Έζησε και πέθανε για την Παλμύρα
Σύγχρονα Θέματα
τχ. 130-131
Ο Χάλεντ αλ Ασάαντ αφιέρωσε τη ζωή του όλη στην αρχαία πόλη της Παλμύρας, τη «Νύμφη» της συριακής ερήμου. Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων και διευθυντής του Μουσείου της Παλμύρας επί σαράντα έτη, μετά δε τη συνταξιοδότησή του το 2003 εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως σύμβουλος της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Μουσείων της Συρίας, συνεχίζοντας να εργάζεται στον αρχαιολογικό χώρο, τον οποίο και επισκεπτόταν καθημερινά από την παρακείμενη νεότερη πόλη Ταντμούρ, όπου ζούσε. Πρωτοπόρος της συριακής αρχαιολογίας και αναγνωρισμένη αυθεντία στο πεδίο του, ο αλ Ασάαντ διηύθυνε ανασκαφές και προσεκτικές αποκαταστάσεις σε σημεία της αρχαίας πόλης, συνεργάστηκε με πολλές ξένες αρχαιολογικές αποστολές και διοργάνωσε εκθέσεις παλμυρικών αρχαιοτήτων. Με το έργο του ανέδειξε τη σημασία της Παλμύρας ως σταυροδρόμι πολιτισμών του αρχαίου κόσμου και επέτυχε να ανακηρυχθεί ως Μνημείο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco.
Τον Μάιο του 2015, η Ταντμούρ και η Παλμύρα κατελήφθησαν από τις δυνάμεις του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους. Ο αλ Ασάαντ, ο οποίος είχε προηγουμένως συμβάλει στην εκκένωση του Μουσείου της Παλμύρας από τα πολύτιμα εκθέματά του, αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει το πόστο του για να σωθεί – «Δε θ’ αφήσω την πόλη. Θα μείνω», είπε σε συνεργάτες του. Οι τζιχαντιστές τον συνέλαβαν και επί έναν μήνα τον υπέβαλαν σε «ανακρίσεις» προκειμένου να αποκαλύψει πού είχαν ασφαλιστεί τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ο αλ Ασάαντ, 82 ετών, δεν υπέκυψε στις απειλές τους. Την 18η Αυγούστου τον αποκεφάλισαν δημοσίως σε πλατεία της Ταντμούρ, και κρέμασαν το σώμα του από τους καρπούς σε στύλο, τοποθετώντας το κεφάλι στο έδαφος ανάμεσα στα πόδια του. Σε ένα πλακάτ που έδεσαν στη μέση του ανέγραψαν το κατηγορητήριο: ο αλ Ασάαντ ήταν «αποστάτης», καθώς είχε διατελέσει «διευθυντής της ειδωλολατρίας», είχε συμμετάσχει σε «συνέδρια απίστων», είχε επισκεφθεί το «αιρετικό Ιράν», ενώ διατηρούσε σχέσεις με τον αδελφό του, στέλεχος του συριακού καθεστώτος. Η αποκεφαλισμένη σορός του εκτέθηκε στη συνέχεια στον ίδιο τον αρχαιολογικό χώρο, αφού προηγουμένως οι τζιχαντιστές είχαν φροντίσει να ανατινάξουν μοναδικής αξίας αρχαίους ναούς, δημόσια κτίρια και αγάλματα.