ΚΛΑΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΜΗ ΟΡΘΕΣ» ΑΤΡΑΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ [1]

Τχ. 160-161

Stuart Hall

Επιλογή, επιμέλεια, μετάφραση: Γρηγόρης Ανανιάδης

Εισαγωγή

Ο Stuart Hall (1932 – 2014) ήταν μία από τις πιο εμβληματικές και επιδραστικές μορφές τής βρετανικής αριστερής διανόησης, όχι μόνο ως στοχαστής αλλά και ως ακτιβιστής. Γεννημένος στη Τζαμάικα τής Καραϊβικής, συμμετείχε στο κίνημα της Νέας Αριστεράς από τα φοιτητικά του ήδη χρόνια στην Οξφόρδη, έπαιξε δε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της περίφημης Βρετανικής Σχολής Πολιτισμικών Σπουδών με έδρα το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, όπου και δίδαξε από το 1964 έως το 1979. Υπό την αιγίδα του, η σχολή ανανέωσε την κριτική της προβληματική και επεξέτεινε το ενδιαφέρον της, πέραν της λαϊκής και της ταξικής κουλτούρας, σε ζητήματα φυλής και κοινωνικού φύλου. Τη δεκαετία τού 1980, οι πρωτότυπες μετα-γκραμσιανές αναλύσεις του για το φαινόμενο του «Θατσερισμού» μετατόπισαν γόνιμα τον άξονα της όλης συζήτησης σε όλο το φάσμα τής βρετανικής Αριστεράς. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή του και στις αποικιακές και μετα-αποικιακές σπουδές. Από το 1979 έως την αφυπηρέτησή του το 1997 δίδαξε στο Open University, ενώ από το 1995 έως το 1997 διετέλεσε πρόεδρος τής Βρετανικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας. Μεταξύ των εναλλακτικών πολιτισμικών κινήσεων και θεσμών που εγκαινίασε ή υποστήριξε συγκαταλέγεται και το iniva (Institute of International Visual Arts). Ως ιδρυτικό μέλος ή τακτικός συνεργάτης, άφησε επίσης τη σφραγίδα του σε σημαντικά αριστερά περιοδικά πολιτικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος, όπως το New Left Review, το Marxism Today και το Soundings. Το 2017 εκδόθηκε «αυτοβιογραφία» του, υπό την επιμέλεια του επί μακρόν συνομιλητή του Bill Schwarz: Familiar Stranger. A Life Between Islands (Allen Lane, Λονδίνο). Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, μέλη τής οικογένειας, συνεργάτες και φίλοι ίδρυσαν το Stuart Hall Foundation: <https://www.stuarthallfoundation.org>.

Αντιπροσωπευτικά κείμενα και συνεντεύξεις τού Hall, καθώς και αποτιμήσεις τού πολυσχιδούς έργου του, περιλαμβάνονται στον τόμο Stuart Hall. Critical Dialogues on Cultural Studies που επιμελήθηκαν οι Kuan-Hsing Chen και David Morley (Routledge, Λονδίνο 1996). Μετά τον θάνατό του άρχισαν να εκδίδονται από το Duke University Press τόμοι με συλλογές από επιλεγμένα κείμενά του σε διάφορες θεματικές ενότητες: πολιτική, πολιτισμικές σπουδές, μαρξιστική θεωρία, φυλή και ταυτότητα, λαϊκές μορφές τέχνης, κτλ. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ένα μόνο αυτοτελές έργο του, το διδακτικό εγχειρίδιο Το έργο τής αναπαράστασης (μτφρ. Π. Πετσίνη, Πλέθρον, Αθήνα 2017)· έχει επίσης εκδοθεί εγχειρίδιο που συνεπιμελήθηκε με τον B. Gieben: Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας (μτφρ. Θ. Τσακίρης, Σαββάλας, Αθήνα 2003). Το 1983 τα Σύγχρονα Θέματα είχαν εκμαιεύσει και δημοσιεύσει συνέντευξή του για την κρίση τού Μαρξισμού, με αφορμή τη συμπλήρωση τότε 100 ετών από τον θάνατο του Μαρξ (τχ. 17).

Η παρέμβαση του Hall για το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας που παρουσιάζεται στο παρόν τεύχος των ΣΘ, μολονότι γράφτηκε το μακρινό 1994, παραμένει κλασικό κείμενο αναφοράς σε όλες τις συζητήσεις γύρω από το επίμαχο αυτό θέμα. Αποτυπώνει δε μιαν αντίληψη για την πολιτική τής Αριστεράς, η οποία βρίσκεται, από πολλού, παντού σε υποχώρηση – ιδίως στη χώρα μας.

Γ.Α.

~

Κατά μία εκδοχή, η πολιτική ορθότητα ξεκίνησε στην πραγματικότητα ως αστεϊσμός μεταξύ αριστερών: από ριζοσπάστες φοιτητές στα αμερικανικά πανεπιστημιακά κάμπους οι οποίοι διακωμωδούσαν με ειρωνική διάθεση τις Bad Old Days BS (Before the Sixties), την εποχή δηλαδή πριν από τη δεκαετία τού 1960, όταν κάθε επαναστατικό γκρουπούσκουλο διέθετε κομματική γραμμή για το κάθε τι. Οι φοιτητές αυτοί αντιμετώπιζαν ορισμένες εξόφθαλμες περιπτώσεις σεξιστικής ή ρατσιστικής συμπεριφοράς που επιδείκνυαν συμφοιτητές τους μιμούμενοι τον τόνο φωνής των Ερυθροφρουρών ή των Κομισαρίων τής [κινεζικής] Πολιτιστικής Επανάστασης: «Όχι και πολύ “πολιτικά ορθό,” Σύντροφε!». Ο Μαρξ (σχολιάζοντας το πώς οι επαναστάτες μιας εποχής ενδύονται συχνά την περιβολή εκείνων μιας άλλης) διατύπωσε το περίφημο απόφθεγμα ότι «Η ιστορία συμβαίνει δυο φορές: την πρώτη ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα». Ξέχασε να προσθέσει ότι, την τρίτη φορά, το καλαμπούρι κατά πάσα πιθανότητα θα γυρίσει και θα σε δαγκώσει.

Σημειωτέον, η πρώτη φορά που συναπάντησα τον όρο «πολιτική ορθότητα» ήταν όταν έδινα μια διάλεξη σε Αμερικανικό πανεπιστήμιο στα μέσα τής δεκαετίας τού 1980. Οι οργανωτές τού συνεδρίου με είχαν προειδοποιήσει ότι θα έπρεπε να προσέχω τί λέω διότι, στο νέο κλίμα που είχε διαμορφωθεί την εποχή μετά την εκλογή τού [Ρόναλντ] Ρήγκαν, η Δεξιά είχε συγκροτήσει πανεπιστημιακές επιτροπές για να παρακολουθούν τους ομιλητές και να καταγράφουν κάθε τι που λεγόταν στις παραδόσεις, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπονομεύει το Αμερικανικό Σύνταγμα ή ότι απομυζά την ηθική ικμάδα των φερέλπιδων νέων τού έθνους. Στην περίπτωση αυτή, η πολιτική ορθότητα [PC] ήταν σαφώς αναπόσπαστο μέρος τής ισχυρής αντίδρασης της δεκαετίας τού 1980 κατά της δεκαετίας τού 1960. Η δύναμη που τότε επιχειρούσε να υπαγορεύσει τί μπορούσε και τί δεν μπορούσε να σκεφτεί και να πει κανείς στις πανεπιστημιακές αίθουσες ήταν η Δεξιά και η Ηθική Πλειοψηφία. Το βίωμα της «αστυνόμευσης της σκέψης» εν δράσει σε απόσταση αναπνοής ήταν τόσο δυσάρεστο για μένα, ώστε, όταν η πολιτική ορθότητα άρχισε να εφαρμόζεται από την πλευρά εκείνη που θα μπορούσε να αποκληθεί «δική μας», σε υπεράσπιση ζητημάτων που στις περισσότερες των περιπτώσεων θεωρώ «δικά μας», να με κυριεύσουν αισθήματα που ήσαν, στην καλύτερη περίπτωση, εξόχως αμφίθυμα.

Εδώ έμοιαζε να συμβαίνουν ορισμένες εξαιρετικά παράδοξες αντιστροφές. Στρατηγικές που συνδέονταν με τη ριζοσπαστική Δεξιά, το κράτος ασφαλείας ή την αυταρχική Αριστερά τις υιοθετούσαν οι κληρονόμοι τού μαχητικού υπέρ της ελευθερίας τού λόγου ελευθεριακού ριζοσπαστισμού τής δεκαετίας τού 1960. Είχες την εντύπωση ότι τα μόνα αντεπιχειρήματα κατά της τάσης αυτής εντάσσονταν στην κατηγορία των πιο αναιμικών από τις κλασικές προσχηματικές τοποθετήσεις [cop-outs] [2] του φιλελευθερισμού. Ως τακτική, εν τω μεταξύ, η πολιτική ορθότητα έτεινε να ενδυναμώνει μικρές ομάδες στρατευμένων στις πανεπιστημιακές αίθουσες, στις ακαδημαϊκές διαμάχες για τα προγράμματα σπουδών, κτλ., ενώ την ίδια στιγμή τις απομόνωνε όλο και περισσότερο στην ευρύτερη πολιτική σκηνή. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ζητήματος της πολιτικής ορθότητας ήταν ότι έτεμνε εγκαρσίως την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιάς και Αριστεράς, ενώ χώριζε και ορισμένα τμήματα της Αριστεράς από άλλα. Με όλους αυτούς τους τρόπους, η πολιτική ορθότητα υπήρξε και παραμένει πρόδρομος του είδους εκείνου των ζητημάτων που κατέληξαν να χαρακτηρίζουν το ταχύτατα μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο τής δεκαετίας τού 1990, είναι δε κατ’ επέκτασιν και συμπτωματική ορισμένων ευρύτερων ιστορικών τάσεων. Νομίζω λοιπόν ότι είναι χρήσιμο, ακόμη και σ’ αυτό το μεταγενέστερο στάδιο, πριν επιχειρήσω να χαράξω μια πορεία μέσα από τις αντιφάσεις που την χαρακτηρίζουν, να εντάξω την πολιτική ορθότητα σε ευρύτερα ιστορικά συμφραζόμενα.

Πρώτον, τίθεται το ερώτημα της «αμερικανικότητας» της πολιτικής ορθότητας. Η δική μου άποψη είναι ότι, όταν αυτή παραμερίζεται ως «κατ’ ουσίαν αμερικανικό φαινόμενο», η πολιτική ορθότητα γίνεται αντιληπτή με τρόπο υπερβολικά στενό, με την ελπίδα ότι αρκεί να της κολλήσουμε μιαν ετικέτα για να την κάνουμε να εξαφανιστεί. Το επιχείρημα που θα αναπτύξω είναι ότι, ως πολιτική στρατηγική –ακόμη δε περισσότερο, ως πολιτικό στυλ–, η πολιτική ορθότητα είχε ενεργό παρουσία στη βρετανική πολιτική στα πρώτα χρόνια τής δεκαετίας τού 1980, αν και τότε ήταν γνωστή με διαφορετικό όνομα. Επιπλέον, η λεγόμενη «αμερικανικότητά» της μάς λέει κάτι το σημαντικό για το πώς αλλάζουν οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες και για το τί συμβαίνει παντού στην πολιτική των φιλελεύθερων δημοκρατικών χωρών.

Θεωρώ ότι η πολιτική ορθότητα απηχεί τον κατακερματισμό τού πολιτικού τοπίου σε ξεχωριστά ζητήματα, καθώς και τη διάσπαση των κοινωνικών συνομαδώσεων [constituencies], ή τουλάχιστον την άρνησή τους να εξακολουθούν να συνέχονται από μιαν ευρύτερη συλλογική ταυτότητα ή μια «δεσπόζουσα κατηγορία», όπως η κατηγορία τής «τάξης» ή τής «εργασίας». Πράγματι, η πολιτική ορθότητα χαρακτηρίζει τις κοινωνίες εκείνες στις οποίες έχει σημειωθεί διάβρωση του πολιτικού κόμματος ως πολιτικής μορφής, μείωση της ενεργού συμμετοχής στα μαζικά πολιτικά κινήματα και εξασθένηση της επιρροής και της ισχύος των «παλαιών» κοινωνικών κινημάτων τής εργατικής τάξης και του κόσμου τής βιομηχανικής εργασίας. Έχει ριζώσει σε τόπους όπου η πολιτική πρωτοβουλία έχει περάσει στα «νέα κοινωνικά κινήματα», τα οποία συνιστούν βέβαια το έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκε η πολιτική ορθότητα. Αντανακλά συνεπώς μια σεισμική μετατόπιση στην πολιτική τοπογραφία.

Άλλοτε η Αριστερά θεωρούσε ως «κύρια αντίφαση» της κοινωνικής ζωής το ταξικό ζήτημα και την οικονομική εκμετάλλευση. Από εκεί έμοιαζε να απορρέουν όλες οι μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις και εκεί έμοιαζε να καταλήγουν. Η εποχή τής πολιτικής ορθότητας χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό των εστιών κοινωνικής σύγκρουσης, οι οποίες πλέον περιλαμβάνουν, πέραν των συγκρούσεων για θέματα ταξικής πολιτικής και ανισότητας, και συγκρούσεις γύρω από ζητήματα φυλής, κοινωνικού φύλου, σεξουαλικότητας, οικογένειας, εθνότητας και πολιτισμικής διαφοράς. Ζητήματα όπως η οικογενειακή ζωή, ο γάμος και οι σεξουαλικές σχέσεις ή το φαγητό, τα οποία άλλοτε εθεωρούντο «μη πολιτικά», έχουν πλέον πολιτικοποιηθεί. Η πολιτική ορθότητα είναι επίσης δηλωτική τής ανάπτυξης των «πολιτικών ταυτότητας», στις οποίες ο καθοριστικός παράγοντας κινητοποίησης είναι μια κοινή κοινωνική ταυτότητα (όπως αυτή της γυναίκας, του Μαύρου, του γκέι ή της λεσβίας), και όχι το υλικό συμφέρον ή η συλλογική μειονεκτικότητα. Τούτο αντανακλά την επέκταση του «πολιτικού» από τη δημόσια αρένα στην ιδιωτική, στη σφαίρα τής άτυπης κοινωνικής διάδρασης και των σεναρίων τής καθημερινής ζωής. Το φεμινιστικό σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό» συλλαμβάνει με ακρίβεια τις μετατοπίσεις αυτές.

Σε μιαν άλλη διάσταση, η πολιτική ορθότητα είναι προϊόν εκείνου που θα μπορούσε να αποκληθεί «πολιτισμοποίηση» [culturing] της πολιτικής – μιας προσέγγισης που βασίζεται στην αναγνώριση του γεγονότος ότι η σχέση μας με την «πραγματικότητα» διαμεσολαβείται πάντοτε εντός τής γλώσσας και μέσω αυτής, και του ότι η γλώσσα και ο λόγος παίζουν κεντρικό ρόλο στην άσκηση της εξουσίας. Πρόκειται για την πολιτική «μετά τις πολιτισμικές σπουδές», υπό την έννοια ότι αυτή έχει αφομοιώσει πολλές από τις θεωρητικές εξελίξεις στην πολιτισμική θεωρία και τη φιλοσοφία των τελευταίων δεκαετιών. Μπορεί η πολιτική αυτή να μην ξέρει πολλά οικονομικά, ασφαλώς όμως κατανοεί ότι τα πράγματα –συμπεριλαμβανομένων των κινήσεων της οικονομίας– έχουν νόημα και γίνονται αντικείμενα του πολιτικού αγώνα μόνον εξ αιτίας τού τρόπου με τον οποίο αναπαρίστανται. Μ’ άλλα λόγια, έχουν διάσταση πολιτισμική ή λογώδη [discursive]. Υπό την έννοια αυτή, μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική ορθότητα αναφύεται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που έχει σημαδευτεί από εκείνο που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «γλωσσική στροφή».

Συνεκτιμώμενοι, οι παράγοντες αυτοί μπορούν σε μεγάλο βαθμό να εξηγήσουν το ιδιαίτερο στυλ της πολιτικής ορθότητας: τον συγκρουσιακό και τον προκλητικό ή και προσβλητικό [in-your-face] τρόπο με τον οποίο οι θιασώτες της απευθύνουν τον λόγο. Η πολιτική ορθότητα παρεισάγει συνειδητά στον λεγόμενο «ιδιωτικό» χώρο μια στάση και έναν τόνο φωνής που αρμόζει περισσότερο στη δημόσια αντιπαράθεση. Πολλοί έχουν σχολιάσει τον διανοουμενίστικο ή «ακαδημαϊκό» χαρακτήρα τής πολιτικής που ευνοεί η πολιτική ορθότητα. Δεν νομίζω ότι οι σχολιαστές αυτοί εννοούν απλώς ότι η πολιτική ορθότητα περιορίζεται στα πανεπιστήμια, όπως συχνά φαίνεται. Αναφέρονται και σε εκείνο που ορισμένοι φιλόσοφοι θα θεωρούσαν ως τον ακραίο «νομιναλισμό» της, δηλαδή στην προφανή της πεποίθηση ότι αν τα πράγματα αποκληθούν με διαφορετικό όνομα θα παύσουν να υφίστανται. Η πολιτική ορθότητα διακατέχεται από μιαν εξόχως ατομιστική αντίληψη της πολιτικής: η πολιτική ως μοναχική, ετοιμοπόλεμη «μαρτυρία τής Αληθείας». [3] Δίνει την εντύπωση μιας μικρής αλλά αφοσιωμένης ομάδας μαχητών που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να ορθώσει το ανάστημά της και να αναμετρηθεί. Τούτο δεν είναι ο μόνος λόγος που οι θιασώτες τής πολιτικής ορθότητας θυμίζουν Πουριτανούς τής σημερινής εποχής, κάτι ανάλογο με τους «Αγίους» τού δεκάτου εβδόμου αιώνα.[4] Συχνά, ο υψηλός τόνος τού ηθικού φαρισαϊσμού γίνεται η πιο χαρακτηριστική «φωνή» της πολιτικής ορθότητας.

Η άνοδος της πολιτικής ορθότητας φαίνεται να συνδέεται στενά με το γεγονός ότι –στις ΗΠΑ μέχρι πρότινος, στο Ηνωμένο Βασίλειο ακόμη σήμερα– οι δεκαετίες τού 1980 και του 1990 χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία τής πολιτικής τής Νέας Δεξιάς. Τα καθεστώτα των Ρήγκαν, Μπους [του πρεσβυτέρου] και της [Μάργκαρετ] Θάτσερ δέσποζαν στην πολιτική σκηνή. Τα καθεστώτα αυτά έθεσαν όμως και τις παραμέτρους τής πολιτικής δράσης και της δημόσιας αντιπαράθεσης σε θέματα ηθικής. Με μια κοινωνική φιλοσοφία που ήταν ταγμένη αναφανδόν υπέρ της ελεύθερης αγοράς, επαναχάραξαν το περίγραμμα του δημόσιου στοχασμού και έθεσαν σε κίνηση μια ισχυρή, νέα συναίνεση κατά του κράτους κοινωνικής προνοίας. Η υπεροχή τους δεν οφείλεται μόνο στον έλεγχο που ασκούσαν στο σύνολο του κρατικού μηχανισμού, οφειλόταν επίσης στην κυριαρχία τους επί του ιδεολογικού πεδίου: στην ετοιμότητά τους να εγκύψουν –με τη δέουσα σοβαρότητα– σε ιδεολογικά ζητήματα, όπως η ηθική, η σεξουαλικότητα, η ανατροφή των παιδιών, η παιδεία, η αυθεντία στη σχολική τάξη, τα παραδοσιακά πρότυπα μάθησης, η οργάνωση της γνώσης στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Κατόρθωσαν να καταστήσουν ελκυστική τη φιλαυτία, την απληστία και τον κτητικό ατομισμό, συγκροτώντας ένα είδος λαϊκιστικής συμμαχίας που υπερέβαινε τις παραδοσιακές ταξικές παρατάξεις, και καθιέρωσαν το ευαγγέλιο ότι «οι δυνάμεις τής αγοράς πρέπει να κυριαρχήσουν». Εκμεταλλεύτηκαν τους βασικούς φόβους τού απλού ανθρώπου για το έγκλημα, τη φυλή, την «ετερότητα», την ίδια την αλλαγή.[5] Ψάρεψαν στα θολά νερά ενός στενόμυαλου και αντιδραστικού πολιτισμικού εθνικισμού και συσπείρωσαν στη σεξουαλική και πολιτισμική τους ατζέντα την ηχηρότατη και καλά οργανωμένη «σιωπηλή» Ηθική Πλειοψηφία. Όλως παραδόξως, μολονότι η πολιτική ορθότητα είναι ο ορκισμένος εχθρός της, η Νέα Δεξιά συμμερίζεται με την πολιτική ορθότητα την αντίληψη ότι το πολιτικό παιχνίδι συχνά κερδίζεται ή χάνεται στο πεδίο αυτών των ηθικών και πολιτισμικών ζητημάτων, αντίληψη η οποία πόρρω απέχει από εκείνη που διαθέτει για την «πολιτική» το Ουεστμίνστερ[6] (ή ακόμη και το Εργατικό Κόμμα).

Στη Βρετανία, παρά την κοσμητική μετατόπιση στην πιο αποδεκτή όψη τού [πρωθυπουργού] Τζων Μαίητζορ [«Majorism»], τίποτε δεν κατόρθωσε να βγάλει από την τροχιά του τον μακράς πνοής ιστορικό μετασχηματισμό τής βρετανικής κοινωνίας που εγκαινίασε ο Θατσερισμός. Έχει σημασία εδώ να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ του αποτελεσματικού ελέγχου τής πολιτικής εξουσίας στο επίπεδο του κράτους –και έχουμε δει πολλά παραδείγματα του ελέγχου αυτού– και του προτάγματος της Νέας Δεξιάς, το οποίο αντιπροσωπεύει κάτι πολύ βαθύτερο. Αναφέρομαι στη χρήση τής πολιτικής εξουσίας για τον «τερματισμό» μιας ολόκληρης εποχής –της εποχής τού κράτους προνοίας, του κεϋνσιανισμού, της πλήρους απασχόλησης, της ανοικτής και προσβάσιμης [comprehensive] παιδείας, στοιχείων επί των οποίων οικοδομήθηκε ο μεταπολεμικός συμβιβασμός– και την αντικατάστασή της από μιαν άλλη κοινωνική τάξη πραγμάτων ενός εντελώς νέου τύπου. Το πνεύμα τής νέας αυτής εποχής διείσδυσε βαθιά στην κοινωνική, την ηθική, τη σεξουαλική και οικογενειακή ζωή. Έχει, κατά το μάλλον ή ήττον, μετασχηματίσει πλήρως όλους τους δημόσιούς μας θεσμούς, αναγκάζοντάς τους, μέσω της εισαγωγής νέων αρχών επιχειρηματικού μάνατζμεντ, είτε να υποταχθούν απ’ ευθείας στην αγορά είτε να την «μιμηθούν» εμμέσως. Διαθέτει μια φιλοσοφία, μια συνταγή για το κάθε τι: για την αναδιαμόρφωση όχι μόνο τού πώς συμπεριφερόμαστε ως πολίτες και ψηφοφόροι, αλλά και του πώς συμπεριφερόμαστε ως μητέρες, πατέρες, παιδιά, δάσκαλοι, γιατροί και εραστές.

Τούτο το εις βάθος, το πολύπλευρο, το ριζικό πρόγραμμα «μεταρρύθμισης» τέθηκε σε κίνηση μέσω της διεξαγωγής τής πολιτικής με έναν νέο τρόπο: ο πολιτικός αγώνας διεξάγεται ταυτόχρονα σε πολλά διαφορετικά μέτωπα, συνδυάζοντας τις διανοητικές, τις ηθικές, τις πολιτισμικές και τις φιλοσοφικές αιχμές με μιαν οικονομική στρατηγική. Η επιτυχία τού αγώνα αυτού δεν πρέπει να κρίνεται μόνο από την ικανότητά του να κερδίζει εκλογές, σε μειοψηφική έστω βάση, αλλά από την αποτελεσματικότητά του στην αναδιάρθρωση της δημόσιας και της πολιτικής ζωής. Παρά την αφοσίωσή του στην «περιστολή του κράτους», η θριάμβευσή του έγκειται στη διαχείριση της κοινωνίας στην παραμικρή της λεπτομέρεια – από το εάν η παροχή ζεστής σούπας σε αστέγους από ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα αυξάνει τις πιθανότητες να καταστούν οι άνθρωποι αυτοί περισσότερο «εξαρτημένοι» μέχρι το αν είναι αρκούντως «βρετανικό» το να επευφημεί κανείς την ομάδα κρίκετ των Δυτικών Ινδιών όταν αυτή αλλάζει τα φώτα τής αγγλικής ομάδας στο [ιστορικό] γήπεδο Λορντς. Η διεξαγωγή τής πολιτικής μέσω της επιδέξιας παρέμβασης [mastery] σ’ ένα φάσμα διαφορετικών αγώνων, η συγκόλληση διαφορετικών συμφερόντων σε μια πλατιά λαϊκιστική «συμμαχία» και η ικανότητα, όχι να απηχεί απλώς ένα κονσένσους, αλλά να «κερδίζει τη συναίνεση», να συγκροτεί μια πλειοψηφία από μια σειρά μειοψηφιών, όλα τούτα μας επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε τη στρατηγική διεξαγωγή τής πολιτικής από τη Νέα Δεξιά «ηγεμονική».

Αυτό ακριβώς υπήρξε η αδυναμία τής παραδοσιακής Αριστεράς, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η αντίδρασή της σε τούτη την επέλαση της Νέας Δεξιάς υπήρξε αμυντική, καθώς επέλεξε να υποχωρήσει στις καλά οροθετημένες, αλλά όλο και πιο παροπλισμένες και φθίνουσες εστίες τής δύναμής της. Δεν κατόρθωσε να αναμετρηθεί με τις νέες αντιφάσεις που επέφεραν οι αλλαγές ή να ξανασκεφτεί τις παραδοσιακές της αξίες και στρατεύσεις υπό το φως των ταχέως και διαρκώς μεταβαλλόμενων περιστάσεων. Απωθούμενη καθ’ όλη την έκταση του μετώπου, με τη φιλοσοφία της μετέωρη λόγω των ευρύτερων ιστορικών μετατοπίσεων (όπως η κατάρρευση των πειραματισμών τού λεγόμενου «κρατικού σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη και η παρακμή τού προνοιακού καπιταλισμού στη Δύση), η αντιπολίτευση δεν ήταν ικανή να οργανώσει, πόσο μάλλον να κερδίσει, καμμία αναμέτρηση ικανού βάθους και ιστορικής σημασίας ώστε να ανακόψει το σχέδιο τής Δεξιάς. Εξωθήθηκε, αντιθέτως, σε θέσεις αμυντικές. Ειδικότερα, υπήρξε παντελώς ανίκανη να συνδέσει τις παλαιότερες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις με τις νεότερες δυνάμεις –τα νέα κοινωνικά κινήματα–, οι οποίες, όπως υποστήριξα προηγουμένως, αναδύονται στο περισσότερο κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο στο οποίο σήμερα ζούμε.

Το GLC [Greater London Council: Συμβούλιο τού Μείζονος Λονδίνου – αυτοδιοικητικό σχήμα με ουσιαστικές και εκτεταμένες αρμοδιότητες] υπήρξε ένα από τα κεντρικά παραδείγματα της αποτυχίας αυτής στο Ηνωμένο Βασίλειο και αξίζει να το θυμηθούμε εδώ, διότι θα μας βοηθήσει να τοποθετήσουμε την πολιτική ορθότητα στα βρετανικά συμφραζόμενα. Το GLC υπό την ηγεσία τού Κεν Λίβινγκστον [7] υπήρξε σημαντικό, όχι μόνο επειδή αντιπροσώπευε το μοναδικό σχεδόν σοβαρό πολιτικό εναλλακτικό σχήμα στον Θατσερισμό κατά τη δεκαετία τού 1980, αλλά και λόγω της νέας μορφής πολιτικής και πολιτικών συμμαχιών μέσω των οποίων συστάθηκε. Στο ανασυγκροτημένο GLC, τα «νέα» κοινωνικά κινήματα είχαν την πρωτοκαθεδρία στους θεσμούς, σε μια (συχνά δύσκολη) συμμαχία με τις «παλαιές» δυνάμεις του Εργατικού Κόμματος του Λονδίνου και την παραδοσιακή κουλτούρα των Εργατικών. Στα ίχνη του παραδείγματος αυτού, σε αρκετές πόλεις αναδύθηκε ένα νέο είδος «Νέας Αριστεράς». Οπουδήποτε κατάφερε να εκλεγεί στην εξουσία, η νέα αυτή Αριστερά χρησιμοποίησε τη θέση της και τους όποιους πόρους διέθετε (οι οποίοι, για ειδικούς ιστορικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, ήσαν στην περίπτωση του GLC αξιόλογοι) για να επιτύχει διά της νομοθετικής οδού όχι μόνο την επέκταση των τοπικών υπηρεσιών στα πτωχότερα τμήματα του πληθυσμού, αλλά και για να προαγάγει μια καινοτόμα αντισεξιστική, αντιρατσιστική και αντιομοφοβική ατζέντα. Χαρακτηριστικές εν προκειμένω οι περιπτώσεις τής εκπαίδευσης και της υιοθέτησης κωδίκων υπέρ των ίσων ευκαιριών και κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης, τους οποίους κατάφερε να προωθήσει στους τομείς εκείνους που παρέμεναν υπό τον έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Το πολιτικό αυτό κίνημα, ο πολιτικός αυτός σχηματισμός, αντιπροσώπευε κάτι το εντελώς νέο: εν μέρει εξ αιτίας των διαφορετικών ριζοσπαστικών παραδόσεων και δυνάμεων που κατάφερε να συσπειρώσει· εν μέρει επειδή στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε ποτέ στο παρελθόν καταστεί σε τέτοια κλίμακα εφικτό να μετουσιωθούν τα αιτήματα των νέων κοινωνικών κινημάτων σε εφαρμοσμένη πολιτική. Το κίνημα αυτό ήταν, κατά την άποψή μου, σημαντικό και επειδή τα εν λόγω αιτήματα είχαν συναρμοστεί με τρόπο που έτεμνε εγκαρσίως τις παραδοσιακές ταξικές στοιχίσεις και συγκροτούσε ένα νέο είδος, δυνάμει λαϊκού, κοινωνικού «μπλοκ». Για να το θέσω με τους όρους τού επιχειρήματος που ανέπτυξα παραπάνω, η συμμαχία τού GLC με τον τοπικό σοσιαλισμό άρχισε να φαίνεται ως η μόνη διαθέσιμη «ηγεμονική» στρατηγική στους κόλπους τής Αριστεράς ικανή να αντιπαραταχθεί –σε βάθος, συνθετότητα και καινοτομία– στη ριζοσπαστική ωστική δύναμη του θατσερικού προτάγματος σε εθνικό επίπεδο.

Η περίφημη [προεκλογική] καμπάνια τής δημοτικής αρχής συγκοινωνιών [London Transport] με κεντρικό σύνθημα το «fare’s fair» [το κόμιστρο είναι δίκαιο] [8] ήταν από την άποψη αυτή παραδειγματική. Εδώ η κεντρική ιδέα ήταν η προτεραιοποίηση των δημοσίων αναγκών επί των ιδιωτικών (σε μια κατά μέτωπο αμφισβήτηση του θατσερικού μοτίβου των ιδιωτικοποιήσεων). Τονιζόταν επίσης η αναδιανεμητική και εξισωτική διάσταση του εγχειρήματος (όσοι δεν διέθεταν αυτοκίνητα εδικαιούντο να μετακινούνται με ασφάλεια και άνεση εξ ίσου με τους κατόχους Ι.Χ. αυτοκινήτων). Η καμπάνια συνδεόταν, τέλος, με ορισμένα κεντρικά «πολιτισμικά» ζητήματα (την αναβάθμιση της ζωής στο άστυ καθώς και του αστεακού χώρου, την αντιμετώπιση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, την υπερηφάνεια των Λονδρέζων για την πόλη τους), ενώ περιλάμβανε και μια δέσμευση που απηχούσε το πνεύμα των νέων κοινωνικών κινημάτων (την εγγύηση της ασφαλούς μετακίνησης των γυναικών, του δικαιώματος των ασυνόδευτων γυναικών να κινούνται στην πόλη οποιαδήποτε ώρα τής ημέρας και της νύχτας, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους – το φεμινιστικό σλόγκαν «ανακτήστε τη νύχτα»).

Πάντοτε θεωρούσα ότι η κατεδάφιση του GLC και η ένταση της επίθεσης κατά της τοπικής αυτοδιοίκησης είχαν ως κίνητρο την επιθυμία τής κυβέρνησης Θάτσερ να καταστείλει εν τη γενέσει εκείνο που ασυνείδητα αναγνώριζε ως μια δυνάμει λαϊκή, όσο και αποτελεσματική, νέα συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων. Και αυτό ακριβώς έπραξε. Αιχμή τής επίθεσης αυτής ήταν η δηλητηριώδης εκστρατεία των προσκείμενων στους Συντηρητικούς ημερησίων ταμπλόιντ φυλλάδων εναντίον των «δημοτικών συμβουλίων τής παλαβής αριστεράς» [loony-left] και η διάδοση ιστοριών στα μήντια για την απαγόρευση, π.χ., στα σχολεία τού [παιδικού τραγουδιού] «Baa, Baa, Black Sheep» [9] από υπερδραστήριους αντιρατσιστές δασκάλους. Η κακοήθης αυτή εκστρατεία δεν ήταν τόσο εύκολο να αντικρουστεί διότι, όπως συχνά συμβαίνει, ο κόκκος αληθείας που περιείχαν σε ορισμένες περιπτώσεις οι ιστορίες αυτές αρκούσε για να συντηρηθεί η μηντιακή υπερβολή. Όπως έχει συμβεί κατ’ επανάληψιν έκτοτε, ορισμένοι από μας [one] ήμαστε αναγκασμένοι την εποχή εκείνη να πολεμάμε σε πολλαπλά μέτωπα ταυτόχρονα (το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτική ορθότητα τώρα): υπερασπιζόμαστε τη σημασία των ζητημάτων που είχαν εγερθεί· προσπαθούσαμε να ξεσκεπάσουμε τα πολιτικά κίνητρα πίσω από τη μηντιακή υστερία, ενώ την ίδια στιγμή κρατούσαμε αποστάσεις από τις αδιαμφισβήτητες ηλιθιότητες που διαπράττονταν εν ονόματι του «αντιρατσισμού», του «αντισεξισμού» ή της «αντιομοφοβίας» των στρατευμένων. Οι εχθροί μας φτάνουν και περισσεύουν· ο Θεός να μας φυλάει από τους φίλους μας.

Για το πού εντοπίζεται το δίκιο και πού το άδικο στην υπόθεση της παλαβής αριστεράς τού GLC δεν αξίζει να συζητούμε· αξίζει όμως να συζητήσουμε για τις βαθύτερες πολιτικές κρίσεις [judgements]. Εκείνο που φαίνεται ότι συνέβη στον απόηχο του επιτεύγματος του Θατσερισμού να ανακόψει το εγχείρημα των νέων κοινωνικών κινημάτων να υλοποιήσουν την ατζέντα τους διά της νομοθετικής οδού ήταν η απομόνωση των μειοψηφιών αυτών καθώς η πλημμυρίδα έδινε τη θέση της στην άμπωτη. Η αίσθηση της απομόνωσης επιδεινωνόταν από ένα είδος άπελπι «θριάμβου τής θέλησης» – από το πείσμα των ανθρώπων αυτών να στέκουν ακλόνητοι, να συνεχίζουν τον αγώνα, να επιμένουν παρά τις αντιξοότητες, ακόμη κι όταν το κύμα τής λαϊκής υποστήριξης –το οποίο, σε μια προγενέστερη φάση, φαινόταν να τους ευνοεί– είχε πια υποχωρήσει. Ήταν ίσως αναπόφευκτο το εγχείρημα εκείνο που στα πρώτα χρόνια τής δεκαετίας τού 1980 είχε αρχίσει ως μια πλατιά εθνο-λαϊκή στρατηγική ηγεμονικού τύπου –προελαύνοντας ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέτωπα, συνδυάζοντας την εξουσία στους θεσμούς με μια παιδευτική προσέγγιση της πολιτικής έξω από αυτούς, επιτυγχάνοντας τη συναίνεση και διευρύνοντας καθ’ οδόν τη λαϊκο-δημοκρατική του βάση– να οπισθοδρομήσει στα τέλη τής δεκαετίας τού 1980 και στη δεκαετία τού 1990 σε μια παλαιότερη μορφή πολιτικής, σ’ ένα είδος αμυντικού αβανγκαρντισμού.

Θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει κανείς ότι μια λαϊκο-δημοκρατική πολιτική κατά του Θατσερισμού, βασισμένη στη συμμαχία τού τοπικού σοσιαλισμού με τα νέα κοινωνικά κινήματα, δεν είχε ποτέ πιθανότητες επιτυχίας. Ακόμη όμως κι αν αυτό αληθεύει, οφείλει κανείς να λογαριαστεί με τις επιπτώσεις τού γεγονότος ότι τα νέα κοινωνικά κινήματα –με την καινοτόμα τους πολιτική ατζέντα και την ενστικτώδη κατανόηση του νέου πολιτικού κόσμου– υπαναχώρησαν από μια πολιτική αντιπολίτευση «ηγεμονικού» στυλ σε μια αντιπολίτευση αβανγκαρντιστικού στυλ. Κατά την άποψή μου, το να ενεργείς «στρατηγικά», τόσο όταν προελαύνεις όσο και όταν υποχωρείς, είναι όχι μόνο δυνατό αλλά και απαραίτητο. Και κανείς δεν κατανοεί ή δείχνει το μάθημα αυτό καλύτερα από τη θατσερική Νέα Δεξιά, η οποία έχει κατ’ επανάληψιν από το 1979 εξαναγκαστεί για ορισμένα διαστήματα σε μια αμυντική επιχείρηση αναδίπλωσης, για να επανακάμψει ωστόσο μαχόμενη στη βάση μιας άλλης εκδοχής τού ίδιου βαθιά εμπεδωμένου στρατηγικού οράματος. Όταν, για παράδειγμα, στην περίπτωση του NHS [National Health Service: Εθνικό Σύστημα Υγείας] το θατσερικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με τη γενικευμένη αποδοκιμασία, ο Θατσερισμός κάθε άλλο παρά εγκατέλειψε τον στρατηγικό του στόχο. Αντιθέτως, έστειλε την κυρία Θάτσερ στην πρώτη γραμμή για να δηλώσει «Είναι ασφαλές στα χέρια μας», και ύστερα άρχισε να υποσκάπτει την αρχή πάνω στην οποία είχε οικοδομηθεί το NHS, υποχρεώνοντάς το να υποκύψει στις δυνάμεις τής αγοράς, ενώ, με τις υποκριτικές διαβεβαιώσεις υπουργών, όπως η κυρία [Βιρτζίνια] Μπότομλυ, επέμενε ότι τίποτε απολύτως δεν είχε αλλάξει. Αυτό ακριβώς σημαίνει να προχωρείς στρατηγικά ενώ υποχωρείς.

