ή η ενσωματότητα του υποκειμένου, δεν κατανοείται ούτε ως βιολογική ούτε ως κοινωνιολογική κατηγορία, αλλά καλύτερα ως σημείο σύγκλισης μεταξύ του σωματικού, του συμβολικού και του κοινωνιολογικού» (σ. 61), ή, όπως αλλιώς γράφει, «το πρόταγμα της έμφυλης διαφοράς […] δεν είναι βιολογικό, είναι βιοπολιτισμικό, δηλαδή ιστορικό» (σ. 266).
Οι γυναίκες σχετικά πρόσφατα σμίλεψαν τον χρόνο και τον χώρο τους, μέσω των φεμινιστικών κινημάτων και του δικού τους κριτικού στοχασμού, για να εγκαταλείψουν τώρα τα αμιγώς γυναικεία προτάγματα. Στον σύγχρονο πολιτισμό, όπου η προηγμένη τεχνολογία συνυπάρχει με τους πιο βάρβαρους πατριαρχικούς νεο-αρχαϊσμούς, οι φεμινίστριες καλούνται να επινοούν τη δική τους επιστημολογία και δράση και να ενδυναμώνουν ολοένα τη φωνή και τη γραφή του δικού τους σώματος. Από τη μια μεριά, ο φεμινιστικός υλισμός της Μπραϊντότι απαντά πολιτικά, εδώ και τώρα, στην απορία των πολιτικών υποκειμενοποιήσεων, τόσο με την κατάφαση της ενσώματης σεξουαλικής διαφοράς και την πολιτική της φεμινιστικής θέσης, όσο, όμως, και από την άλλη μεριά, με την μεταδομιστική διαφορά τού μη ενοποιημένου και ως εκ τούτου αντιστεκόμενου, ευέλικτου και αέναα προς επινόηση νομαδικού υποκειμένου.
Η γυναικεία σκέψη και φεμινιστική γραφή της Μπραϊντότι είναι ενδιαφέρουσα και προκλητική για τον παθιασμένο τρόπο, που με τεθλασμένες και διαγώνιες γραμμές διασχίζει και προσπερνά τις ταυτολογίες του βιολογισμού και της ουσιοκρατίας, τις αντινομίες της διαλεκτικής σκέψης και τις πέραν του φύλου queer θεωρήσεις. Η φιλοσοφική νομή της σεξουαλικής διαφοράς και της δυνητικής αλλά όχι λιγότερο πραγματικής έννοιας της γυναικείας ενσωματότητας είναι η αποσκευή της στο επιστημολογικό ταξίδι που χαρτογραφεί για το πολιτικό διακύβευμα της σμίλευσης, τόσο εμπρόθετων, εντοπισμένων κριτικών και λογοδοτούντων, όσο και δημιουργικών νέων φεμινιστικών υποκειμενικότητων.
Σχηματικά το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος η συγγραφέας προσεγγίζει τον νομαδισμό περισσότερο βιωματικά, στο δεύτερο θεωρητικά και στο τρίτο εφαρμοσμένα. Στο τέλος, λογοδοτεί, όπως προαναφέρθηκε, για τη συνάντησή της με τους Ντελέζ και Γκουαταρί και τους μελετητές και τις μελετήτριές τους.
Το προσωπικό είναι πολιτικό και το πολιτικό είναι νομαδικό
Πιστή στο σύνθημα ότι το «προσωπικό είναι πολιτικό», η Μπραϊντότι, στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, εξυφαίνει τη μορφοπλασία του φεμινιστικού νομαδισμού από τη δική της εμπειρία. Εισάγει το μοτίβο της κριτικής νομαδικής συνείδησης, με την παραλλαγή του πολύγλωσσου υποκειμένου, καθώς η ίδια μίλησε και έγραψε σε πολλές γλώσσες: ως ιταλίδα μετανάστρια στην Αυστραλία, ως σπουδάστρια έπειτα, ως ακτιβίστρια και ψυχαναλυόμενη στη Γαλλία και σήμερα ως νομάδα ακαδημαϊκός ανά την υφήλιο. Το εμπειρικό επίπεδο του πολύγλωσσου υποκειμένου –«σε μετάβαση ανάμεσα στις γλώσσες, ούτε εδώ ούτε εκεί, είναι ικανό για υγιή σκεπτικισμό όσον αφορά τις σταθερές ταυτότητες και τις μητρικές γλώσσες»– (σ. 82) υποστηρίζεται από την κριτική μετα-ψυχαναλυτική θεώρηση της πολύγλωσσης νομάδας, αποκολλημένης από το φαλλο-λογοκεντρικό συμβολικό. Γλιστρώντας με διαίσθηση ανάμεσα στις εκφορές, ακόμα και μιας μόνο γλώσσας, η νομάδα διαλαλεί ότι η δεσποτική συνείδηση του ενοποιημένου υποκειμένου είναι μια ψευδαίσθηση και ότι το ασυνείδητο δομείται από ενσώματες και ποικίλες γλώσσες, «όλες τραυλίζουμε τις λέξεις, ακόμα κι αν μιλάμε με“ευφράδεια”» (σ. 84).
