H ΤΕΧΝΗ ΣΤΟΝ ΓΥΨΟ: Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΤΣΙΝΗ

Τχ. 153-154

«Καταλάβετέ το, μια και καλή: Εφ’ όσον κάνετε τέχνη και μόνον, θα σας αφήσουμε ήσυχους. Αν πάτε να κάνετε πολιτική θα σας…».[1] Ειπωμένη με στόμφο, περί το 1973, από κάποιον παράγοντα της Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών σε δύο υπεύθυνους αθηναϊκού θεάτρου που έχουν κληθεί να δώσουν διευκρινίσεις σχετικά με την αίτηση άδειας σκηνικής παρουσίασης, η παραπάνω φράση αποτυπώνει εύγλωττα τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης για το απριλιανό καθεστώς, όπως έχουν επικρατήσει στη συλλογική μνήμη: τα πολιτιστικά προϊόντα ήταν «ελεύθερα» στον βαθμό που παρέμεναν απολιτικά. Στην πράξη, αυτό σήμαινε την αποφυγή κάθε αιχμηρής κοινωνικής κριτικής, την αποσιώπηση γεγονότων ή ερμηνειών του παρελθόντος που δεν εξυπηρετούσαν την ιστορική αφήγηση του καθεστώτος, και γενικά την εξαφάνιση κάθε ιδέας που ερχόταν σε σύγκρουση με την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης και το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», που, όπως υποδεικνύει η Έφη Γαζή, αποτέλεσε κεντρικό τόπο της καθεστηκυίας ιδεολογίας από τη δικτατορία του Μεταξά και έπειτα.[2]

Ένα αυταρχικό κράτος βασίζεται κατά κόρον στη λογοκρισία για να διαμορφώσει και να επιβάλει συναινέσεις. Προφανώς, αυτό ισχύει σε κάποιον βαθμό και για τα δημοκρατικά κράτη, αλλά η διαδικασία είναι σαφώς περισσότερο συνήθης και ορατή σε μια δικτατορία: η λογοκρισία εκεί αποτελεί τον κανόνα, γι’ αυτό και ως ιστορικές περίοδοι οι δικτατορίες κατέχουν προνομιακό πεδίο στις μελέτες που αφορούν το φαινόμενο.[3] Η δικτατορία των Συνταγματαρχών, αξιοποιώντας το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, το οποίο θεσμοθετούσε την αναστολή συλλογικών και ατομικών ελευθεριών στο όνομα της εθνικής ασφάλειας και της τάξης,[4] από τη μία πλευρά, και την προστασία των χρηστών ηθών και της δημόσιας ηθικής, από την άλλη, διατήρησε ή επανέφερε, όπου αυτή είχε καταργηθεί, την προληπτική λογοκρισία, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο ελέγχου και καταστολής. Εφαρμόζοντας την υπάρχουσα νομοθεσία προληπτικού ελέγχου στις τέχνες, ως επί το πλείστον νόμοι και διατάγματα της μεταξικής και κατοχικής περιόδου (όπως ο διαβόητος Ν. 1108/1942 για τον κινηματογράφο ή ο ΑΝ. 1619/1939 για τη ραδιοφωνία) και επιστρατεύοντας ένα δίκτυο κρατικών και παρακρατικών κατασταλτικών μηχανισμών όπου δεν υπήρχε θεσμική δυνατότητα ελέγχου (όπως στα εικαστικά), η δικτατορία επέβαλε σκληρή λογοκρισία, με την επίκληση τόσο της προσβολής της δημοσίας αιδούς και των χρηστών ηθών όσο και της διαφύλαξης της κοινωνικής τάξης και της εν γένει προστασίας του κοινωνικού συνόλου τόσο από ανατρεπτικές ιδέες όσο και από επιλήψιμα θεάματα. Η βίαιη φίμωση κάθε αντιπολιτευτικής φωνής δεν βρήκε θεσμική βάση μόνο στην αντιφιλελεύθερη νομοθεσία, αλλά και στο πλέγμα εξουσίας της μετεμφυλιακής περιόδου, στις προϋπάρχουσες δομές αστυνόμευσης και παρακολούθησης.

Το δικαίωμα του κράτους να ορίζει και να ελέγχει το περιεχόμενο της πολιτισμικής παραγωγής εκλαμβάνεται ως αυτονόητο ήδη από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, με τη διαφορά ότι η δικτατορία επιχειρεί να θέσει ολοκληρωτικά αυτήν την παραγωγή υπό τον έλεγχό της, συστηματοποιώντας τη θεσμοθετημένη, «κανονιστική» λογοκρισία και επεκτείνοντας την άτυπη. Το απριλιανό καθεστώς, όπως άλλωστε και το μετεμφυλιακό κράτος, αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως θεματοφύλακα της ηθικής και της αισθητικής στο όνομα της κοινωνίας και του δημοσίου συμφέροντος, κι επομένως ως έναν απολύτως νομιμοποιημένο πατερναλιστικό μηχανισμό προληπτικού ή κατασταλτικού ελέγχου. «Στοργή στο Λαό», έγραφε χαρακτηριστικά μία από τις σφραγίδες λογοκρισίας της επταετίας.[5] Η «στοργή» αυτή δεν περιοριζόταν στην απαγόρευση της πολιτικά αντίθετης άποψης, αν και οι αριστερές, «ανατρεπτικές», «αναρχικές» ιδέες –που ήδη μόνο συγκαλυμμένα μπορούσαν να εκφραστούν– παρέμειναν κύριοι αποδέκτες της αυστηρής καταστολής και πειθάρχησης. Όπως παρατηρεί ο Αντώνης Λιάκος, η δικτατορία ήταν η τελευταία πράξη σε μια σειρά από προσπάθειες να συγκρατηθεί το ρεύμα ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του 1960 και να εξασφαλιστεί ο σεβασμός των κοινωνικών ιεραρχιών και η αυτοσυγκράτηση των πολιτών.[6]

Σε μία από τις αποφάσεις της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Ελέγχου Σεναρίων και Θεατρικών Έργων, αποτυπώνεται ανάγλυφα το ευρύ φάσμα των λογοκριτικών παρεμβάσεων της εποχής. Πρόκειται για το σενάριο του Πάνου Γλυκοφρύδη με τίτλο «Υπόθεσις Μπασενάουερ», μια αστυνομική ταινία με πρωταγωνιστή τον Κώστα Πρέκα, βασισμένη στην πολύκροτη υπόθεση των δύο Γερμανών κατά συρροή δολοφόνων που συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν από τις ελληνικές αρχές στα τέλη του 1969 για τη δολοφονία έξι ανθρώπων. Το σενάριο εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία υπό την προϋπόθεση να κοπούν όλες οι (απλές, χωρίς καμία πολιτική ή άλλη αιχμή) αναφορές στους Αμερικάνους, να διαγραφεί η φράση «Να αγνοήσωμε πολιτικές σκοπιμότητες και πράσινα άλογα» και, τέλος, οι μεν σκηνές των εγκλημάτων «να αποδοθούν κατά τρόπον μη ειδεχθή», η δε «τολμηρή» ερωτική σκηνή «κατά τρόπον μη προσβάλλοντα τη δημοσίαν αιδώ». Το μειοψηφούν μέλος της επιτροπής, δείχνοντας ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, θεώρησε ότι το έργο είναι ακατάλληλο για το ελληνικό κοινό «διά την φρίκην του, την τοποθέτησίν του, των προεκτάσεών του και την έλλειψιν παντώς ηθικού διδάγματος» και πρότεινε τη συνολική απαγόρευσή του.[7]

