Κωνσταντίνος Κουσαξίδης
τχ. 122-123, σ. 141-149
Εισαγωγή
Κάποιες τοπικά ή μειοψηφικά ομιλούμενες γλώσσες βρίσκονται σήμερα υπό προστασία, χωρίς το προστατευτικό αυτό φάσμα να καλύπτει το σύνολό τους ή να τους εγγυάται την επιβίωση. Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς προστασίας επιβεβαιώνει πως οι μη επίσημες και λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολιτικές απειλητικές για την ύπαρξή τους. Στα Βαλκάνια, από την ίδρυσή τους τα εθνικά κράτη αναζήτησαν, με θρησκευτικά ή γλωσσικά κριτήρια, «αλύτρωτους» αδερφούς στις γειτονικές επικράτειες, εκεί όπου οι εκάστοτε «αλύτρωτοι» αντιμετωπίζονταν είτε ως «εσωτερικοί εχθροί», είτε ως παραπλανημένα και ιστορικά άτυχα μέλη του εθνικού συνόλου. Στους πληθυσμούς που διέφεραν γλωσσικά από την πλειοψηφία, εφαρμόστηκαν συχνά πολιτικές αφομοίωσης ή αποκλεισμού.
Στην ελληνική Μακεδονία, όπου διαβιούσαν πολυάριθμοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί, οι πολιτικές αφομοίωσης ενισχύθηκαν από τις ανταλλαγές πληθυσμών των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Μεγάλο μέρος του προσφυγικού κύματος εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Ανάμεσα στους πρόσφυγες βρίσκονταν και οι τρεις περίπου χιλιάδες κάτοικοι μιας κωμόπολης της Βιθυνίας, του Κίζδερβεντ. Μέρος τους εγκαταστάθηκε σε χωριά του σημερινού Δήμου Παιονίας της περιφερειακής ενότητας Κιλκίς της Κεντρικής Μακεδονίας, ανάμεσα σε ντόπιους σλαβόφωνους πληθυσμούς.
Χωρίς να είναι οι μόνοι ετερόγλωσσοι πρόσφυγες, είχαν ωστόσο την ιδιαιτερότητα ότι η γλώσσα τους ανήκει στη νοτιοσλαβική γλωσσική ομάδα. Οι Κιζδερβενιώτες της Παιονίας έφυγαν από την εστία τους ως ορθόδοξοι χριστιανοί, εγκαταστάθηκαν στη νέα πατρίδα τους ως Έλληνες και βρέθηκαν ανάμεσα σε αμφισβητήσιμης, λόγω της γλώσσας τους, εθνικής αφοσίωσης πληθυσμούς. Μια γλώσσα όμως που και οι ίδιοι εν πολλοίς καταλάβαιναν. Παλιοί και νέοι κάτοικοι της Παιονίας, ντόπιοι και πρόσφυγες, έπρεπε να ξεχάσουν την «ύποπτη» ντοπιολαλιά τους.
Ο στόχος της παρούσης εργασίας είναι διπλός: αφενός η διερεύνηση των αντιλήψεων για τις πολιτικές γλωσσικής αφομοίωσης, όπως διατηρούνται στη μνήμη των ανθρώπων που τις υπέστησαν, ως προσωπική ανάμνηση, αλλά και ως αφήγηση από τις παλαιότερες γενιές· αφετέρου η παρουσίαση των απαντήσεων που δίνει η συλλογική συνείδηση των Κιζδερβενιωτών, των προσφύγων και των απογόνων τους, στο ερώτημα της προέλευσης της γλώσσας και της καταγωγής τους, όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που οι σχετικές αντιλήψεις εκδηλώνονται σε σχέση με τους γειτονικούς σλαβόφωνους πληθυσμούς στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ.
Ο Κωνσταντίνος Κουσαξίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.