ΔΕΣΠΟΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Τχ. 157
Ένα πεδίο ακαδημαϊκής και δημοσιογραφικής συζήτησης έχει ανοίξει γύρω από τον λαϊκισμό από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αι. –ή και νωρίτερα με το γενέθλιο βιβλίο γύρω από το θέμα, Populism: Its Meaning and National Characteristics, σε επιμέλεια των Ionescu και Gellner (Macmillan, 1969, σ. 375)– και έχει επανέλθει την τελευταία δεκαετία με ανάλογη δυναμική και διαφορετικούς όρους πλαισίωσης. Το βιβλίο του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη προτείνει μια ανάγνωση της έννοιας «λαϊκισμός» ως ψευδούς επίκλησης του λαϊκού. Πρόκειται δηλαδή για λόγο και πρακτικές που, ενώ φέρουν τον μανδύα του λαϊκού, στην πραγματικότητα δεν είναι. Το αξιακό-γνωστικό στοιχείο από το οποίο αφορμάται η πρόταση του συγγραφέα είναι η επέκταση και η εμβάθυνση της δημοκρατίας: μέριμνες ώστε οι κοινωνίες να ελέγχουν οι ίδιες την πορεία τους και «να αποτρέπεται η ατομική ιδιοποίηση κοινωνικά παραγόμενου πλούτου» (σ. 210). Σύμφωνα με την ανάλυση του συγγραφέα, τα κοινωνικά κινήματα οφείλουν να βρίσκονται σε εγρήγορση για να αποτρέπουν τυχόν χειραγώγησή τους από τον λαϊκισμό.
Ο συγγραφέας καταλήγει στην πρόταση αυτή μετά από εκτενή κριτική αποτίμηση των δύο κυριότερων θεωρητικών προσεγγίσεων στο πλαίσιο των «λαϊκιστικών σπουδών» (καθώς και των κανονιστικών τους κινήτρων), που είτε υπερασπίζονται νεοσυντηρητικές πολιτικές καταγγέλλοντας ως «λαϊκισμό» οτιδήποτε αντίκειται στους νεοφιλελεύθερους διακανονισμούς, είτε προωθούν μια νέα μορφή ρεφορμισμού ως τη μόνη δυνατή απάντηση στις ολοένα εντεινόμενες συστημικές δυσλειτουργίες. Είτε όμως οι προσεγγίσεις αυτές υποδέχονται ευμενώς τον λαϊκισμό είτε στέκονται επικριτικά απέναντί του, εμφανίζουν εντούτοις αναλογίες ‒ κατά το ότι αμφότερες τον θεωρούν ως μανιχαϊκά αντιπαραθετικές εγκλήσεις ενός «καλού λαού» απέναντι σε διεφθαρμένες ελίτ. Το σημείο στο οποίο ο Σεφεριάδης επικεντρώνει την κριτική του είναι το ότι αυτή η «μανιχαϊκή» εννοιολόγηση εκβάλλει στην από κοινού κατηγοριοποίηση ουσιωδώς ανόμοιων λόγων-ιδεολογιών-κινημάτων: μια ψευδο-κατηγορία που στην υποδήλωσή της περιλαμβάνει τόσο εγχειρήματα που επιδιώκουν διεύρυνση της δημοκρατίας όσο και εκείνα που αποσκοπούν στη συρρίκνωση ή την κατάλυσή της. Ως αποτέλεσμα, τα ερευνητικά αποτελέσματα είναι άκρως αποκαρδιωτικά. Επικαλούμενος τον Giovanni Sartori, στη μνήμη του οποίου αφιερώνει το βιβλίο, υποστηρίζει ότι, κατ’ αναλογία με την έννοια της ομάδας (group theory), που παρήγαγε έναν όγκο εμπειρικής έρευνας, ο «μανιχαϊκός λαϊκισμός» στις μέρες μας αποτελεί μια «ψευδο-καθολικότητα με μηδαμινή εμπειρική αξία» (σ. 158).
[…]
Η Δέσποινα Παπαδημητρίου είναι καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.