Μελετώντας το αρχειακό αποτύπωμα αυτού του μηχανισμού, μπορεί κανείς εύκολα να δει γιατί επικράτησε η αντίληψη πως η λογοκρισία λειτουργούσε κυρίως με όρους ριζικής αντίθεσης ανάμεσα σε ανόητους λογοκριτές και ευφυείς καλλιτέχνες. Το Αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, βρίθει περικοπών σκηνών ή διαλόγων κινηματογραφικών ταινιών, από την προδικτατορική περίοδο, οι περιγραφές των οποίων μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν σήμερα: Να περικοπεί «Σκηνή όπου ανευρίσκεται ασυρματιστής με κασμά καρφωμένο στην πλάτη»·[8] «Να μετριασθούν τα αίματα που βγαίνουν από το κεφάλι μετά τους πυροβολισμούς»·[9] «Να περιορισθεί η σκηνή του πτώματος του λοχίου»·[10] «Να περικοπεί η εμφάνισις ενός Γαλάτου με το βέλος εις το μέτωπον και ενός ετέρου βληθέντος εις το πρόσωπον»·[11] Να περικοπούν «Σκόπευσις όπλου με διόπτρα εις τα οπίσθια νέας με μαγιώ εις βεράντα […]. Μασάζ εις στήθος γυναίκας υποτιθέμενον, διότι τα στήθη δεν φαίνονται»[12]. Οι επιτροπές της δικτατορίας συνέχισαν το έργο των προκατόχων τους πάνω στην ίδια φιλοσοφία, διατυπώνοντας παρεμβάσεις όπως «Αντικατάστασις της λέξεως “ρε” διά της λέξεως “βρε” και διαγραφή ταύτης όπου έχει υβριστικήν σημασίαν»[13] και «Να περιορισθεί το πλάνο […] όπου δείχνει σε χρόνο περισσότερον από το πρέπον γυμνά τα οπίσθια της κοπέλας».[14] Εξίσου γλαφυρές είναι και οι αιτιολογήσεις που καταγράφονται στα πρακτικά: η ταινία Οδυσσεύς (Ulysses, Joseph Strick, 1967), για παράδειγμα, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του James Joyce, κρίθηκε «απαγορευτέα»:

1) Διότι το θέμα είναι παρανοϊκόν 2) διότι γέμει ανηθίκων σκηνών και διαλόγων, δι’ ων προσβάλλεται πάσα θρησκευτική, ηθική και ανθρωπιστική αξία και καταφανώς η δημοσία αιδώς 3) Προβαλλομένη η ως άνω ταινία θέλει επιδράσει επιβλαβώς εις τε τον ψυχικόν και σωματικόν κόσμον των θεατών πάσης ηλικίας 4) Ιδιαιτέρως προσβάλλει την ελληνικήν και χριστιανικήν παράδοσιν του λαού, τας ως προς τας θρησκευτικάς και ηθικάς αρχάς αυτού[15].

Από το λογοκριτικό ψαλίδι όμως δεν γλύτωναν ούτε οι γνωστές εθνικιστικές και αντικομμουνιστικές ταινίες της εποχής. Για παράδειγμα, Ο Λιποτάκτης (Χρήστος Κεφαλάς, 1970), μία από τις παραγωγές του Τζέιμς Πάρις, απαγορεύτηκε από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή διότι θεωρήθηκε πως «εκμηδενίζει το κοινόν πατριωτικόν αίσθημα», «[π]ροσβάλλει χυδαιότατα τις περί οικογενείας ελληνοχριστιανικάς αρχάς», «[σ]τερείται παντελώς σκοπού και είναι προϊόν νοσηράς φαντασίας», και «[α]ι πλείσται των σκηνών είναι βορβορώδεις».[16] Από τις περικοπές ερωτικών σκηνών και άσεμνων διαλόγων σε υπερπαραγωγές του Πάρις, όπως τα Ο προδότης θα πεθάνει (Ερρίκος Ανδρέου, 1970) ή Ο τελευταίος των κομιτατζήδων (Ντίμης Δαδήρας, 1970), έως τις σκηνογραφικές παρεμβάσεις ώστε να εξαφανιστούν οι φωτογραφίες των Στάλιν και Βαφειάδη ή τις περικοπές φράσεων όπως «ο Λαός περιμένει την λευτεριά» στα ακραία αντικομμουνιστικά Δραπέτες του Μπούλκες (Ορέστης Λάσκος, 1969) και Στη Θύελλα του Διχασμού (Κωνσταντίνος Δούκας, 1969), αντίστοιχα,[17] η λογοκρισία ήταν τόσο γενικευμένη, που είναι πρακτικά πιο εύκολο να καταγράψει κανείς τα έργα που δεν υπέστησαν παρεμβάσεις απ’ ό,τι εκείνα που είτε απαγορεύτηκαν είτε τους ζητήθηκαν περικοπές και αλλαγές.

