Μυρτώ Μαλούτα
τχ. 125, σ. 82-84
Τον περασμένο Μάρτιο, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Zeitschriftfür Papyrologie und Epigraphik (τχ. 189)η πολυαναμενόμενη έκδοση των πρόσφατα ανακαλυφθέντων παπυρικών σπαραγμάτων από δύο άγνωστα ώς τώρα ποιήματα της Σαπφούς. Στην ανακάλυψη αυτή δόθηκε πολύ μεγάλη δημοσιότητα, ακόμη και πριν τη δημοσίευση, όχι μόνο σε επιστημονικά φόρα, αλλά και στον τύπο. Πολλές συζητήσεις ακολούθησαν, υποκινημένες αφενός από δικαιολογημένο ενθουσιασμό και συγκίνηση για την αναπάντεχη ανάκτηση ενός τόσο σημαντικού έργου και αφετέρου από αμηχανία, αφού τα σπαράγματα προέρχονται από ιδιωτική συλλογή που αποκτήθηκε με άγνωστο τρόπο. Αν και η έκδοση περιορίζεται στην αποκατάσταση και φιλολογική επεξεργασία των σπαραγμάτων, η περίπτωση αυτή έγινε αφορμή για προβληματισμό και συζήτηση όσον αφορά στην υλική υπόσταση των τεκμηρίων του παρελθόντος και ανέδειξε ζητήματα δεοντολογίας σχετικά με την απόκτησή τους.
Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό του ότι η παπυρολογία, αν και αρχαιογνωστική πειθαρχία που ασχολείται με την ελληνιστική, ρωμαϊκή και υστερορωμαϊκή ή πρώιμη βυζαντινή περίοδο, είναι ένας σχετικά νέος επιστημονικός κλάδος. Αυτό συμβαίνει γιατί, σε αντίθεση με τους «αδελφούς» κλάδους της επιγραφικής και της παλαιογραφίας, των οποίων ικανός αριθμός τεκμηρίων ήταν πάντα προσβάσιμος (επιγραφές και βυζαντινά/μεσαιωνικά χειρόγραφα), η συντριπτική πλειονότητα των παπύρων της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου, τόσοι δηλαδή που να μην αποτελούν αξιοπερίεργα μεμονωμένα αποκτήματα συλλεκτών αλλά σημαντικό σώμα κειμένων, ανακαλύφθηκαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε και ξεκίνησε να συγκροτείται σταδιακά ο κλάδος. Όπως φαίνεται στο παράδειγμα των νέων ποιημάτων της Σαπφούς, η παπυρολογία εξακολουθεί να επιφυλάσσει στους μελετητές της σημαντικές εκπλήξεις, ενώ οι πρακτικές της είναι ακόμη υπό διαμόρφωση.
Η Μυρτώ Μαλούτα είναι παπυρολόγος και διδάσκει στο Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.