Η αντιστεκόμενη αυτόνομη νομάδα συγκρίνεται με τις εικόνες της εξόριστης και της μετανάστριας, οι οποίες έχουν αναδυθεί ως λειτουργικές στις φεμινιστικές και κριτικές σπουδές. Αν η εξόριστη αναπαριστά τον καταναγκαστικό εκτοπισμό της φεμινιστικής κριτικής σκέψης και γραφής από τον φαλλο-λογοκεντρισμό, και αν η μετανάστρια αναπαριστά την πρόσδεση τόσο στην έννοια του τόπου καταγωγής και της ταξικότητας, αλλά και την πίστη σε έναν δυτικό φιλελεύθερο ουμανισμό, η νομάδα μεριμνά πρωτίστως για την πολιτική ως αυτοκαθορισμό της αντίστασης. Η νομαδική κινητικότητα αποθεμελιώνει κριτικά την εξουσιαστική θεώρηση του ενοποιημένου υποκειμένου και των σταθερών ταυτοτήτων. Χαρτογραφούνται, όχι οι τόποι, αλλά οι τοπολογικές, διανυσματικές διασυνδέσεις, οι διαδρομές, από τις οποίες μπορούν να συναρμοστούν αντιστεκόμενες και ως εκ τούτου δημιουργικές υποκειμενικότητες. Η επιστημολογία της νομαδικής χαρτογράφησης υποστηρίζεται από τη θεώρηση ότι μια διαισθητική και κριτικά σκεπτόμενη έμφυλη υποκειμενικότητα αποκτά πολιτική συνεκτικότητα, μέσω της μεθοριακής της κινητικότητας. Διακύβευμα είναι να συναρμοστεί η εμπρόθετη φεμινιστική δράση με τη βαθιά επιθυμητική μετάλλαξη του ασυνειδήτου του νομαδικού φεμινιστικού υποκειμένου.
Στη συνέχεια, η Μπραϊντότι προβληματοποιεί την εξαγωγή του γαλλικού φεμινισμού και εν γένει του μεταδομισμού, εν είδει ακαδημαϊκού προϊόντος, στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980. Διαγιγνώσκει ότι ο γαλλικός μεταδομιστικός φεμινισμός, σε αυτό το διατλαντικό πλέγμα, παραδόξως απαξιώθηκε ή και λειάνθηκε, λόγω υψηλής θεωρητικής επάρκειας, καθώς και αποδυναμώθηκε στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα. Ριζωμένη στην κληρονομιά του γαλλικού φεμινισμού, αλλά και ρέουσα ενδιάμεσα στις νέες ιστορικές και πολιτισμικές συγκυρίες, η Μπραϊντότι επισημαίνει ότι στο πολιτικό πρόγραμμα του μεταδομισμού, όπως γεννήθηκε από τον Μάη του ᾽68, κεντρική θέση έχει η έννοια της εξουσίας, τόσο ως περιοριστική δύναμη (potestas) όσο και ως δυνατότητα (potentia). Με αυτήν τη σπινοζική διάκριση κατά νου καλεί σε διάλογο, με ριζοσπαστική νηφαλιότητα, και σε εγκάρσιες διεπιστημονικές συμμαχίες, διανοούμενες/ους όχι μόνο από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού αλλά και θεωρητικούς των μετα-αποικιακών σπουδών από λιγότερο ηγεμονικά μέρη του κόσμου.
Ο νομαδισμός της έμφυλης διαφοράς
Στα τρία επόμενα κεφάλαια η Μπραϊντότι εκκολάπτει τη νομαδική πολιτική της θέση στη μήτρα της φιλοσοφίας της ενσώματης και σεξουαλικής διαφοράς της Λυς Ιριγκαραί και στη ντελεζογκαταριανή νομαδολογία. Η θεμελιακή πίστη στην οντολογική βάση της έμφυλης διαφοράς –«η διαφορά ανάμεσα στα βιολογικά φύλα είναι θεμελιώδης και καταστατική της ανθρώπινης εμπειρίας» (σ. 169)– παραδόξως ενημερώνει τον αποθεμελιωτικό και αντι-ουσιοκρατικό νομαδισμό της: «[…] προτείνεται μια θεμελιώδης αβεβαιότητα στην προσκόλληση του υποκειμένου είτε στην αρσενική είτε στη θηλυκή θέση ως τόπο αντίστασης στις παγιωμένες ή σταθερές ταυτότητες κάθε είδους. Το υποκείμενο είναι ταυτόχρονα έμφυλο και διαιρεμένο, την ίδια στιγμή ενοικεί σε έναν από τους δύο πόλους της έμφυλης διχοτόμησης και αποκολλάται από αυτούς, συνεχώς αποκεντρώνεται και κινείται ανάμεσα σε δομές και κοινωνικούς ενδείκτες» (σ. 173).
Μετά από μια επισκόπηση φεμινιστικών θεωριών της δεκαετίας του ᾽90, η Μπραϊντότι προτείνει το τριμερές σχήμα εργασίας του νομαδισμού της έμφυλης διαφοράς. Το σχήμα των τριών επιπέδων δεν αφορά εξελικτικά στάδια, δεν είναι διαδοχικό, αλλά διαπνέεται από τον γαλλικό ταυτοχρονισμό.
Στο πρώτο επίπεδο και σε σχεσιακή διαφορά με τους άνδρες στρέφει τα βέλη της ενάντια στην ψευδο-οικουμενική υποκειμενικότητα, που καταχρηστικά κατανοείται ως αντρική ή αρρενωπή. Διαχωρίζει τη θέση της όμως από τη συμμετρική διαλεκτική του απελευθερωτικού φεμινισμού της ισότητας, προς τον καταφατικό, κατεξοχήν μεταδομιστικό επαναπροδιορισμό της ασύμμετρης έμφυλης και ενσώματης διαφοράς καθ’ εαυτής.
Στο δεύτερο επίπεδο, αναγνωρίζοντας τις αντινομίες στις οποίες υπέπεσε ο φεμινισμός του δευτέρου κύματος, μιλώντας ομογενοποιητικά εξ ονόματος όλων των γυναικών, εφιστά την προσοχή σε φεμινιστικές δηλώσεις παγκόσμιου κύρους. Διακρίνει, ανάμεσα στο σημαίνον «γυναίκα» και στις γυναίκες της πραγματικής ζωής, και θεωρεί ως θεμελιώδες διάβημα του φεμινιστικού νομαδισμού την περιδιάβαση και την ευελιξία ανάμεσα στις ετερόκλητες και εντοπισμένες πολιτικές, της θέσης των φεμινιστριών που αφορούν τις γυναίκες της πραγματικής ζωής. Κοντολογίς, η στιγμή της χειραφέτησης για την Μπραϊντότι είναι ο πολλαπλασιασμός των τόπων ανάλυσης και εκ τούτου της εμμενούς παραγωγής πολλαπλών φεμινιστικών υποκειμενικότητων.
Στο τρίτο επίπεδο, προτείνει τη διάκριση αλλά και την αλληλοσυσχέτιση των εννοιών της ταυτότητας και της υποκειμενικότητας. Η ταυτότητα αφορά το ασυνείδητο και το επιθυμητικό γίγνεσθαι, είναι σύνθετη και πολλαπλή. Η υποκειμενικότητα αφορά τη φαντασιακή αλλά όχι λιγότερο πραγματική σχέση με κοινωνικο-πολιτισμικές μεταβλητές, όπως η τάξη, η φυλή, η ηλικία, κ.ά. και την πολιτικά εμπρόθετη φεμινιστική δράση. Το διακύβευμα του τρίτου επιπέδου της, οι διαφορές εντός της κάθε γυναίκας, αφορά τις διηνεκείς διερωτήσεις: «Πώς σχετίζεται η “γυναίκα-μέσα-μου” με τη “φεμινίστρια-μέσα-μου;” Ποιες είναι οι συνδέσεις και οι πιθανές εντάσεις ανάμεσα στο “να-είμαι-φεμινίστρια” και “να-είμαι-γυναίκα”, ανάμεσα στην πολιτική και την αίσθηση του εαυτού, ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την ταυτότητα; Ποια τεχνολογία του εαυτού ενεργοποιείται στην έκφραση της έμφυλης διαφοράς;» (σ. 262).
Η Μπραϊντότι προτείνει τη σύνθετη διπλή δέσμευση για τη διεργασία της ενσώματης εαυτής και των πολιτικών πρακτικών που απορρέουν από αυτήν, αναφορικά με τις σχεσιακές διαφορές μεταξύ γυναικών καθώς και μεταξύ ανδρών και γυναικών, στην αναζήτηση επιστημολογικής και πολιτικής νομιμοποίησης του νομαδικού φεμινισμού.
Όργανα χωρίς σώματα και ο ξανακερδισμένος χρόνος της έμφυλης διαφοράς
Ορμώμενη από το ντελεζογκαταριανό «δίχως όργανα σώμα» και από τον Φουκώ και τις λογοθετικές πρακτικές για το σώμα και τη σεξουαλικότητα, αλλά ασκώντας κριτική και στην άγνοιά του για τη διάσταση του φύλου, στα επόμενα τρία κεφάλαια η Μπραϊντότι προσδιορίζει γενεαλογικά τη σύγχρονη νεωτερικότητα ως εποχή των «οργάνων χωρίς σώματα». Το πλέγμα των βιοτεχνολογικών επιστημών και των καπιταλιστικών λειτουργιών, κατακερματίζουν και εξαϋλώνουν το σώμα σε επιμέρους λειτουργίες των οργάνων, υπερεκθέτουν αυτές τις οργανικές λειτουργίες για να πειθαρχήσουν και να ελέγξουν το σώμα βιοπολιτικά. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι ούτε οι θετικές επιστήμες του βίου, συναφείς βεβαίως με τις θανατοπολιτικές, αλλά ούτε και οι ανθρωπιστικές σπουδές μπορούν να αποφανθούν τι είναι ή και τι δύναται ένα σώμα.
Ένας χαρακτηριστικός προβληματισμός της Μπραϊντότι, αναφορικά με τα όργανα χωρίς σώματα και τη γυναικεία ενσωματότητα είναι οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής, οι οποίες αποσυνδέουν τη μητρότητα από τη σεξουαλικότητα. Χωρίς να καταδικάζει συλλήβδην την τεχνολογία, επισημαίνει ότι η τεχνητή γονιμοποίηση επιφέρει την ψευδαίσθηση οργανικής συμμετρίας ανάμεσα στα φύλα και παραγκωνίζει χωροχρονικά τη φεμινιστική ηθική για τις γυναίκες της πραγματικής ζωής, η οποία εκκολάπτεται, για τη Μπραϊντότι, ακριβώς στη σύζευξη ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και τη μητρότητα. Είναι λες και η βιοεξουσία κλέβει εκ νέου το γυναικείο σώμα αλλά και τον χρόνο διεργασίας και του γίγνεσθαι που κέρδισε ο φεμινισμός της έμφυλης διαφοράς. Αυτή η φεμινιστική ηθική βάλλεται και από την πορνογραφική φύση της οπτικής κουλτούρας, όπου η βιοεξουσία, το απανταχού κλινικό βλέμμα, συνάδει με τον καπιταλιστικό πληθωρισμό εικόνων και στερεοτύπων, οι οποίες, καθώς στερούνται φαντασίας, είναι νεκρές και κενές και αποσκοπούν στη συναισθηματική χειραγώγηση. Αυτή η καπιταλιστική πορνογραφία της αναπαράστασης είναι επίσης μέρος της θανατοπολιτικής της βιοεξουσίας, ενάντια στην οποία η Μπραϊντότι καλεί σε αντίσταση, μέσω της κριτικής σκέψης αλλά και μέσω της δημιουργίας νέων μορφοπλασιών για το φεμινιστικό υποκείμενο. Παράδειγμα μιας τέτοιας επιστημολογικής και πολιτικής προσέγγισης και εφαρμογής είναι η πολύ ενδιαφέρουσα γενεαλογική αλληλοσύνδεση που επιτελεί ανάμεσα στις μητέρες, τα τέρατα και τις μηχανές.
