Αθηνά Πεγκλίδου
Τχ. 153-154
Η τελευταία πύκνωση των γυναικοκτονιών αξιολογείται συχνά στον δημόσιο (ακτιβιστικό, πολιτικό, ιατρικό, μιντιακό) λόγο ως μία από τις πολλαπλές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, το μέτρο της οικιακής καραντίνας και η αναγκαστική επικέντρωση των διά ζώσης κοινωνικών σχέσεων στην πυρηνική οικογένεια, στους συμβίους και στα παιδιά, έθεσαν τον οικιακό χώρο στο επίκεντρο της υγειονομικών μέτρων ως τόπο ασφάλειας και προστασίας.[1] Απεναντίας, οι κοινωνικές επαφές εκτός πυρηνικής οικογένειας που δεν διέμεναν κάτω από την ίδια στέγη είτε περιορίστηκαν σε μια εξ αποστάσεως επικοινωνία είτε διακόπηκαν. Η κοινωνική απόσυρση, η τήρηση αποστάσεων, η χρήση μάσκας, αντισηπτικών και καθαριστικών επέφεραν την υποχρεωτική συμβίωση με τους «οικείους» και την ενδεχόμενη βιαιότητά τους σε συνθήκες κακομεταχείρισης. Από την άλλη πλευρά, η άνιση έμφυλη κατανομή των εργασιακών και οικιακών καθηκόντων, της φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, επιβάρυναν την έμφυλη ασυμμετρία και τη θηλυκή «ευαλωτότητα». Η καμπάνια «Μένουμε σπίτι, μένουμε ασφαλείς» αποδείχθηκε ένα τραγικό οξύμωρο για πολλές γυναίκες, αφού οι αριθμοί των καταγγελιών των περιστατικών έδειξαν αύξηση της έμφυλης ενδοοικογενειακής βίας. Στον παραπάνω αναγωγισμό, η κρίση μπορεί να εξηγηθεί ως το αποτέλεσμα μικρότερων κρίσεων και θυμίζει τη διασύνδεση της οικονομικής κρίσης με την αύξηση των καταθλιπτικών «κρουσμάτων» και των αυτοκτονιών.
Και η περίπτωση της δολοφονίας της νεαρής γυναίκας στη Φολέγανδρο, όπου είχε πάει διακοπές με το σύντροφό της; Το περιβάλλον φαινομενικής ευμάρειας στα Γλυκά Νερά της Αθήνας; Η περίπτωση της γυναίκας στη Λάρισα, η οποία δολοφονήθηκε στην ταβέρνα όπου εργαζόταν από τον σύζυγό της; Της γυναίκας η οποία δολοφονήθηκε μαζί με τον αδελφό της από τον εν διαστάσει σύζυγό της στη Μακρινίτσα στο σπίτι των γονιών τους, όπου προσπάθησε να βρει καταφύγιο; Πώς σχετίζονται αυτές οι γυναικοκτονίες με τις συνθήκες της κανονικοποιημένης πλέον υγειονομικής κρίσης; Με βάση τα ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία, οι δράστες φαίνεται πως είχαν εργασία όπως και τα θύματα, αν και οι τελευταίες εργάζονταν λιγότερο συχνά σε σχέση με τους δράστες. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, δεν γνωρίζουμε αν οι δράστες και τα θύματα εργάζονταν και σε ποιο πλαίσιο, αν είχαν παρασιτικές οικονομικές σχέσεις, αν είχαν απευθυνθεί σε κοινωνικές υπηρεσίες και τι αντιμετώπιση συνάντησαν, αν είχαν προχωρήσει σε καταγγελία ή μήνυση προηγούμενων βίαιων πράξεων, σε ποιους είχαν προστρέξει για να σωθούν από προηγούμενες απόπειρες, αν είχαν φιλοξενηθεί σε προστατευμένη στέγαση κοινωνικού φορέα. Μόνο στις γυναικοκτονίες που λόγω του δραματικού τους χαρακτήρα αποκτούν δημοσιότητα έχουμε τη δυνατότητα να μάθουμε για το ιστορικό της βίας. Την ίδια μέρα που διαπράχθηκε η γυναικοκτονία στη Ρόδο, η σορός γυναικείου σώματος με τραύματα βρέθηκε στην παραλία του Φλοίσβου, χωρίς να κατονομαστεί ως γυναικοκτονία και χωρίς καμία άλλη πληροφορία στα ενημερωτικά sites. Στις κυρίαρχες δημοσιογραφικές περιγραφές, αν και η έμφαση δίνεται συνήθως κυρίως στον τρόπο τέλεσης, μέσα στο 2021 ο όρος «γυναικοκτονία» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει τις δολοφονίες γυναικών από συντρόφους και συγγενείς, που είναι η πιο συνηθισμένη μορφή γυναικοκτονίας στο ελληνικό πλαίσιο.[2] Η πολιτική δύναμη του όρου ξεκίνησε από τη φεμινιστική κινητοποίηση στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1990, για να περιγράψει καταρχήν τις ανεξιχνίαστες και ατιμώρητες δολοφονίες 370 γυναικών στην πόλη του Μεξικού Ciudad Juaérez μεταξύ 1993 και 2005.[3] Στη συνέχεια, μέσα από ακτιβιστικές δράσεις, όπως η Ni Una Menos (Ούτε μια Λιγότερη) (2015) στην Αργεντινή και η Non Una di Meno (2016) στην Ιταλία, ο όρος διαχύθηκε από την Αμερική στην Ευρώπη, από το ακτιβιστικό στο πολιτικό και μιντιακό πλαίσιο.
Στον δημόσιο λόγο, η φονική βία είτε εξατομικεύεται και παθολογοποιείται ως απόκλιση είτε περιορίζεται σε ολιστικές και απλουστευτικές ερμηνείες για την πατριαρχική κυριαρχία και τα επακόλουθά της. Ωστόσο, είναι πάντα μια κινούμενη, πολλαπλή, ύπουλη και καθημερινή δύναμη που ενσωματώνεται μέσα σε κανονικοποιημένες, φυσικοποιημένες και θεσμοθετημένες εννοιολογήσεις και πρακτικές. Οι γυναικοκτονίες είναι θεσμικά ένα αόρατο έγκλημα, γιατί δεν καταγράφεται ως έμφυλο και σεξιστικό έγκλημα. Συνεπώς, η μη ορατότητα των παραμέτρων των έμφυλων ανθρωποκτονιών τις καθιστά πολιτικά ανύπαρκτες και ηθικά ανυπόστατες. Η μη συστηματική καταγραφή τους και μετατροπή τους σε επίσημα «σκληρά» δεδομένα αποτελεί διαδικασία κανονικοποιημένης, δομικής, καθημερινής, συμβολικής, αόρατης βίας, μέσα από την οποία η έμφυλη βία υπόρρητα νομιμοποιείται, γίνεται αποδεκτή, εντάσσεται στην καθημερινή ρουτίνα μιας αποσιώπησης.[4] Η έννοια της κανονικοποιημένης και κατ’ επέκταση κανονιστικής βίας διαφωτίζει τη πολυσύνθετη σχέση ανάμεσα στη φονική βία και στις λογοθετικές «οικονομίες της αναγνώρισης»[5] ή αλλιώς τις διαδικασίες κανονικοποίησης που αποκρύπτουν κάθε μορφή αναγνώρισης, αναπαράστασης και μνημόνευσης. Σύμφωνα με την J. Butler,[6] η βία δεν «βλέπεται» παθητικά, αλλά «διαβάζεται» και «ξαναδιαβάζεται» ενεργητικά και, κατά συνέπεια, τα σώματα της βίας δεν είναι τόσο «ορατά» ή «αόρατα» αλλά κωδικοποιημένα ιδεολογικά, διαφοροποιημένα, τοποθετημένα σε αναγνωρίσιμα και αναγνωρισμένα καθεστώτα γνώσης και αλήθειας. Στη μη επίσημη καταγραφή της γυναικοκτονίας, ενυπάρχει όχι μόνο μια συγκεκριμένη ερμηνεία της βίας, αλλά και μια απαξίωση του θηλυκού σώματος. Η βία δεν είναι μια δύναμη που ασκείται σε ήδη διαμορφωμένα και σταθερά σώματα αλλά διαφορετικές μορφές βίας συμβάλλουν στην παραγωγή διαφορετικών σωμάτων που υπόκεινται σε βία. Τα σώματα ως οντολογικά επισφαλή υπάρχουν μέσα σε συγκεκριμένες υλικοπολιτικές συνθήκες που τους επιτρέπουν να γίνονται κατανοητά και αναγνωρίσιμα.[7]
Κάθε μορφή βίας δεν είναι ποτέ μια κυριολεκτική προσβολή μιας σωματικής ύπαρξης, αλλά στοχεύει στην καταστροφή και τον αφανισμό της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας, της εκτίμησης, της ύπαρξης του θύματος. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις της βίας τής προσδίδουν το νόημα και τη δύναμή της. Και εδώ έχει ιδιαίτερο συμβολικό νόημα η μετά το έγκλημα διαχείριση της σορού σε σχέση με άλλες ανθρωποκτονίες. Το θηλυκό ή άλλοτε θηλυπρεπές σώμα συνήθως «πετιέται» ως κοινωνικά απόν και ευτελές, πότε κατατεμαχισμένο όπως αναπαρίσταται στις μετανεωτερικές παγκοσμιοποιημένες καταναλωτικές συνήθειες, πότε ως φυσικό (αντικείμενο της φύσης) στο συγγενές του πλαίσιο (ρέματα, θάλασσες, ποτάμια και λίμνες).
Τα θύματα των γυναικοκτονιών έχουν γνωρίσει την αόρατη δομική βία, τον αποκλεισμό και την απαξίωση από κοινωνικές και κρατικές δομές, η οποία διαποτίζει το καθημερινό και το συνηθισμένο και ως ζώσες και ως μη ζώσες. Στη λογοθετική διαμόρφωση της έννοιας της μεταπολεμικής βίας συνυπάρχουν οι ιεραρχήσεις της έμφυλης ζωής και του έμφυλου θανάτου, της έμφυλης βιοπολιτικής και της έμφυλης νεκροπολιτικής.
Η δολοφονία μιας γυναίκας από τον σύντροφό της είναι τις περισσότερες φορές η κατάληξη της βίαιης, ελεγκτικής και εξαναγκαστικής σχέσης μαζί του. Η γνώση αυτή κάνει κάθε γυναικοκτονία αρκετά πιθανή κι όχι μια παράδοξη ανατροπή, όπως παρουσιάζεται. Δεν γνωρίζουμε αν οι γυναικοκτονίες έχουν αυξηθεί, γιατί δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα συγκρίσιμα στοιχεία. Σύμφωνα με τα ποσοτικά δεδομένα του Ελληνικού Τμήματος (femicide.gr) του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (European Observatory of Femicide), το 2019 διαπράχθηκαν δεκαεπτά γυναικοκτονίες, το 2020 δεκαεννέα και μέχρι το Σεπτέμβριο του 2021, δεκαοκτώ. Μόνον όμως η καταμέτρηση δεν προωθεί την κατανόηση. Μια «δημογραφία χωρίς αριθμούς»,[8] περιγραφική και η οποία λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο της κρατικής γραφειοκρατικής αδιαφορίας στο να καταγράφει τις γυναικοκτονίες και τα χαρακτηριστικά τους, μπορεί να καταδείξει το μικροβιακό πλέγμα της βίας, την αλληλεξάρτησή της από το άμεσο και ευρύτερο κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο.
Η γυναικοκτονία αποτελεί ένα αφανές σεξιστικό έγκλημα και παράδειγμα των έμφυλων ιεραρχήσεων που ενυπάρχουν στον τρόπο δημιουργίας των επίσημων δεδομένων και της αναπαράστασής τους στα μέσα ενημέρωσης. Είναι συνέπεια της έμφυλης ανισότητας και της ολέθριας αδυναμίας του συστήματος πρόληψης, των θεσμών που οφείλουν να «προστατεύουν» μέσα από την κοινωνική πολιτική και προστασία και να «εκπροσωπούν» μέσα από την πολιτική και τη μιντιακή ρητορική.
Σε κάθε γυναικοκτονία συμπυκνώνονται όχι μόνο κραυγαλέα έμφυλα στερεότυπα για την ανδρική κυριαρχία πάνω στο θηλυκό και θηλυπρεπές σώμα και ύπαρξη, αλλά αναδεικνύονται προβληματικά ζητήματα κανονιστικών πρακτικών εννοιολόγησης, καταγραφής και ανάλυσης δεδομένων από τους επίσημους φορείς και υπηρεσίες που συνδέονται με εννοιολογήσεις και πρακτικές της κρατικής προστασίας, της παρέμβασης και της (αν)ασφάλειας. Όπως το θέτουν οι Scheper-Hughes και Bourgois,[9] «δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη βία χωρίς να λάβουμε υπόψη το έμφυλο περίγραμμά της». Οι γυναικοκτονίες και η έμφυλη βία έχουν ενταχθεί στο θεσμικό και σημασιολογικό καλούπι μιας «νέας βίας»[10] που έχει μοραλιστικό, ιδιωτικό, εξατομικευμένο ψυχολογιοποιημένο, απολιτικοποιημένο χαρακτήρα εκτός του νέοφιλεύθερου εκδημοκρατισμού, όπως και η τρέχουσα διασύνδεση τους με την υγειονομική κρίση. Ως «εγκλήματα σε καιρό ειρήνης» και «μικροί πόλεμοι και αόρατες γενοκτονίες»,[11] οι γυναικοκτονίες συντηρούνται από τη βαναυσότητα των θεσμών που κανονικοποιούν την καθημερινή έμφυλη βία, διαχειρίζονται και προσβάλλουν τα θηλυκά και θηλυπρεπή σώματα και μετά τον θάνατό τους.
Η Αθηνά Πεγκλίδου είναι κοινωνική ανθρωπολόγος, Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τη Γυναικοτονία (ΕΟF)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. E. Παπαταξιάρχης, «Το “νοικοκυριό”, πολιτισμικό αντίδοτο στην πανδημία;», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 149, 2020, https://www.synchronathemata.gr/to-noikokyrio-politismiko-antidoto-stin-pandimia/.
2. Α. Γκόνη-Καραμπότσου, «Για την έμφυλη διάσταση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας», Syntagma Watch.gr, 08.04.2021, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/gynaikoktonia-h-emfylh-diastash-tou-adikhmatos-ths-anthrwpoktonias/.
3. V. Bellami, «Ιntégrer, définir, réprimer et prévenir le fémice/féminice en Αmérique Latine», Αutrement 85(1), 2018: σ. 133-148.
4. P. Farmer, «An Anthropology of Structural Violence». Current Anthropology, 45 (3), 2001: σ. 305-325· N. Scheper-Hughes, P. Bourgois (επιμ.), Violence in War and Peace: An Anthology, Blackwell Publishing, Οξφόρδη 2004.
5. S. Ahmed, Strange Encounters: Embodied Others in Post-Coloniality, Routledge, Λονδίνο 2000· A. A. Aizura, «Trans feminine value, racialised others and the limits of necropolitics», στο J. Haritaworn, κ.ά. (επιμ.), Queer Necropolitics, Routledge, Οξφόρδη 2014, σ. 129-147.
6. J. Butler, Bodies That Matter: On the Discursive Limits of «Sex», Routledge, Νέα Υόρκη 1993.
7. L. Wilcox, Bodies of Violence: Theorizing Embodied Subjects in International Relations, Oxford University Press, Οξφόρδη 2015.
8. N. Scheper-Hughes, P. Bourgois, Violence in War and Peace, ό.π.
9. Αυτ.
10. K. Koonings, Violence, Coercion and State-Making in Twentieth-Century Mexico, Stanford University Press, Στάνφορντ 2012.
11. N. Scheper-Hughes, P. Bourgois, Violence in War and Peace, ό.π.· J. Radford, D. Russel (επιμ.), Femicide. The Politics of Women Killing, Open University Press, Μπάκινχαμ 1996.