Ειρήνη Αβραμοπούλου
τχ. 138-139
Η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία αυτήν τη στιγμή είναι πιο κρίσιμη από ποτέ, ειδικά μετά το αποκαλούμενο ως πραξικόπημα που συνέβη στις 15 Ιουλίου 2016 και που οδήγησε και επίσημα στην κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης επιφέροντας έντονες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, και πιο συγκεκριμένα την απόλυση χιλιάδων εργαζομένων, το κλείσιμο πάνω από 180 μέσων μαζικής ενημέρωσης, τις συλλήψεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, απειλές, θανάτους, κοινωνική πόλωση και καθημερινή τρομοκρατία. Ταυτόχρονα, η ανάγκη να κατανοήσουμε τις εξελίξεις που διαδραματίζονται στην Τουρκία μέσα από μία φεμινιστική ματιά είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί, όπως πολύ σωστά υποστήριξε η Banu Gökarıksel στην εισαγωγή του ειδικού αφιερώματος που επιμελήθηκε για το περιοδικό Journal of Middle East Women’s Studies, ένα πραξικόπημα δεν μπορεί να είναι ένα ουδέτερο και άφυλο συμβάν, καθώς η ίδια η εξουσία δεν μπορεί να είναι άφυλη. Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, που πρόσφατα στους λεγόμενους επιβλαβείς πολίτες, «συνεργάτες του Fethullah Gülen» και φαντασιακούς εχθρούς του έθνους ήρθαν να προστεθούν οι ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές και οι φεμινιστικές ομάδες, οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε, δηλαδή, παρεκκλίνει από το σχήμα μίας κανονικοποιημένης, πατριαρχικής, εθνικιστικής και θρησκευτικής πολιτότητας που προάγεται πλέον δημόσια και νομιμοποιείται θεσμικά. Αυτή η δίωξη είχε ξεκινήσει πριν από το καλοκαίρι του 2016, αλλά έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν ο Recep Tayyıp Erdoğan βρήκε την ευκαιρία να «πρωτοτυπήσει» στη Διεθνή Ημέρα Τρανς Μνήμης. Την Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2017 ανακοινώθηκε επίσημα η απαγόρευση στην Άγκυρα όλων των εκδηλώσεων που μπορεί να σχετίζονται με ΛΟΑΤΚΙ θεματικές. Η απόφαση αυτή ακολούθησε την ανακοίνωση της κυβέρνησης λίγες μέρες νωρίτερα να απαγορεύσει το φεστιβάλ «Γερμανικές ημέρες ΛΟΑΤ κινηματογράφου» που είχε προγραμματιστεί για το ίδιο Σαββατοκύριακο, με το δικαιολογητικό ότι μπορεί πιθανώς να «προκαλέσει μίσος και επιθετικότητα μεταξύ των ανθρώπων».
Ο τρόπος άρθρωσης αυτής της απαγόρευσης έχει ιδιαίτερη σημασία. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «εκτιμήθηκε ότι [αυτές οι εκδηλώσεις] μπορεί να προκαλέσουν ένας μέρος της κοινωνίας με διαφορετικά χαρακτηριστικά τάξης, εθνικότητας, θρησκείας και εντοπιότητας, και άρα να προκληθεί μίσος και έχθρα απέναντι σε ένα άλλο μέρος της κοινωνίας, [κάνοντας τις εκδηλώσεις αυτές] να αποτελέσουν έτσι ξεκάθαρο και άμεσο κίνδυνο εναντίον της δημόσιας ασφάλειας. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και να προκαλέσει εγκλήματα, χρειάζεται να εξασφαλιστούν η προστασία της δημόσιας υγείας και ηθικής και η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων.
[…]
Η Ειρήνη Αβραμοπούλου είναι διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και υπότροφος του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Βρετανική Σχολή Αθήνας, και διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.