Μπορεί η φεμινίστρια να γίνει νομάδα;
Τέλος, κάποιες κριτικές επισημάνσεις: αναδύεται από το σώμα του βιβλίου μια κάποια αίσθηση πολιτικής σκοπιμότητας, ότι η μορφοπλασία της ενσώματης και έμφυλης νομάδας είναι το μέσο που αποσκοπεί στην επιθυμητική και εμπρόθετη συγκρότηση του φεμινιστικού υποκειμένου, στην επιστημολογική και πολιτική νομιμοποίηση του νομαδικού φεμινισμού, ως βασιλικής και όχι ως ελάσσονος επιστήμης, κατά τη ντελεζογκαταριανή ορολογία. Μήπως, όμως, μια ελάσσων φεμινιστική νομαδολογία θα έπρεπε να μεριμνά πρωτίστως για τις αντιστάσεις, τις δημιουργικές διαβάσεις και τις γραμμές φυγής από τη βιοεξουσία, να μεριμνά ώστε η ενσώματη πολιτική της φεμινιστικής θέσης να είναι η μήτρα για τη νυν και αεί, εμμενή, γένεση τής, αλίμονο, έμφυλης και απο-ουσιοποιημένης, αλλά και μειονοτικής νομαδικής υποκειμενικότητας; Η στρατηγική ουσιοκρατία που προτείνει, ταυτόχρονα και μάλλον μονάχα επιτελεστικά, με την απο-ουσιοποιημένη ενσωματότητα (σ. 270), είναι ενδεχομένως ένα σύμπτωμα ότι η θεώρησή της μπορεί να εγκιβωτιστεί εκ νέου στη βασιλική ακαδημαϊκή οδό ενός φαινομενολογικού προθετικού φεμινισμού.
Παραπέρα, η λανθάνουσα υποτροπή της Μπραϊντότι στην προσδοκία ενός μείζονος φεμινιστικού νομαδισμού, ενδεχομένως την οδηγεί στην αναζωπύρωση των έμφυλων πολώσεων και στην προσκόλληση στη σεξουαλική διαφορά ως καθοριστική για το υποκείμενο και όχι ως ενδεχομενική (σ. 205), εννοιολόγηση που επισκιάζει τη σπινοζική ρήση –«δεν ξέρουμε τι δύναται ένα σώμα»– και που διαπνέει, όπως ισχυρίζεται, ζωτικά τον νομαδισμό. Ελλοχεύει ο κίνδυνος, η έμφυλη πόλωση μέσω της στρατηγικής έμφασης σε μια αρχέγονη και οντολογική σεξουαλική διαφορά και κατ᾽ επέκταση στην επινόηση ενός θηλυκού ή, καλύτερα, γυναικείου ασυνειδήτου να καθιστά τον φεμινιστικό νομαδισμό της έναν εκούσιο γυναικωνίτη. Εκεί, οι γυναίκες κινδυνεύουν να εγκατασταθούν μόνιμα ως φεμινίστριες που ψάχνουν θεμέλια στις αβυσσαλέες μαύρες σωματικές και υποκειμενικές τους τρύπες και να αναβάλλουν έτσι επ᾽ αόριστον τις νομαδικές γραμμές διαφυγής. Μήπως η έμφαση στη συγκρότηση της εμπρόθετης φεμινιστικής υποκειμενικότητας είναι σημείο ότι η νομαδική φιλοσοφική και πολιτική μηχανή της Μπραϊντότι μπορεί να αιχμαλωτιστεί από το ίδιο το καθεστώς αναπαράστασης, στο οποίο αντιστέκεται, μέσω της γοητείας που ασκεί η μικροφυσική της εξουσίας μιας αξιωματικής φεμινιστικής σεξουαλικής επιστήμης; Δεν προκύπτει από αυτό ο κίνδυνος, ο νομαδισμός της Μπραϊντότι να εκλαμβάνεται ως ένας στρατευμένος φεμινισμός, που αναζωπυρώνει τον «πόλεμο των φύλων;» Δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος, τα φεμινιστικά υποκείμενα, αυτού του φεμινιστικού νομαδισμού που εκλαμβάνει ασυνείδητα τον «πόλεμο» για την ενσώματη σεξουαλική διαφορά ως αποκλειστική αποστολή του, να είναι τόσο ακραία σωματοποιημένα, που στη μάχη σώμα με σώμα να πέσουν και τελικά να αποστερηθούν την έμφυλη και νομαδική μετάλλαξή τους;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν διαφεύγουν της προσοχής και του ύφους της φεμινίστριας φιλοσόφου και γι’ αυτό το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και προκλητικό. Ωστόσο, συνοψίζοντας το κριτικό ερώτημα, ποιο είναι το διακύβευμά της, ο ορίζοντας που προσβλέπει, ο φεμινισμός ή ο νομαδισμός; Αν το πρόταγμά της είναι ασφαλώς συνθετικό, ο φεμινιστικός νομαδισμός θα μπορούσε ίσως να κατανοηθεί με αυτόν τον τρόπο: αντί για έναν λανθάνοντα νομαδικό φεμινισμό, μια φεμινιστική επιστημολογική προσέγγιση προς το πρόταγμα ενός ενσώματου και έμφυλου νομαδισμού.
Η Ιουλία Μέρμηγκα διδάσκει στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών