Γιώργος Θ. Σταθόπουλος
τχ. 124, σ. 87-92
Ασχολούμαι με την έρευνα από το 2003, με αντικείμενο την πειραματική θωρακική ογκολογία, έχοντας διέλθει από όλα τα επίπεδα εμπλοκής με αυτήν ως υποψήφιος διδάκτορας αρχικά και έχοντας καταλήξει επιστημονικός υπεύθυνος ερευνητικής ομάδας. Έχοντας δουλέψει τόσο στο εξωτερικό επί τριετία όσο και στη χώρα μας, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοι, έχω παρατηρήσει κάποιες ιδιομορφίες του ελληνικού ερευνητικού χώρου, τις οποίες παραθέτω εδώ. Κάποιες από αυτές λειτουργούν ευεργετικά, ενώ άλλες, πάντα κατά τη γνώμη μου, καταστροφικά για την πρόοδο της έρευνας αλλά και των ίδιων των ερευνητών. Ελπίζω ο αναγνώστης να εκλάβει το κείμενο που ακολουθεί ως έκθεση απόψεων και έναυσμα προβληματισμού και όχι σαν αφορισμό κάποιου δήθεν ειδικού.
1. Χρηματοδότηση
Το πρώτο φαινόμενο που παρατηρεί ο πρωτόλειος επαναπατριζόμενος ερευνητής είναι η υποχρηματοδότηση της έρευνας στη χώρα μας. Ενώ η έρευνα σε άλλες «προηγμένες» χώρες θεωρείται σημαντική επένδυση και απορροφά μη ευκαταφρόνητα ποσοστά του εγχώριου προϊόντος, στην Ελλάδα η κρατική χρηματοδότηση είναι αμελητέα. Αυτό παρατηρείται τόσο για τα απευθείας ποσά που διατίθενται ετησίως στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά ιδρύματα, όσο και για τις ανταγωνιστικές εγχώριες χρηματοδοτήσεις της έρευνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ετήσιο αστρονομικό ποσό των 15.000 ευρώ που λαμβάνει το εργαστήριό μας, με επτά επιστημονικούς υπευθύνους (καθηγητές), σημαντικές ερευνητικές εγκαταστάσεις και πάνω από σαράντα μεταπτυχιακούς φοιτητές, για να καλύψει τα πάγια και ερευνητικά του έξοδα.
Ο Γιώργος Θ. Σταθόπουλος διδάσκει φυσιολογία στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών.