Γιάννης Μπαλαμπανίδης
Τχ. 155-156
Την Κυριακή 24 Απριλίου, στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, οι φόβοι για ένα «ευρωπαϊκό» ισοδύναμο της εκλογής Τραμπ ή του βρετανικού Brexit διαψεύστηκαν – προς το παρόν. Ο Εμανουέλ Μακρόν επανεξελέγη Πρόεδρος της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας με 58,54%, ενώ η Μαρίν Λεπέν έμεινε τελικά στο 41,46%. Το τελικό αποτέλεσμα είναι λιγότερο ανακουφιστικό απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως δείχνει.
Δεν είναι μόνο η μεγάλη αποχή από ένα εκλογικό κοινό όλο και πιο αποξενωμένο από την πολιτική: 26% στον πρώτο γύρο και 28% στον δεύτερο, ιστορικά το υψηλότερο επίπεδο αν εξαιρέσουμε τον πρώτο γύρο των εκλογών του 2002 και τον δεύτερο του 1969. Είναι κυρίως το γεγονός ότι η άνοδος της Άκρας Δεξιάς είναι σταθερή και ολοένα πιο απειλητική εδώ και είκοσι χρόνια: από το 17,8% του πατρός Λεπέν το 2002 στο 33,9% της κόρης το 2017 και τώρα στο σχεδόν 42%. Η ακροδεξιά ψήφος διαρκώς ενισχύεται και το «δημοκρατικό μέτωπο» εμφανίζεται όλο και πιο απρόθυμο να στηρίξει έναν υποψήφιο που δεν θα επέλεγε παρά μόνο υπό τον φόβο μην εκλεγεί ο υποψήφιος του Εθνικού Μετώπου (νυν Εθνικού Συναγερμού).
Αυτός ο χωρίς ενθουσιασμό νικητής είναι ο Εμανουέλ Μακρόν, που θα στέκεται στο εξής στο χείλος της αβύσσου. Όπως έγραφε το εντιτόριαλ της Le Monde την επομένη των εκλογών, η Λεπέν με 12,7 εκατομμύρια ψήφους περισσότερες απ’ ό,τι το 2017 πέτυχε ιστορικό υψηλό για την ακροδεξιά, ενώ ο Μακρόν έχασε σχεδόν 2 εκατομμύρια ψήφους, έχοντας προηγουμένως διαψεύσει τη βασική υπόσχεση που είχε δώσει μετά τον δεύτερο γύρο της προηγούμενης αναμέτρησής τους: να αφοπλίσει την ακροδεξιά απειλή και να αναζωογονήσει τη δημοκρατική ζωή της Γαλλίας.1
Το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να κρύψει το βαθύ πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης, το οποίο εμφανίστηκε σε όλη του την έκταση στα πραγματικά αποτελέσματα των εκλογών, στον πρώτο γύρο της Κυριακής 10 Απριλίου. Το πιο τρομακτικό νούμερο είναι το 32% που άθροισε η Άκρα Δεξιά, αναδεικνυόμενη στην ισχυρότερη κομματική οικογένεια μιας χώρας που στον 20ό αιώνα, και όχι μόνο, υπήρξε το παγκόσμιο εργαστήρι της προοδευτικής πολιτικής – όσο και αν κατά κανόνα ψήφιζε πιο συντηρητικά απ’ ό,τι ένιωθε.
[…]
Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Jérôme Fenoglio, «Présidentielle 2022: une réélection au bord de l’abîme», κύριο άρθρο, Le Monde, 25 Απριλίου 2022.