Ελένη Βαροπούλου
τχ. 128-129, σ. 96-101
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Λευτέρης Βογιατζής υπήρξε ένα enfant du siècle αφού αυτά που χαρακτήρισαν τις σκηνοθετικές και ερμηνευτικές καταθέσεις του, στα τέλη του κατεξοχήν αιώνα της σκηνοθετικής τέχνης και στην πρώτη δεκαετία του 21ου, ήσαν, πρώτον, η έμμονη θέληση για φόρμα, ακόμη και μέσα από δύσκολες διαδικασίες και μέχρι το σημείο εκείνο όπου η ίδια η φόρμα γίνεται καλλιτεχνική Ηθική. Δεύτερον, η επινόηση και υλοποίηση, κατά το ανέβασμα του έργου, ενός πρισματικού σκηνικού λόγου μέσα στον οποίο είχαν ενταχθεί τα πάντα: το ζήτημα του χώρου και μια «δραματουργία της θέασης», η εξονυχιστική ανίχνευση του κειμενικού σώματος και η έμπρακτη διατύπωση μιας σειράς ερμηνευτικών υποθέσεων αναφορικά με την ιδιοσυστασία της γλώσσας του κειμένου, τις φανερές όψεις αλλά και τα μυστικά μιας συγκεκριμένης λογοτεχνικής γραφής και ποιητικής καθώς αυτά προσφέρονται προς διαλεύκανση. Τρίτον, η αναγωγή της δουλειάς και παρουσίας του ηθοποιού σε κέντρο βάρους της παράστασης, δεδομένου ότι στις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή το παίξιμο ήταν μια σκέψη σωματοποιημένη, ενώ ήταν και η κρίσιμη εκείνη εμπειρία μέσα από την οποία το όντως πραγματικό αναφαίνεται στο θέατρο ως μια στιγμή αληθινής συνάντησης του σώματος των ηθοποιών με τη φωνή τους αλλά και με τις λέξεις κάποιου άλλου που παλεύουν να τις κάνουν δικές τους. Τέταρτον, η επιδίωξη τα «τοπία της παράστασης» να έχουν συγκροτηθεί έτσι ώστε ο θεατής να αφήνεται σε μια συν-αίσθηση, με τον τρόπο του Μπωντελαίρ, όταν αυτός μιλάει για οπτικές και ακουστικές αντιστοιχίες, για αισθήσεις που ανταποκρίνονται η μια στην άλλη και συνεργούν.
Στέκεται κανείς με απορία μπροστά στο θεατρικό σύμπαν αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη και διερωτάται, από ποια σκοπιά θα πρέπει να παρατηρήσει τα τόσο διαφορετικά σκηνικά διαβήματα και επιτεύγματα τριών τουλάχιστον δεκαετιών. Αν δεν τον καταβάλλει η μελαγχολία για τη ματαιότητα της προσπάθειας να περιπλανηθεί στους δαιδάλους μιας παραστασιολογίας και στα πεδία της πρόσληψης, προκειμένου να περιγράψει και να συνεκτιμήσει ίχνη, ιστορικά ντοκουμέντα, υλικά από τις χαμένες στον χρόνο παραστάσεις, τότε η ίδια η άσβεστη ανάμνηση των θαυμαστών εγχειρημάτων, του υποδεικνύει πώς να ψάξει μέσα στη ροή της μνήμης. Πώς να εντοπίσει τις χειρονομίες-κλειδιά κι εκείνα τα μοτίβα όπου βρίσκονται αποκρυσταλλωμένες, συμπυκνωμένες πολλές από τις σελίδες της υποκριτικής και σκηνοθετικής παρακαταθήκης του Λευτέρη Βογιατζή.
Η Ελένη Βαροπούλου είναι θεατρολόγος.