Η γλαφυρότητα αυτών των περιγραφών εντείνει την εικόνα της γκροτέσκο, παράλογης και κωμικής λογοκρισίας που έχει επικρατήσει, επισκιάζοντας άλλες εξίσου σημαντικές πτυχές, όπως η άρρητη συνενοχή ή και συνέργεια μεταξύ λογοκριτικών θεσμών και δημιουργών, αλλά και το γεγονός ότι οι λογοκριτές δεν ήταν πάντοτε αδαείς ανόητοι, ούτε και άφηναν ήσυχους όσους έκαναν «τέχνη και μόνον». Αποκαλυπτικό εδώ είναι το διαβαθμισμένο έγγραφο με υπογραφή του αντιστράτηγου Οδυσσέα Αγγελή, με το οποίο το Γενικό Επιτελείο Στρατού, τον Ιούνιο του 1968, γνωμοδοτεί ενάντια στην άρση της απαγόρευσης των άνευ πολιτικού περιεχομένου τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη. Αφού ευφυώς αναγνωρίζει πως είναι δύσκολος, αν όχι αδύνατος, ο διαχωρισμός σε πολιτικό και μη πολιτικό περιεχόμενο του έργου ενός κομμουνιστή (άλλωστε «Τόσον το ύφος της μουσικής όσον και οι στίχοι των ασμάτων έχουν συμβολισμόν»), διαπιστώνει πως ακόμη κι εάν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί ένα μη πολιτικό τμήμα από το έργο του συνθέτη, αυτό θα είχε την ίδια επίδραση με το αμιγώς πολιτικό,καθώς θα έφερνε σε επαφή τον ακροατή με τον δημιουργό και την κοσμοθεωρία του, ο δε «ψυχολογικός αντίκτυπος επί του εθνικόφρονος στοιχείου θα είναι λίαν δυσμενής».[18] Ταυτόχρονα, όμως, ήταν ακριβώς η γκροτέσκο πλευρά των πρακτικών ελέγχου που συνέδραμε αποφασιστικά στην πλήρη απαξίωση της λογοκρισίας, ώστε το αίτημα της ολικής κατάργησής της μπορέσει να μετατραπεί σε κεντρικό επίδικο στη Μεταπολίτευση. Έτσι, αν και η λογοκρισία συνεχίζεται, τόσο θεσμικά όσο και στην πράξη, ακόμη και μετά την πτώση της Χούντας, το παρελθόν της θεωρείται πλέον τόσο απεχθές, ώστε να την έχει στιγματίσει για πάντα ως σημείο αδυναμίας ενός αυταρχικού κράτους.

Το αφιέρωμα που παρουσιάζεται εδώ αποτελεί μία μικρής έκτασης επιστημονική προσθήκη στη σχετική βιβλιογραφία, η οποία εκτείνεται από τις πρώτες μελέτες που δημοσιεύτηκαν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης[19] έως τις πιο συστηματικές θεωρήσεις για το πεδίο των τεχνών που εκδόθηκαν πρόσφατα.[20] Εντάσσεται στο ερευνητικό έργο «Η λογοκρισία στις εικαστικές τέχνες και τον κινηματογράφο: Η ελληνική περίπτωση από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα», που διεξάγεται στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ). Αποτελεί συνέχεια, αφενός, μιας σειράς προηγούμενων εγχειρημάτων[21] που επιχείρησαν να αναδείξουν την ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα, αρχικά χαρτογραφώντας την υπάρχουσα επιστημονική έρευνα και εν συνεχεία κατευθύνοντάς την μέσω αναθέσεων σε πιο μακρές ιστορικές διάρκειες, και, αφετέρου, ενός σχετικά πρόσφατου ειδικού αφιερώματος στο περιοδικό Αρχειοτάξιο,[22] που στόχο είχε να εντοπίσει την εξέλιξη του λογοκριτικού Λόγου και τη δημόσια πρόσληψη της λογοκρισίας σε δύο διακριτές χρονικές περιόδους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: την αδύναμη δημοκρατία των μετεμφυλιακών χρόνων (1949-1967) και τη Μεταπολίτευση (1974-1989). Αναγνωρίζοντας πως η δικτατορία της 21ης Απριλίου αποτέλεσε τομή σε ό,τι αφορά το φαινόμενο της λογοκρισίας, υπό την έννοια της εξαιρετικά γενικευμένης και ανελαστικής περιστολής του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης που αναλύθηκε παραπάνω, στο αφιέρωμα εδώ επιχειρούμε να εντοπίσουμε συνέχειες και ασυνέχειες στις λογοκριτικές πρακτικές στο πεδίο των τεχνών, ερευνώντας ταυτόχρονα τόσο τον τρόπο όσο και τις δομές όπου η λογοκρισία παράγεται, επιβάλλεται και συντηρείται.

