Η ΡΩΣΙΑ, Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ, ΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ [1]

Δεν καθιστά άραγε η αδυναμία της αναγνώρισης πολλαπλών ιμπεριαλισμών και την Αριστερά ένοχη για αμερικανοκεντρισμό;

Τχ. 155-156

David Ost

Είναι δύσκολο για τους αριστερούς να συμπλέουν με το κυρίαρχο ρεύμα. Εύκολα νιώθουμε σε τέτοιες περιπτώσεις ότι κάτι μας διαφεύγει, ότι εγκαταλείπουμε τον αγώνα, ότι συστρατευόμενοι ακόμη και κατά του κατά κοινή ομολογία κακού της υπόθεσης, συμβάλλουμε στην ενίσχυση του δεδηλωμένου καθ’ ημάς εχθρού, επιτρέποντάς του να παρουσιαστεί ως ο καλός της ιστορίας. Από το 1917 έτσι έχουν τα πράγματα όσον αφορά τη δυτική Αριστερά και τη Ρωσία. Πριν από το 1917, η Αριστερά θεωρούσε την τσαρική απολυταρχία ως την κορυφή της αυταρχικής αντίδρασης, στάση που διευκόλυνε τα σοσιαλιστικά κόμματα των εχθρικών προς τη Ρωσία χωρών να συναινέσουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση όμως, η Αριστερά δίσταζε να προσυπογράψει τις καταδίκες της χώρας αυτής από τις αστικές δυνάμεις της Δύσης, και τούτο παρά τις ενστάσεις που και η ίδια διατύπωνε –συχνά με σφοδρότητα– για τον σταλινισμό και την καταστολή της εσωτερικής δημοκρατίας.

Καθώς ο πόλεμος διανύει τον δεύτερο μήνα του, τη στάση αυτή την βλέπουμε ξανά στην περίπτωση της Ουκρανίας, παρότι η Ρωσία του Πούτιν ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στο τσαρικό μοντέλο, παρά σε οτιδήποτε χαρακτήριζε τη σοβιετική περίοδο. Τις πρώτες μέρες της εισβολής έμοιαζε ότι το μόνο για το οποίο μπορούσαν να μιλήσουν όλοι σχεδόν οι προβεβλημένοι σχολιαστές της δυτικής Αριστεράς ήταν, όχι η Ρωσία, αλλά το ΝΑΤΟ. Η εισβολή είναι λάθος, δήλωναν συνήθως στο προοίμιο των αναλύσεών τους, για να επικεντρωθούν εν συνεχεία, όλοι ανεξαιρέτως, στον «πραγματικό» ένοχο, τη Δύση. Η ενοχή της; Ότι είχε ήδη επεκτείνει το ΝΑΤΟ προς ανατολάς, και ότι ο οργανισμός δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να ενταχθεί η Ουκρανία στους κόλπους του. Δεν είχε καμία σημασία ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ ωθήθηκε πολύ περισσότερο από τους ανατολικοευρωπαίους παρά από την Ουάσινγκτον, η οποία ήταν αρχικά πολύ διχασμένη επί του θέματος. Ούτε λαμβανόταν υπ’ όψη το γεγονός ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ κάθε άλλο παρά επικείμενη ήταν ή το γεγονός ότι δεν υπήρχε κανένα σενάριο που να προβλέπει επίθεση του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας.

Εκείνο που μετρούσε ήταν ότι όλες αυτές οι κινήσεις προκαλούσαν την οργή της Ρωσίας. Σ’ αυτήν ακριβώς τη δικαιολογημένη τάχα οργή της Ρωσίας συγκέντρωναν ενθουσιωδώς το ενδιαφέρον τους τόσοι και τόσοι αριστεροί της Δύσης τις πρώτες μέρες μετά τη ρωσική εισβολή. Έτσι, ελαχιστοποιούσαν κατ’ ουσίαν τις ευθύνες της Ρωσίας, ενστερνιζόμενοι τη «ρεαλιστική» άποψη ότι η καταστροφική οργή μιας «μεγάλης» δύναμης είναι κάτι που ο κόσμος πρέπει να αποδέχεται ως κατά κάποιον τρόπο φυσιολογικό. Διόλου δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ανατολικοευρωπαίοι αριστεροί ασκούν αδυσώπητη κριτική στους δυτικούς συντρόφους τους, κατηγορώντας τους για δυτικού τύπου πατρονάρισμα και συγκατάβαση [westsplaining].

Ακόμη και ο Νόαμ Τσόμσκι, μολονότι η δική του κριτική στην εισβολή υπήρξε δριμύτερη –την αποκάλεσε «μείζον έγκλημα πολέμου, που κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και την εισβολή των Χίτλερ και Στάλιν στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939»–, επικέντρωσε την προσοχή του στο ΝΑΤΟ, υιοθετώντας τη θέση ότι «η παρούσα κρίση δεν θα είχε εκδηλωθεί αν δεν είχε προηγηθεί η επέκταση» του ΝΑΤΟ. Για άλλη μια φορά, ο Πούτιν εμφανίζεται εδώ στριμωγμένος, σαν να μην είχε πια καμία άλλη επιλογή παρά να εισβάλει στην Ουκρανία στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τη Ρωσία.

Η δήλωση του «Κόμματος για τον Σοσιαλισμό και την Χειραφέτηση» [Party for Socialism and Liberation] ήταν πιο ωμή, αλλά δεν διέφερε στην ουσία από την προσέγγιση τόσων άλλων: «Ενώ δεν υποστηρίζουμε τη ρωσική εισβολή, απευθύνουμε την εντονότερη αποδοκιμασία μας [έμφαση D.O.] στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία αγνόησε τις θεμιτές ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια στην περιοχή».

Με άλλα λόγια, κατά τις πρώτες μέρες αυτής της βάναυσης και εντελώς απρόκλητης εισβολής σε μια κυρίαρχη χώρα, το βασικό μέλημα πολλών δυτικών αριστερών ήταν να πλαισιώσουν την εισβολή κατά τρόπον ώστε να μεταθέσουν τον καταλογισμό της υπαιτιότητας στον εγχώριο εχθρό, διαχωρίζοντας έτσι τη δική τους θέση από τη συρροή των καταδικαστικών τοποθετήσεων που εξέφραζαν το κυρίαρχο ρεύμα.

Όσον αφορά τις υποτιθέμενες «εγγυήσεις ασφαλείας», ίσως πράγματι η Ρωσία να τις «έχει ανάγκη»: οι μεγάλες δυνάμεις πάντοτε επιμένουν ότι τους είναι απαραίτητες. Είναι όμως σκανδαλώδες αριστεροί να ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα ασφαλείας μιας μεγάλης δύναμης –εν προκειμένω μιας δεξιόστροφης μιλιταριστικής δύναμης που συντηρείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την εξόρυξη και την εμπορία των καταστροφικών για τον πλανήτη ορυκτών καυσίμων– περισσότερο απ’ ό,τι για τους πόθους ενός μικρού λαού που ελπίζει να διασφαλίσει την ανεξαρτησία του χωρίς να δέχεται εισβολές. Οι αριστεροί ποτέ δεν συμπεριφέρονται με τόσο περιφρονητικό τρόπο στους λαούς που περιθωριοποιούνται από τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Επιδεικνύοντας ανοχή στον ιμπεριαλισμό

Τίποτε από όλα αυτά δεν με εκπλήσσει. Ως αριστερός γράφω για την Ανατολική Ευρώπη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Όταν υπέβαλλα σοβιετικές πολιτικές σε σκληρή κριτική ή υποστήριζα αντιπολιτευτικά κινήματα στο σοβιετικό μπλοκ, αριστεροί συνάδελφοί μου στη Δύση ενίοτε με στραβοκοίταζαν. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο συστημικός τύπος, συνήθως και η αμερικανική κυβέρνηση, ασκούσαν κριτική για ίδια ζητήματα και, ρητορικά τουλάχιστον, υποστήριζαν τα ίδια κινήματα. Δεν προσυπέγραφα και εγώ λοιπόν την ψυχροπολεμική πολιτική των δυτικών κυβερνήσεων, όταν, ως Αμερικανός, όφειλα να εστιάζω την προσοχή μου στο πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα εδώ, στη δική μου χώρα;

Στις αρχές του 1980, έγραψα πολλά άρθρα από την Πολωνία για το αριστερό αμερικανικό εβδομαδιαίο περιοδικό In These Times καλύπτοντας το κίνημα του συνδικάτου Αλληλεγγύη – ένα κίνημα που μαχόταν κατά της στηριζόμενης από τη Σοβιετική Ένωση κυβέρνησης, ενώ το ίδιο εφάρμοζε τη συμμετοχική δημοκρατία, αντιτασσόταν στον καπιταλισμό και απαιτούσε την ανεξαρτησία των συνδικάτων. Όταν επέστρεψα στην πατρίδα, ένας φίλος με παρουσίασε ως «πρώην αριστερό». Το γεγονός ότι η κριτική που ασκούσα στο αριστερό, υποτίθεται, κρατικό σοσιαλιστικό σύστημα δεν είχε καμία σχέση με εκείνη των αστών ομολόγων μου –το γεγονός ότι οι αριστεροί πραγματικά υποστήριζαν τα εργατικά δικαιώματα των Πολωνών εργατών, σε αντίθεση, φερ’ ειπείν, με τον Ρόναλντ Ρήγκαν που υπερασπιζόταν κυνικά την Αλληλεγγύη ενώ στη δική του χώρα συνέθλιβε κάθε εργατικό κίνημα– δεν σήμαινε τίποτα για ορισμένους αριστερούς, που ανησυχούσαν πάνω από όλα μήπως η υποστήριξη μιας θέσης τούς κατέτασσε στην ίδια πλευρά με τους αντιπάλους τους στην Αμερική.

Το να ανέχεται ωστόσο κανείς, έστω κατ’ ελάχιστον, έναν ιμπεριαλισμό, απλώς και μόνο επειδή η χώρα που τον ασκεί αντιτίθεται στη χώρα που αυτός θεωρεί ότι τον ασκεί σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, αντιβαίνει κάθε διεθνιστική αρχή και συνιστά σαφέστατα αμερικανοκεντρισμό. Το να κατηγορεί κανείς την Αμερική για το ότι η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία είναι σαν να κατηγορεί το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα για τη δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αν το κόμμα δεν είχε οργανώσει την εξέγερση, την οποία τα [ακροδεξιά τάγματα] Freikorps και η κυβέρνηση είχαν καταστήσει σαφές ότι θα κατέστελλαν, δεν θα είχαν εκτελέσει και τη Λούξεμπουργκ. Στην πολιτική, τα κράτη πολύ συχνά αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Κανείς όμως δεν τα υποχρεώνει να αντιδράσουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Το πρόβλημα με το ΝΑΤΟ

Το ΝΑΤΟ υπήρξε βέβαια για μεγάλο διάστημα αντικείμενο διαφωνίας με τη Ρωσία. Η Δύση έχει αντιληφθεί ότι η ένταξη της Ουκρανίας αποτελεί για τη Ρωσία προοπτική απολύτως απαράδεκτη, γι’ αυτό και το ΝΑΤΟ έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι δεν έχει καμία πρόθεση να ξεκινήσει τη διαδικασία της ένταξης, χωρίς ωστόσο να έχει επισήμως αποσύρει τη δήλωση του 2008 ότι αυτός είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος.

Επέλεξε λοιπόν ο Πούτιν την εισβολή για να κρατήσει το ΝΑΤΟ έξω από την Ουκρανία; Η αντίθεσή του στο ΝΑΤΟ είναι ένα πράγμα. Η διεξαγωγή όμως ενός πολέμου που αναπόφευκτα οδηγεί στην ενίσχυση του ΝΑΤΟ υποδεικνύει ότι το κεντρικό ζήτημα δεν είναι τούτο. Αν ο κύριος στόχος ήταν να αποσυρθεί η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Ρωσία θα μπορούσε να κρατήσει τα στρατεύματά της γύρω από την Ουκρανία και να ανακοινώσει ότι είναι έτοιμη να εισβάλει. Ύστερα θα μπορούσε να αναστείλει κάθε επίθεση εν αναμονή έκτακτων συνομιλιών για την ουδετερότητα της Ουκρανίας. Αν η ουδετερότητα δεν γινόταν αποδεκτή, θα μπορούσε ίσως να ξεκινήσει μια περιορισμένη εισόρμηση στα εδάφη που βρίσκονταν ήδη υπό των έλεγχο των αυτονομιστών και να απειλήσει με κλιμάκωση αν δεν επιτυγχανόταν συμφωνία για το ΝΑΤΟ. Ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι δήλωσε αμέσως μετά την επίθεση ότι είναι ανοικτός σε συνομιλίες για το ζήτημα της ουδετερότητας. Προκειμένου να αντιμετωπίσει εκείνο που τόσοι εμφανίζουν ως τη βασική αδικία που υφίσταται η Ρωσία, ο Πούτιν είχε το περιθώριο να προβεί σε μια σειρά ενεργειών πριν εξαπολύσει έναν γενικευμένο πόλεμο.

Συνεπώς, κάτι άλλο πρέπει να συνέβαινε εδώ. Και τούτο δεν ήταν κρυφό.

Ο Πούτιν ανέπτυσσε τις απόψεις του για την Ουκρανία εκτενώς για χρόνια. Τον Ιούλιο του 2021 εκπόνησε (ίσως και ο ίδιος) ένα άρθρο 7.000 λέξεων αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στην υποστήριξη δύο θέσεων, της θέσης ότι η Ουκρανία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ρωσίας και της θέσης ότι οι Ουκρανοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα αυτοκυβέρνησης, χωρίς τη στενή σύμπραξη με τη Ρωσία. Το άρθρο διατείνεται ότι για πάνω από χίλια χρόνια υπήρχε μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας ένας άρρηκτος δεσμός, μέχρι να τον διαρρήξουν οριστικά ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι, καθιστώντας έτσι δυνατή, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τη μετατροπή της μεγάλης Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας σε ανεξάρτητο κράτος.

Ας αφήσουμε για την ώρα κατά μέρος την περίεργη παραδοχή ότι τα έθνη αποκτούν την αιώνια μορφή τους σε μια συγκεκριμένη στιγμή δημιουργίας. Το σημαντικότερο χωρίο του πονήματος του Πούτιν είναι το εξής: «Η σοβιετική εθνοτική πολιτική δημιούργησε τρεις χωριστούς σλαβικούς λαούς, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει ένα μόνο μεγάλο ρωσικό έθνος, ένας τρισυπόστατος λαός που αποτελείται από τους Μεγαλορώσους (δηλ. τους Ρώσους), τους Μικρορώσους (δηλ. τους Ουκρανούς) και τους Λευκορώσους».

Το πρόβλημα λοιπόν από το οποίο πάσχουν όλες τις αναλύσεις που επικεντρώνονται στο ΝΑΤΟ –ζήτημα που μόλις και θίγεται στο κείμενο του Ιουλίου– είναι ότι αρνούνται στον Πούτιν τη δυνατότητα της αυτόνομης σκέψης και δράσης [agency]. Παρουσιάζουν τον Πούτιν σαν να έχει την ικανότητα μόνο να αντιδρά, εν προκειμένω στην Αμερική. Ο Πούτιν έχει επαναλάβει άπειρες φορές, και με αξιοσημείωτη σαφήνεια, ότι σκέφτεται την Ουκρανία ανεξάρτητα από το ζήτημα του ΝΑΤΟ. Το ζήτημα του ΝΑΤΟ δεν είναι βέβαια ασήμαντο, αλλά οι δυτικοί αναλυτές που επιμένουν να τονίζουν την αποκλειστική βαρύτητά του, είναι έκθετοι στην κατηγορία ότι δεν επιτρέπουν στους ανατολικούς, εν προκειμένω ούτε καν στον Πούτιν, να έχουν τον δικό τους λόγο. Και όμως ο Πούτιν είναι σαφής: ακόμη κι αν το ΝΑΤΟ είχε, πριν από ένα χρόνο, αποσύρει την ένταξη της Ουκρανίας από το τραπέζι, ο ίδιος θα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει το πρόβλημα μιας Ουκρανίας που επιμένει ότι είναι οντότητα εντελώς χωριστή από τη Ρωσία.

Ένα επιπλέον τεκμήριο για την κεντρική θέση του σχήματος «ενιαίο μεγάλο ρωσικό έθνος» εντοπίζεται σε ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο που δημοσιεύτηκε μία μέρα μετά την εισβολή στο Novosti –το επίσημο ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο– αλλά διαγράφηκε λίγες ώρες αργότερα, όταν έγινε αντιληπτή η έκταση της ουκρανικής αντίστασης. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ορισμένοι στην κορυφή της εξουσίας είχαν πιστέψει ότι η εισβολή θα ήταν απλός περίπατος, καθώς το άρθρο αναγγέλλει την έναρξη «μιας νέας εποχής», με τη Ρωσία να «αποκαθιστά την ιστορική της πληρότητα» επανενώνοντας τον Ρωσικό λαό στην «ολότητά των Μεγαλορώσων, των Λευκορώσων και των Μικρορώσων». Η ουκρανική ανεξαρτησία, συνεχίζει το άρθρο, είναι απαράδεκτη, επειδή σημαίνει την «απο-ρωσοποίηση των Ρώσων».

Πόσο πιο ξεκάθαρα θα μπορούσε να δηλώσει η Ρωσία ότι το ΝΑΤΟ δεν ήταν παρά το έλασσον σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου προβλήματος; Δημοσίως, η Ρωσία έκανε λόγο για το ΝΑΤΟ, προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τη ρωσική ευθύνη, επειδή ήξερε ότι τούτο ήταν κάτι από το οποίο θα μπορούσαν να πιαστούν όλοι εκείνοι που δυσπιστούν απέναντι στην αμερικανική ισχύ. Οφείλουμε πράγματι να είμαστε δύσπιστοι απέναντι στην αμερικανική ισχύ. Αν όμως δώσουμε βάση σε όσα λέει ο Πούτιν, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι συνιστούν μια κατηγορηματική και αλαζονική έκφραση των πέρα για πέρα ιμπεριαλιστικών βλέψεών του για την Ουκρανία.

Ο Πούτιν και η Αριστερά

Μήπως εξακολουθούν ορισμένοι να βλέπουν τον Πούτιν ως ένα είδος αριστερού; Μήπως αυτός είναι ο λόγος που εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η απροθυμία σε ορισμένους κύκλους της δυτικής Αριστεράς (όχι βέβαια στους κύκλους της ανατολικοευρωπαϊκής Αριστεράς) να αποδώσουν στη Ρωσία τις ίδιες κακόβουλες προθέσεις που αποδίδουν και στις Ηνωμένες Πολιτείες;

Είναι αλήθεια ότι ο Πούτιν υπηρέτησε επί μακρόν το σοβιετικό κράτος, ότι ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, και ότι θρήνησε δημόσια για το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Είναι επίσης αλήθεια ότι στις περισσότερες διεθνείς συγκρούσεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με εξαίρεση τις συγκρούσεις εντός του σοβιετικού μπλοκ, η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν συνήθως στην προοδευτική πλευρά.

Ωστόσο, ο Πούτιν εντάχθηκε στον κρατικό μηχανισμό της Σοβιετικής Ένωσης όχι από προοδευτικά κίνητρα, αλλά για να υπηρετήσει το ισχυρό ρωσικό κράτος. Δεν διαθέτουμε την παραμικρή ένδειξη ότι ο Πούτιν ενδιαφέρθηκε ποτέ για οποιαδήποτε αριστερή ιδεολογία. Αντιθέτως, εντάσσεται σαφώς στην παράδοση εκείνων των εμιγκρέδων του αυτοκρατορικού Λευκού Στρατού που άρχισαν να εναγκαλίζονται τη σοβιετική Ρωσία τη δεκαετία του 1930, όταν διαπίστωσαν ότι αυτή αποκαθιστούσε τη μεγαλορωσική ισχύ για την οποία και ίδιοι εξ αρχής αγωνίζονταν.

 

Αν όντως ο Πούτιν έχει έναν διανοούμενο ως ίνδαλμα, αυτός είναι ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς της αντι-μπολσεβικικής παράταξης κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Πρόκειται για τον Ιβάν Ίλιν, χριστιανό θιασώτη της μοναρχίας και πρώιμο θαυμαστή του Χίτλερ, του οποίου την τέφρα έφερε ο Πούτιν από την Αμερική και ενταφίασε ξανά με κάθε επισημότητα στη Μόσχα. Όσον δε αφορά τους Ρώσους ηγέτες που θεωρεί άξιους μίμησης, πρότυπό του είναι τσάρος Αλέξανδρος Γ΄, ο οποίος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (1881-1894) αναίρεσε τις μεταρρυθμίσεις του προκατόχου του και ισχυροποίησε την απολυταρχική του διακυβέρνηση, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί σε πρότυπο της δυτικοευρωπαϊκής Δεξιάς που αγωνιζόταν κατά των φιλελεύθερων και σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Έτσι και ο Πούτιν είναι σήμερα το ίνδαλμα της Μαρί Λεπέν ή του Τάκερ Κάρλσον που μάχονται κατά των εξισωτικών κινημάτων «αφύπνισης» [woke].

Ο Τζορτζ Κέναν είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που συνεπάγεται η επέκταση του ΝΑΤΟ πολύ πριν εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Είναι πράγματι πιθανό ότι οποιαδήποτε Ρωσία θα ανησυχούσε με το ΝΑΤΟ στα σύνορά της. Δεν θα θεωρούσε όμως οποιαδήποτε Ρωσία ότι η Ουκρανία στερείται των στοιχειωδών δικαιωμάτων της αυτοδιάθεσης. Ούτε ο Λένιν ούτε ο Γκορμπατσώφ ούτε ο Γιέλτσιν αντιμετώπισαν την Ουκρανία με αυτόν τον τρόπο, ο δε Πούτιν έχει αποκηρύξει και τους τρεις. Δεν είναι αλήθεια ότι οποιαδήποτε Ρωσία θα αντιδρούσε στο μακρινό ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ με έναν γενικευμένο πόλεμο. Όσον δε αφορά εκείνους που εξακολουθούν να αναμασούν τους δικαιολογημένους τάχα φόβους της Ρωσίας για το ΝΑΤΟ, πώς άραγε εξηγούν μια εισβολή που, όπως θα μπορούσε ο καθένας να προβλέψει, έχει ως συνέπεια τη δημιουργία του επιθετικότερου αντι-ρωσικού ΝΑΤΟ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου;

Το να αναγνωρίζει κανείς την τεράστια ενοχή του Πούτιν δεν σημαίνει ότι αφήνει την Αμερική στο απυρόβλητο. Δεδομένης της απροθυμίας της να προωθήσει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, θα έπρεπε να είχε αποσύρει δημόσια την προοπτική αυτή από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να είχε εργαστεί για την επίτευξη μιας κοινής συμφωνίας για την ουδετερότητα, συμφωνίας που θα αφόπλιζε το κύριο επιχείρημα που προβάλλει η Ρωσία. Η Αμερική έχει πολλές ιστορικές αμαρτίες και ενοχές, ο πόλεμος ωστόσο στην Ουκρανία δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτές. Ο ίδιος ο Πούτιν εντοπίζει τα αίτια του πολέμου στην αποφασιστικότητα της Ουκρανίας να επιτύχει πλήρη ανεξαρτησία – αποφασιστικότητα, που, όπως έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει, δεν μπορεί να αποδεχτεί.

Σχεδόν κανένας στους κόλπους της Αριστεράς δεν έχει υποστηρίξει αυτόν τον πόλεμο. Όταν όμως λέει ένας αριστερός «Κάτω η Ρωσική εισβολή» και αμέσως μετά ρίχνει το φταίξιμο στην Αμερική, και μάλιστα αποκλειστικά στην Αμερική, επειδή δήθεν αυτή την προκάλεσε, είναι σαν να κάνει αυτό ακριβώς. Η στάση αυτή, όχι μόνο δείχνει την έλλειψη μιας στοιχειώδους κατανόησης της Ρωσίας, αλλά αποτελεί και μια τρανταχτή προδοσία των πιο βασικών διεθνιστικών αρχών. Αν θέλουμε να υποστηρίζουμε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των γειτόνων της Αμερικής, δεν μπορούμε να το αρνούμαστε για τους γείτονες της Ρωσίας. Αν αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη πολλαπλών ιμπεριαλισμών, είμαστε ένοχοι για το ίδιο είδος αμερικανοκεντρισμού που καταλογίζουμε σε άλλους.

Ο David Ost είναι πολιτικός επιστήμων (Hobart and William Smith Colleges, Νέα Υόρκη). Ειδικεύεται στην ανατολική Ευρώπη, με έμφαση στο εργατικό κίνημα, την ταξική διάρθρωση, τη δημοκρατία, τη νέα δεξιά, τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Μεταξύ των βιβλίων του: Workers after Workers’ States (συνεπιμέλεια, Rowman & Littlefield, 2001)· The Defeat of Solidarity: Anger and Politics in Postcommunist Europe (Cornell U.P., 2006). Έχει επιμεληθεί ειδικό τεύχος της επιθεώρησης East European Politics and Societies με θέμα «Class after Communism» (2015).

Μετάφραση: Αναστασία Λαμπροπούλου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αναρτήθηκε στον ιστότοπο της Foreign Policy in Focus, «Δεξαμενής σκέψης χωρίς σύνορα» του αμερικανικού Institute for Policy Studies, στις 31 Μαρτίου 2022

 

Δείτε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

IΔPYTHΣ Σταμάτης Χρυσολούρης

EKΔOTEΣ Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου

ΣYNTAKTIKH EΠITPOΠH Έφη Αβδελά, Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Νικόλας Βαγδούτης, Θανάσης Βαλαβανίδης, Οντέτ Βαρών Βασάρ, Λίνα Βεντούρα, Κώστας Βλασόπουλος, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Έλλη Δρούλια, Χάρης Εξερτζόγλου, Ελευθερία Ζέη, Όλγα Θεμελή, Βίκυ Ιακώβου, Γιώργος Ιωαννίδης, Γιώργος Καραβοκύρης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Λούση Κιουσοπούλου, Ηλίας Κούβελας, Μάκης Κουζέλης, Νίκος Κουραχάνης, Δημήτρης Κυρτάτας, Σαράντης Λώλος, Γιώργος Μαλάμης, Αχιλλέας Μητσός, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Ρίκα Μπενβενίστε, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Στρατής Μπουρνάζος, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Κατερίνα Ροζάκου, Άκης Παπαταξιάρχης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Ειρήνη Σκαλιώρα, Αθηνά Σκουλαρίκη, Γιάννης Σταυρακάκης, Κώστας Τσιαμπάος, Σάββας Τσιλένης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Κώστας Χριστόπουλος, Θωμάς Ψήμμας.

ΓPAMMATEIA ΣYNTAΞHΣ Γρηγόρης Ανανιάδης, Βίκυ Ιακώβου, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Γιώργος Μαλάμης, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Σάββας Τσιλένης

KAΛΛITEXNIKH EΠIMEΛEIA Βουβούλα Σκούρα

ΔIEYΘYNTHΣ EKΔOΣHΣ Γιώργος Γουλάκος

ΔIOPΘΩΣH KEIMENΩN Αναστασία Λαμπροπούλου

HΛEKTPONIKH ΣEΛIΔOΠOIHΣH-ΦIΛMΣ Eκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 105 53 Αθήνα, τηλ.: 210.3250058

EKTYΠΩΣH Kωστόπουλος Γιώργος, Aκομινάτου 67-69, τηλ.: 210.8813.241

BIBΛIOΔEΣIA Βασ. & Ζαχ. Μπετσώρη O.Ε., Στ. Γονατά 13A, τηλ.: 210.5743.783

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Εισάγετε το email σας για να ενημερώνεστε για τα νέα άρθρα