Θωμάς Ψήμμας
τχ. 143-144
Εισαγωγή
Το παρόν κείμενο αποσκοπεί στην ανάδειξη των θεωρητικών και πρακτικών αμηχανιών που γεννά η φιλοσοφική σκέψη του Κωνσταντίνου Τσάτσου ως προς το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της έννομης τάξης και της πολιτικής εξουσίας. Ειδικότερα, διαρθρώνεται σε τρεις διακριτές μεν, παραπληρωματικές δε, υποενότητες. Στην πρώτη υποενότητα εκτίθεται αδρομερώς η νεοκαντιανή μεθοδολογική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Τσάτσου όσον αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Στη δεύτερη υποενότητα εξετάζεται η νεοπλατωνική εκδοχή των «βασιλικών ανδρών», ιδίως μέσα από την επιστημονική διαμάχη με τον κοινωνιολογικό θετικισμό του Αριστόβουλου Μάνεση. Στην τρίτη και τελευταία υποενότητα επιχειρούνται κάποιες επίκαιρες αναγωγές του νεοπλατωνισμού του Κωνσταντίνου Τσάτσου στο μετα-δημοκρατικό context της ύστερης νεωτερικότητας, με αφορμή το βέτο του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας στον διορισμό πρωθυπουργού και υπουργού Οικονομικών.
1. Η νεοκαντιανή μεθοδολογική σκευή του Κωνσταντίνου Τσάτσου
Στο ιδεοκρατικό σύμπαν του Κωνσταντίνου Τσάτσου, η αισθητή εμπειρία δεν διαχωρίζεται απλώς από τη νοητή Ιδέα, αλλά η λειτουργία της εμπειρίας περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον στο να φέρει νόημα, να υπηρετεί, δηλαδή, την ύπατη ιδέα-αξία. Η Ιδέα, ως απαύγασμα του Ορθού Λόγου, δεν υπέρκειται απλώς της ατελούς εμπειρίας, αλλά ισχύει αυτοδύναμα, καθώς εγκολπώνει το «δέον» της κάθε ανθρώπινης ενέργειας. Υπό αυτό το πρίσμα, η ύπατη ιδέα-αξία της εκάστοτε ανθρώπινης κοινωνίας δεν προσδιορίζεται εντός της κοινωνίας, αλλά προϋπάρχει αυτής και συνίσταται στη διαμόρφωση σκοπών από τα αυτόνομα υποκείμενα στον αισθητό κόσμο. Στο σημείο αυτό ανακύπτει εύλογα το ερώτημα πώς συνδυάζεται η προαιώνια δέσμευση των ανθρώπινων ενεργειών προς την Ιδέα (ο άνθρωπος ως μέσο εκπλήρωσης προδεδομένων στόχων) με την αυτόνομη σκοποθεσία.
Υπαγόμενο στην έμπρακτη εξειδίκευση της προϋφιστάμενης Ιδέας, το δίκαιο διατηρεί μεν την κανονιστική του διάσταση («δέον»), αποποιούμενο όμως την κοινωνική του ύλη («πραγματικά περιστατικά»). Έτσι, κατατάσσεται σχηματικά στις δεοντολογικές επιστήμες, καθώς η οποιαδήποτε ανάμειξη κοινωνικών σημαινομένων θα συνεπαγόταν τη νόθευση του αντικειμενικού του χαρακτήρα. Οι νομικές έννοιες (κανόνες δικαίου, δικανικές κρίσεις κ.λπ.), συνεπώς, παύουν να λειτουργούν ως καθολικεύσιμοι οδοδείκτες ορθότητας (ακεραιότητας) σε μια –πάντοτε συγκεκριμένη– διατομική και κοινωνική συνθήκη. Αντιθέτως, αποτιμώνται με το κριτήριο διάκρισης των φυσικών επιστημών, δηλαδή ως αληθείς και ψευδείς. Σε αντίστιξη, όμως, προς τις φυσικές επιστήμες, η αλήθεια ή το ψεύδος τους δεν κρίνονται ανάλογα με την εμπειρική επαλήθευση ή, έστω, μη διάψευσή τους, αλλά με βάση τον βαθμό ανταπόκρισής τους προς την απόλυτη ιδέα-αξία. Έτσι, οι κανόνες και οι αποφάσεις (εμπειρική ύλη) οφείλουν να αποτελούν –κατά το δυνατόν– πιστά αντίγραφα της ιδέας του δικαίου, η οποία παρέχει νομιμοποίηση στους κανόνες πέραν και έξω από αυτούς.
[…]
Ο Θωμάς Ψήμμας είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ.