Αλεξάνδρα Μπακαλάκη
Τχ. 155-156
Το βιβλίο του Αιμίλιου Τσεκένη είναι προϊόν πολύχρονης και συστηματικής μελέτης της ανθρωπολογίας της Αφρικής, δικής του εθνογραφικής έρευνας στο Καμερούν, μακρόχρονου συγγραφικού μόχθου, καθώς και αναστοχασμού γύρω από τα ζητούμενα της διδασκαλίας της ανθρωπολογίας. Ο συγγραφέας επιχειρεί μια εισαγωγή στις «ανθρωπολογίες» της Υποσαχάριας Αφρικής, δηλαδή στις ανθρωπολογικές παραδόσεις που αναδύθηκαν μέσα από την εθνογραφική έρευνα στην περιοχή από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Τα περισσότερα από τα εθνογραφικά κείμενα που παρουσιάζονται στο βιβλίο υπογράφονται από σημαντικούς αφρικανιστές και, εκτός από κλασικά, θεωρούντα καταστατικά ως προς τη διαμόρφωση της ανθρωπολογικής θεματολογίας και της ανθρωπολογικής προβληματικής γενικότερα.
Η Υποσαχάρια Αφρική αποτέλεσε το κυριότερο εργαστήριο παραγωγής εθνογραφικής γνώσης και ανθρωπολογικής σκέψης από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως το (επίσημο) τέλος της αποικιοκρατικής περιόδου. Εκεί εργάστηκαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους ανθρωπολόγους – κυρίως Βρετανοί και Γάλλοι που έκαναν έρευνα σε περιοχές που ανήκαν στις αποικίες των αντίστοιχων κρατών. Τα εθνογραφικά τους πεδία ήταν συνήθως μικρές κτηνοτροφικές και αγροτικές κοινότητες χωρίς συγκεντρωτική εξουσία, τις οποίες χαρακτήρισαν «ακέφαλες» ή «κατατετμημένες» γιατί υποδιαιρούνταν σε μεγαλύτερες και μικρότερες πατρογραμμικές ομάδες που συγχωνεύονταν και διασπώνταν ανάλογα με τις περιστάσεις, και στις οποίες επικρατούσε μια «τακτοποιημένη αναρχία», η οποία δυσκόλευε το έργο της αποικιακής διοίκησης. Εμβληματικό και καταστατικό στο πλαίσιο αυτό είναι το έργο του Βρετανού Ε.Ε. Evans-Pritchard, προϊόν εθνογραφικής έρευνας στη χώρα των Νούερ του νότιου Σουδάν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Στο έργο αυτό και τις ανθρωπολογικές συζητήσεις τις οποίες πυροδότησε αναφέρεται ο Τσεκένης στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του. Η Υποσαχάρια Αφρική αποτέλεσε επίσης επίκεντρο εθνογραφικής έρευνας, η οποία συνέβαλε στην εγκατάλειψη της εξελικτικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία η μαγεία και η μαγγανεία αποτελούσαν συμπτώματα ενός πρωτόγονου ανορθολογισμού. Στο τρίτο κεφάλαιο, ο Τσεκένης εξετάζει τις εθνογραφικές παρατηρήσεις και τα επιχειρήματα με βάση τα οποία ο Evans-Pritchard υποστήριξε ότι οι πρακτικές αυτές εγγράφονται σε ένα σύστημα σκέψης που διαφέρει από εκείνο της επιστήμης, τόσο ως προς τη λογική του, όσο και ως προς τα ζητήματα ως προς τα οποία επιστρατεύεται, και συνεπώς δεν μπορεί να μετρηθεί με τα σταθμά της νεωτερικής ορθολογικότητας ή να μεταφραστεί άμεσα και εύκολα στους όρους της. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας στρέφεται σε μεταγενέστερες προσεγγίσεις της μαγείας και της μαγγανείας ως μηχανισμών οι οποίοι αναδεικνύουν κοινωνικές εντάσεις και ταυτόχρονα συμβάλλουν στην εξομάλυνσή τους. Τέλος, σημαντικό μέρος της εθνογραφικής έρευνας στην Υποσαχάρια Αφρική επικεντρώθηκε στις σημασίες που αποδίδονται στις έννοιες του εαυτού, του ατόμου, του προσώπου και του υποκειμένου, καθώς και στις προϋποθέσεις της αναγνώρισης κάποιων ανθρώπων ως ολοκληρωμένων προσώπων – δηλαδή εκπροσώπων της ομάδας καταγωγής τους ή και της κοινότητας γενικότερα. Στην παρουσίαση σχετικής βιβλιογραφίας αφιερώνεται το τέταρτο κεφάλαιο.
[…]
Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.