Κατερίνα Λαμπρινού
τχ. 132-133
Στις 27 Νοεμβρίου 1967, φοιτητές του Πανεπιστημίου του Τορίνο καταλαμβάνουν για έναν μήνα το Palazzo Campana, έδρα τότε του Τομέα των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Αφορμή της κατάληψης υπήρξε η απόφαση να μεταφερθούν τμήματα του Πανεπιστημίου σε προάστιο, μακριά από το κέντρο της πόλης. Η κατάληψη εντάσσεται σε μια μακρά περίοδο φοιτητικών κινητοποιήσεων, που εκκινούσε νωρίτερα στη δεκαετία του ’60, με τις αντιδράσεις απέναντι στην πολιτική του χριστιανοδημοκράτη υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Άλντο Μόρο (Aldo Moro) Λουΐτζι Γκούι (Luigi Gui), και με αιτήματα τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών μεθόδων και την αύξηση του προϋπολογισμού για την παιδεία […]
Επιλέγοντας την περίπτωση του Πανεπιστημίου του Τορίνο ως πλέον αντιπροσωπευτικής, η Λουίζα Πασερίνι (Luisa Passerini) εν έτει 1988, με το βιβλίο της Autobiograpy of a Generation, Italy 1968 (α´ έκδ. Autoritratto di gruppo, Giunti Gruppo Editoriale, Φλωρεντία 1988), στρεφόταν σε τότε φοιτητές για να αναδείξει, μέσω προφορικών μαρτυριών, όχι τη γεγονοτολογική διάσταση, την ακριβή ανασύνθεση των συμβάντων μιας εξέχουσας στιγμής του ιταλικού ’68, αλλά τον τρόπο με τον οποίο τα δρώντα υποκείμενα τη βίωσαν και τη νοηματοδοτούν στη δική τους συγχρονία […]
Από το βιβλίο αυτό μοιάζει να εμπνέεται περισσότερο ο Κωστής Κορνέτης για τη δική του, συστηματοποιημένη ακαδημαϊκά, σημαντική μελέτη για τη μάλλον περισσότερο συζητημένη γενιά της ελληνικής περίπτωσης. Πιάνοντας το νήμα από την Πασερίνι, ο Κορνέτης αναζητά τη μακρά συναρμογή των αντιφάσεων που οικοδομούν τις πολλαπλές ταυτότητες των «παιδιών της Δικτατορίας» και, μέσω αυτών, συνθέτει μια συλλογική βιογραφία, ως ιστορία πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική. Κομίζοντας έναν σημαντικό όγκο –άνω των 50 συνεντεύξεων–, ακολουθεί την προσέγγιση που δίνει βάρος στην ανάδειξη των προσωπικών μαρτυριών, στις ενίοτε άρρητες ή και ασύνειδες πτυχές στη μικροκλίμακα της προσωπικής εμπειρίας, για να αναδειχθούν οι μακρότερες διάρκειες συνειδησιακής διαμόρφωσης, με τη διυποκειμενικότητα, τη μνήμη και τα συναισθήματα να παίζουν το δικό τους διηθητικό ρόλο. Ταυτόχρονα, όλα αυτά συμπληρώνονται με τη μελέτη αρχειακών τεκμηρίων και πλαισιώνονται βιβλιογραφικά.
Για την ανάλυσή του, ο Κορνέτης εντάσσει την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο φαινόμενο της νεολαιίστικης διαμαρτυρίας, όπως εκδηλώνεται στην, κατά τον Arthur Marwick, παγκόσμια μακρά δεκαετία του ’60 (1958-1974), επισημαίνοντας τις επιμέρους διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα κινήματα του ’68, μια σύγκριση που πρωτίστως γίνεται με βάση τα γνωρίσματα της αρχετυπικής περίπτωσης του γαλλικού Μάη. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να διακρίνει δύο επίπεδα μέσα στο χρονικό αυτό φάσμα: μια συνέχεια στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης και των κοινωνικών μεταβολών, και μια εμφανή διαφοροποίηση στο επίπεδο των πολιτισμικών ροών και κατά συνέπεια της συνειδησιακής διαμόρφωσης των γενιών. Έτσι, η «γενιά του Ζ», δηλαδή η γενιά των γεννημένων μεταξύ 1944-1949 και προσδιορισμένων από τα μετεμφυλιακά βιώματα, διακρίνεται από εκείνη του «Πολυτεχνείου», τους γεννημένους μεταξύ 1950-1954, όσους επί της ουσίας εισήλθαν στο πανεπιστήμιο στη διάρκεια της Δικτατορίας. Η διάκριση, σύστοιχη με δύο διαφοροποιημένους κύκλους διαμαρτυρίας, ορίζει και την εσωτερική περιοδολόγηση την περίοδο της Χούντας μεταξύ 1967-1971 και από τα τέλη του 1971 και εξής.
Η Κατερίνα Λαμπρινού είναι πολιτική επιστήμονας.