Γιώργος Ιωαννίδης
τχ. 126, σ. 34- 38
Οι οικονομικές κρίσεις ευνοούν την ανάδυση θεωρητικών προσεγγίσεων που κινούνται στα όρια ή και εκτός της ορθοδοξίας. Αντικείμενο του άρθρου είναι να περιγράψει συνοπτικά τις θεωρητικές μετατοπίσεις του παρελθόντος αναφορικά με την αντιμετώπιση των εννοιών της απασχόλησης και της ανεργίας προτείνοντας ένα σχήμα σύνδεσης αυτών των μετατοπίσεων με τις εξελίξεις στην οικονομική πολιτική.
Ζήτηση εργασίας, μισθός και ανεργία στη νεοκλασική θεωρία
Σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, η εργασία αποτελεί ένα προϊόν, όπως όλα τα άλλα. Άρα, η ισορροπία στην αγορά εργασίας επιτυγχάνεται μέσω της εξίσωσης της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας (το κλασικό Χ).
Σε ό,τι αφορά την προσφορά εργασίας (δηλαδή εκείνοι που επιθυμούν να εργαστούν), η θεωρία υποστηρίζει ότι κάθε άτομο επιλέγει ελεύθερα να κατανείμει τον χρόνο του ανάμεσα σε ελεύθερο χρόνο (σχόλη) και εργασία. Αντίστοιχα, ο μισθός συνιστά το αντιστάθμισμα της δυσαρέσκειας που προκαλεί η εργασία στο άτομο. Συνεπώς, ένα άτομο θα επιλέξει να εργαστεί μόνο στον βαθμό που ο προσφερόμενος μισθός επαρκεί για να αντισταθμίσει τη δυσαρέσκεια που του προκαλεί η εργασία. Χαμηλότερος μισθός σημαίνει μικρότερη προσφορά εργασίας και το αντίστροφο. Διαγραμματικά, αυτό αποτυπώνεται με μια αύξουσα καμπύλη σε σχέση με την αρχή των αξόνων. Συνεπώς, η συνολική προσφορά εργασίας, δηλαδή το άθροισμα των ατομικών προτιμήσεων σχόλης-εργασίας, μολονότι υπόκειται στην οικονομική λογική μεγιστοποίησης της ατομικής ευημερίας, δεν προκύπτει από κάποια αντικειμενική οικονομική αναγκαιότητα. Εξαρτάται από υποκειμενικούς παράγοντες, δηλαδή από τις αθροισμένες ατομικές αξιολογήσεις περί της δυσαρέσκειας που προκαλεί η εργασία.
Ο Γιώργος Ιωαννίδης είναι διδάκτορας πολιτικής οικονομίας