Η δικτατορία άφησε στις επόμενες γενιές μια εντυπωσιακή κληρονομιά αρχειακού υλικού, που αφορά σε τεκμήρια λογοκρισίας αλλά και ντοκουμέντα των πρακτικών επιτήρησης που χρησιμοποιούνταν κατά καιρούς προκειμένου να τη φέρουν εις πέρας. Είναι αυτός ο όγκος τεκμηρίων από τον σκληρό πυρήνα του ελέγχου, τους θεσμούς της δημόσιας εξουσίας, που μας επιτρέπει, σε συνδυασμό με τις προφορικές μαρτυρίες, να αναδείξουμε πλευρές του λογοκριτικού φαινομένου που παραμένουν υπο-εκτεθειμένες (όπως οι άτυπες αλλά συστηματικές παρεμβάσεις στον χώρο των εικαστικών), να τεκμηριώσουμε περαιτέρω άλλες (όπως η θεσμική συνέχεια στο πεδίο της μουσικής ή η εμπλοκή του κοινού στο θέατρο), και να φωτίσουμε άγνωστες και απροσδόκητες πτυχές εμβληματικών γεγονότων της λογοκριτικής ιστορίας (όπως η παράκαμψη της λογοκρισίας στην περίπτωση της ταινίας Θίασος). Εν τέλει, το αφιέρωμα αποτελεί μία ακόμη ψηφίδα σε ένα υπό διαμόρφωση ερευνητικό αντικείμενο που θα μας επιτρέψει, ελπίζουμε, να σχηματίσουμε μια πιο καθαρή εικόνα, αν όχι της λογοκρισίας στο σύνολό της, σίγουρα της πολιτικής επιτήρησης και πειθάρχησης της κοινωνίας αλλά και των τρόπων αντίστασης την περίοδο της επταετίας, και όχι μόνο.

Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά καταρχάς τους και τους/τις συγγραφείς που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και μας εμπιστεύτηκαν τα κείμενά τους, τα Σύγχρονα Θέματα για τη φιλοξενία και τη φροντίδα του αφιερώματος, καθώς και τους συναδέλφους Λία Γυιόκα, Στρατή Μπουρνάζο, Ελένη Πασχαλούδη, Άννα Πούπου και Δημήτρη Χριστόπουλο που συνέδραμαν αποφασιστικά με τις κριτικές παρατηρήσεις τους.

Η Πηνελόπη Πετσίνη είναι Δρ Τεχνών και Ανθρωπιστικών Επιστημών. Είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη στο μεταδιδακτορικό ερευνητικό έργο «Η λογοκρισία στον Κινηματογράφο και στις Εικαστικές Τέχνες: Η ελληνική εμπειρία από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα» στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου και διδάσκει στο ΠΜΣ «Πολιτική Επιστήμη και Νεότερη Ιστορία»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κώστας Πάρλας, «Η αστυνόμευση του πνεύματος στην πολιτεία των απριλιανών», Το Βήμα, 25.08.1974.

2. Έφη Γαζή, Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930. Πόλις, Αθήνα 2011.

3. Βλ. για παράδειγμα, R. McDonald, Pillar&Tinderbox: The Greek Press under Dictatorship, Scribner, Νέα Υόρκη 1983· Κ. Van Dyck, Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση 1967-1990, Άγρα, Αθήνα 2002· Κ. Γεωργακάκη, Βίος και πολιτεία μιας γηραιάς κυρίας στην επταετία: Επιθεώρηση και δικτατορία, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2015· Χ. Ραϊτσίνης, Ρωγμές στο γύψο. Παράνομος τύπος, λογοκρισία και προπαγάνδα στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών (1967-1974), RedMarks, Αθήνα 2017.

4. Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974): Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 339-449.

5. Βλ. Δημήτρης Χριστόπουλος, «Λογοκριτικά συμφραζόμενα» στο Πηνελόπη Πετσίνη, Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση, Καστανιώτης, Αθήνα 2018.

6. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Πόλις, Αθήνα 2019. σ. 392-395.

7. Συνεδρίαση 18.07.1972. ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, Αρχείο Σεναρίων.

8. Έφοδος Κομμάντος (Heroes Die Young), συνεδρίαση 03.02.1969. Επανεξέταση ταινίας, οι περικοπές με την ίδια διατύπωση εμφανίζονται και στη συνεδρίαση στις 25.09.1964. ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, Αρχείο Ξένων Ταινιών.

9. Τζόννυ Γιούμα (Johnny Yuma, Romolo Guerrieri, 1966), συνεδρίαση 18.01.1968. Επανεξέταση ταινίας, οι περικοπές με την ίδια διατύπωση εμφανίζονται και στη συνεδρίαση στις 19.11.1966. Στο ίδιο.

10. Απόδρασις από το νησί του αίματος (The Secret of Blood Island, Quentin Lawrence, 1965), συνεδρίαση 03.07.1968. Επανεξέταση ταινίας στην οποία έχουν ήδη γίνει περικοπές με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου στις 21.01.1966. ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Ξένων Ταινιών, ό.π.

11. Ιούλιος Καίσαρ (Giulio Cesare, il conquistatore delle Gallie, Tanio Boccia, 1962), συνεδρίαση 10.05.1969. Επανεξέταση ταινίας στην οποία έχουν ήδη γίνει περικοπές με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου στις 27.07.1963. Στο ίδιο.

12. Ένα θηρίο και μισό (Un mostro e mezzo, Steno, 1964), συνεδρίαση 01.02.1968. Επανεξέταση ταινίας, οι περικοπές με την ίδια διατύπωση εμφανίζονται και στη συνεδρίαση στις 30.10.1966. Στο ίδιο.

13. Το Λυκόφως των Ηρώων, συνεδρίαση 20.05.1969. ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Σεναρίων, ό.π.

14. Παράξενο πάθος (My Lover, My Son, John Newland, 1970), συνεδρίαση 05.09.1970. ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Ξένων Ταινιών, ό.π.

15. Συνεδρίαση 22.9.1970. Στο ίδιο. Η συγκεκριμένη ταινία αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα με τη λογοκρισία διεθνώς. Στην Ιρλανδία ειδικά, η προβολή της επιτράπηκε μόλις το 2000, 33 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη απόρριψή της από την επιτροπή λογοκρισίας. Ακόμα και στο Φεστιβάλ των Καννών, προβλήθηκε το 1967 με σβησμένους τους γαλλικούς υπότιτλους, με αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης να την αποσύρει σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Πρβλ. Michael Dwyer, «Ban on “Ulysses” film lifted after 33 years», The Irish Times 27.09.2000.

16. ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, Αρχείο Ελληνικών Ταινιών. Η ταινία πήρε τελικά άδεια προβολής απευθείας από την Προεδρία της Κυβέρνησης η οποία παρέκαμψε την Επιτροπή Ελέγχου. Απαιτήθηκε η περικοπή δύο «τολμηρών» σκηνών, και μίας σκηνής προσευχής όπου τα ιερά κείμενα εμφανίζονται στα λατινικά.

17. Στο ίδιο, συνεδριάσεις 03.12.1968, 16.04.1969, 17.12.1968 και 02.04.1969 αντίστοιχα.

18. ΓΑΚ – Κ.Υ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, Γενικό Επιτελείο Στρατού προς Υφυπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως, Αθήνα 15/06/1968.

19. Ρόδης Ρούφος,«Η κουλτούρα και οι στρατιωτικοί», στο Γ. Γιαννόπουλος, R. Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 232-255.

20. Για παράδειγμα, Αλεξία Αλτουβά και Καίτη Διαμαντάκου (επιμ.), Πρακτικά Ε΄ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου «Θέατρο και δημοκρατία». Με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τόμοι Α΄-Β΄, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Αθήνα 2018· Λία Γυιόκα, Παναγιώτης Μπίκας (επιμ.), Οι τέχνες στη δικτατορία: Εικαστική και αρχιτεκτονική παραγωγή στην Ελλάδα κατά την επταετία 1967-1974, ΕΕΤ, Αθήνα 2021.

21. Πρόκειται για το συνέδριο «Λογοκρισίες στην Ελλάδα» (Αθήνα 2015), και τους συλλογικούς τόμους Η Λογοκρισία στην Ελλάδα (Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ 2016) και Λεξικό Λογοκρισίας στην Ελλάδα…, ό.π., όλα σε συνεπιμέλεια της Πηνελόπης Πετσίνη και του Δημήτρη Χριστόπουλου.

22. Πηνελόπη Πετσίνη, Μαρία Χάλκου, Στρατής Μπουρνάζος (επιμ.), «Αφιέρωμα: Λογοκρισία και Δημοκρατία / Μετεμφυλιακό κράτος και Μεταπολίτευση», Αρχειοτάξιο 22, Νοέμβριος 2020, Θεμέλιο, Αθήνα 2020.

 

Δείτε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

IΔPYTHΣ Σταμάτης Χρυσολούρης

EKΔOTEΣ Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου

ΣYNTAKTIKH EΠITPOΠH Έφη Αβδελά, Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Νικόλας Βαγδούτης, Θανάσης Βαλαβανίδης, Οντέτ Βαρών Βασάρ, Λίνα Βεντούρα, Κώστας Βλασόπουλος, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Έλλη Δρούλια, Χάρης Εξερτζόγλου, Ελευθερία Ζέη, Όλγα Θεμελή, Βίκυ Ιακώβου, Γιώργος Ιωαννίδης, Γιώργος Καραβοκύρης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Λούση Κιουσοπούλου, Ηλίας Κούβελας, Μάκης Κουζέλης, Νίκος Κουραχάνης, Δημήτρης Κυρτάτας, Σαράντης Λώλος, Γιώργος Μαλάμης, Αχιλλέας Μητσός, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Ρίκα Μπενβενίστε, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Στρατής Μπουρνάζος, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Κατερίνα Ροζάκου, Άκης Παπαταξιάρχης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Ειρήνη Σκαλιώρα, Αθηνά Σκουλαρίκη, Γιάννης Σταυρακάκης, Κώστας Τσιαμπάος, Σάββας Τσιλένης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Κώστας Χριστόπουλος, Θωμάς Ψήμμας.

ΓPAMMATEIA ΣYNTAΞHΣ Γρηγόρης Ανανιάδης, Βίκυ Ιακώβου, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Γιώργος Μαλάμης, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Σάββας Τσιλένης

KAΛΛITEXNIKH EΠIMEΛEIA Βουβούλα Σκούρα

ΔIEYΘYNTHΣ EKΔOΣHΣ Γιώργος Γουλάκος

ΔIOPΘΩΣH KEIMENΩN Αναστασία Λαμπροπούλου

HΛEKTPONIKH ΣEΛIΔOΠOIHΣH-ΦIΛMΣ Eκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 105 53 Αθήνα, τηλ.: 210.3250058

EKTYΠΩΣH Kωστόπουλος Γιώργος, Aκομινάτου 67-69, τηλ.: 210.8813.241

BIBΛIOΔEΣIA Βασ. & Ζαχ. Μπετσώρη O.Ε., Στ. Γονατά 13A, τηλ.: 210.5743.783

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Εισάγετε το email σας για να ενημερώνεστε για τα νέα άρθρα