Πιστεύω λοιπόν ότι, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η στενομυαλιά, ο μοραλισμός και ο εδραιωμένος αβανγκαρντισμός, που χαρακτηρίζουν εσχάτως σε μεγάλο βαθμό το στυλ πολλών θιασωτών τής πολιτικής ορθότητας στη δημόσια και την πολιτική σκηνή, εξετράφησαν ή ενισχύθηκαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή τής ήττας, στα μέσα τής δεκαετίας του 1980. Τα ίδια αυτά γνωρίσματα ενισχύθηκαν και σε άλλες περιπτώσεις, από συγκρίσιμες, αλλά ασφαλώς διαφορετικές, αποτυχίες ή αδυναμίες τής Αριστεράς ενώπιον τής Νέας Δεξιάς. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι εκείνο που είναι υπό συζήτησιν εδώ δεν είναι η τακτική αποτίμηση για το αν τα νέα κοινωνικά κινήματα έδρασαν καλά ή κακά στην άλφα ή τη βήτα περίπτωση, αλλά το βαθύτερο ερώτημα για το πώς πρέπει να σκέφτεται η Αριστερά την πολιτική στρατηγική. Είναι άραγε δυνατόν η ιστορική ατζέντα τής Νέας Δεξιάς (η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν αποσκοπεί απλώς στο να μείνει στην εξουσία επ’ άπειρον, αλλά στο να ανασυγκροτήσει ανεπιστρεπτί σύνολη την κοινωνική και ηθικο-πολιτική τάξη) να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ή να νικηθεί από μια μειοψηφική «στρατηγική» στη λογική τού κόμματος πρωτοπορίας; Η απάντησή μου στο ερώτημα αυτό (η οποία διαθέτει τουλάχιστον την αρετή τής συνέπειας) είναι όχι. Και τούτο, όχι μόνο εξ αιτίας τής αποτίμησης του ιστορικού χαρακτήρα τής Νέας Δεξιάς, την οποία έχω επιχειρήσει αλλού, [10] αλλά και επειδή, όπως είχε υποστηρίξει στο παρελθόν ο Αντόνιο Γκράμσι –στον οποίο οφείλουμε την αντίληψη της πολιτικής ως αγώνα για την «ηγεμονία»–, η πολιτική στις φιλελεύθερες–δημοκρατικές κοινωνίες σαν τη δική μας έχει αμετάκλητα μετατοπιστεί από εκείνο που ο Ιταλός στοχαστής αποκαλούσε (μετερχόμενος τις στρατιωτικές μεταφορές τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) «πόλεμο κινήσεων» σε «πόλεμο θέσεων».

Ο «πόλεμος κινήσεων» είναι ο πόλεμος στον οποίο επιχειρείς να κατανικήσεις τις εχθρικές δυνάμεις με κατά μέτωπον επίθεση. Στον «πόλεμο θέσεων», αντιθέτως, προχωρείς εκ παραλλήλου σε μια σειρά από διαφορετικές θέσεις, καθώς η ισχύς σου δεν εξαρτάται από την κατάρρευση των τειχών τής Ιεριχούς, αλλά από τη συνολική «ισορροπία δυνάμεων» σε όλο το έδαφος της αναμέτρησης. Ο «πόλεμος θέσεων» είναι κατάλληλος για κοινωνίες στις οποίες η εξουσία δεν είναι πλέον συγκεντρωμένη σε ένα σημείο ή κέντρο, όπως το κεντρικό ταχυδρομείο ή η έδρα τής κυβέρνησης, τα οποία κάποτε πάσχιζαν οι επαναστάτες να καταλάβουν, αλλά έχει διασπαρεί ή εκκεντρωθεί σε όλο το εύρος τής κοινωνίας. Αρμόζει επίσης σε μια κατάσταση, όπως αυτή που είναι κοινή σε όλες τις μεταβιομηχανικές κοινωνίες σαν τη δική μας, στην οποία η εξουσία δεν ασκείται μόνο στο κράτος, αλλά και σε εκείνο που ο Γκράμσι αποκαλούσε «κοινωνία των πολιτών» – ναι, σ’ εκείνα ακριβώς τα πεδία, όπως ο πολιτισμός, τα ηθικά και κοινωνικά ζητήματα, η οικογένεια, η παιδεία, η θρησκεία, το κοινωνικό φύλο, η σεξουαλικότητα, η φυλή, η εθνική ταυτότητα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία, όπως υποστήριξα προηγουμένως, μετατέθηκαν από τα νέα κοινωνικά κινήματα και την «πολιτισμοποίηση της πολιτικής» στο επίκεντρο της πολιτικής εξίσωσης. Μολονότι η αποτελεσματική άμυνα είναι βασική πλευρά των σύγχρονων πολιτικών αγώνων, όπως άλλωστε και η νίκη στις εκλογές, τούτα δεν συνιστούν επ’ ουδενί υποκατάστατα της στρατηγικής μορφής τής πολιτικής που διεξάγεται ως «πόλεμος θέσεων».

Μια άλλη κεντρική πτυχή τής στρατηγικής τού «πολέμου θέσεων» είναι ότι δίνει προτεραιότητα στην «κατάκτηση της συναίνεσης» –στη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας γύρω από τις θέσεις σου– έναντι της «επικράτησης στις μάχες». Στη βάση τής στρατηγικής αυτής βρίσκεται η συνειδητοποίηση ότι, ως επακόλουθο της φιλελεύθερης δημοκρατίας –όσο περιορισμένες κι αν φαίνονται σήμερα οι κατακτήσεις τής καθολικής ψηφοφορίας, της ελευθερίας τού λόγου, του κράτους δικαίου– όλες οι αποφασιστικές αναμετρήσεις θα διεξάγονται επί του εδάφους που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «δημοκρατικό». Μ’ άλλα λόγια, όποιος εμπλέκεται σοβαρά στην υπόθεση του μακροπρόθεσμου μετασχηματισμού τής κοινωνίας σε κάτι καλύτερο θα πρέπει να συμφιλιωθεί με το αμήχανο γεγονός ότι ζούμε στην εποχή «μετά» [«post»] τη δημοκρατική επανάσταση. Η υπόθεση της κατάκτησης της πλειοψηφίας δεν μπορεί να θυσιαστεί στην καθαρολογική αίσθηση της «ορθότητας», διότι απλούστατα η αίσθηση αυτή οδηγεί στη νοοτροπία τού «είμαι αριστερότερός σου» [«lefter than thou»], [11] στην ιδέα ότι η μειοψηφία γνωρίζει καλύτερα και δικαιούται, εν ανάγκη, να εξαναγκάσει την πλειοψηφία να γίνει ελεύθερη.

Αυτή ακριβώς ήταν η λογική τής λενινιστικής εκδοχής τού «πολέμου κινήσεων». Σήμερα δε, μπορούμε να δούμε στην Ανατολική Ευρώπη ορισμένες από τις συνέπειες του αβανγκαρντισμού τής λογικής αυτής (μια επαναστατική αλλαγή που δεν κατάφερε να κερδίσει, να διαφωτίσει, να μεταμορφώσει την «πλειοψηφία», τα μέλη τής οποίας έκαναν μέχρι τέλους απλώς υπομονή, και έχουν έκτοτε επανακάμψει σε πολλές από τις αρχαϊκές, εθνοκεντρικές, ρατσιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις που έτρεφαν πριν οι λενινιστές καταλάβουν την εξουσία «για λογαριασμό τους»). Ένας πόλεμος θέσεων δεν έχει ουδ’ επί στιγμήν την πολυτέλεια να αποδεσμευθεί από τη σκληρή πειθαρχία τής δημοκρατίας, εν ονόματι κάποιου «Υψηλότερου Αγαθού» ή κάποιας «ανώτερης γνώσης». Αν δεν συνδυάζεται με μια στρατηγική δημοκρατική –υπό την έννοια ότι αντιμετωπίζει ειλικρινώς τους πραγματικούς φόβους, τις πραγματικές συγχύσεις και τις αγωνίες, όσο και τις απολαύσεις των απλών ανθρώπων, ότι προσπαθεί να τους ευαισθητοποιήσει σε νέες αντιλήψεις τού βίου, να τους κερδίσει, συγκροτώντας έτσι νέες πλειοψηφίες εκεί όπου σήμερα δεν υπάρχουν παρά κατακερματισμένες μειοψηφίες–, είναι μακροπρόθεσμα καταδικασμένος να αποτύχει, όποιες κι αν είναι οι τοπικές μικροεπιτυχίες του. Η επιμονή δημοτικών επιτροπών παιδείας, εκλεγμένων από ισχνές πλειοψηφίες, να διανεμηθούν στα τοπικά σχολεία βιβλία όπως Η Τζένη ζει με τον Έρικ και τον Μάρτιν, χωρίς τη σκληρή δουλειά που απαιτείται για να κερδηθούν οι γονείς σε μια λιγότερο ομοφοβική αντίληψη για τη σεξουαλικότητα, θα έχει πιθανότατα ως αποτέλεσμα η αναμενόμενη αντίδραση να είναι ακόμη πιο ακραία, όσο καλά κι αν αισθανόταν τη στιγμή τής νίκης το «υπόλοιπο» των επίδοξων σωτήρων [saving remnant]. [12] Αυτή ακριβώς είναι η σκληρή αλήθεια την οποία, όλως παραδόξως, αδυνατούσαν καταφανώς να κατανοήσουν τόσο οι δυνάμεις τής πολιτικής ορθότητας στην μετά το GLC εκδοχή της, όσο και το παραδοσιακό Εργατικό Κόμμα, για διαφορετικούς βέβαια λόγους η κάθε πλευρά.

Το συμπέρασμα λοιπόν στο οποίο καταλήγω από αυτήν την προσπάθεια να εντάξω την πολιτική ορθότητα σε μιαν ευρύτερη πολιτική και ιστορική οπτική είναι ότι πρόκειται για μιαν αβανγκαρντιστική τακτική η οποία ακολουθείται ως εάν να μπορούσε να παραγάγει στρατηγικά πολιτικά αποτελέσματα. Μολονότι έχει δίκιο να ασχολείται μ’ αυτά τα ευρύτερα πολιτισμικά και κοινωνικά ζητήματα, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τη σημασία που έχει για την αποτελεσματική διεξαγωγή των «πολιτισμικών πολέμων» η «παιδευτική» αντίληψη της πολιτικής και η κατάκτηση της συναίνεσης. Ναι μεν έχει ριζοσπαστικοποιήσει την πολιτική ατζέντα, αλλά παραμένει προσκολλημένη σε μια παρωχημένη και απαξιωμένη αντίληψη του «πολιτικού».

Η πολιτική αυτή αποτίμηση είναι ωστόσο η αρχή μόνο τού όλου ζητήματος. Επιβάλλεται να κάνουμε άλλο ένα βήμα και να συζητήσουμε ορισμένες θεμελιώδεις υποκείμενες παραδοχές τής πολιτικής ορθότητας, ιδίως εκείνες που διέπουν την εκδοχή τής πολιτικής ορθότητας που εκδηλώνεται μετά την εμπειρία τού GLC και τα μέσα τής δεκαετίας τού 1980. Μια τέτοια αξιολόγηση δεν είναι εύκολο να γίνει. Μολονότι δε η συνολική μου κρίση είναι αρνητική, είναι γεγονός ότι κατά της πολιτικής ορθότητας διακινούνται και ορισμένα επιχειρήματα που είναι, νομίζω, άτοπα – χρειαζόμαστε μια πιο ισορροπημένη περιγραφή, μια περιγραφή με περισσότερες αποχρώσεις που θα σταθμίζει τα θετικά όσο και τα αρνητικά της σημεία. Για παράδειγμα, η κριτική τής παραδοσιακής Αριστεράς –ότι δηλαδή η πολιτική ορθότητα ενδιαφέρεται για ζητήματα που είναι αδιάφορα και ασήμαντα σε σύγκριση με τα «πραγματικά» ζητήματα της φτώχειας, της ανεργίας, της οικονομικής μειονεξίας που θα έπρεπε να την απασχολούν– είναι καταφανώς απαράδεκτη. Η κριτική αυτή απορρέει από μιαν αρχαϊκή αντίληψη, από ένα είδος χονδροειδούς και υποδόριου υλισμού που πρεσβεύει ότι το ζήτημα της κοινωνικής «τάξης» είναι συνάμα πιο πραγματικό και απλούστερο να αντιμετωπιστεί απ’ ό,τι, φερ’ ειπείν, το ζήτημα του κοινωνικού φύλου· ότι η «τάξη», επειδή συνδέεται με το οικονομικό επίπεδο, είναι τρόπον τινά περισσότερο υλικά καθοριστική, και ότι οι οικονομικοί παράγοντες επενεργούν κατά κάποιον τρόπο αφ’ εαυτών, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές, τις ιδεολογικές, τις έμφυλες και τις φυλετικές συνθήκες δυνατότητάς τους. Η αντίληψη αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, απολύτως εσφαλμένη. Η προσκόλληση δε σ’ αυτήν δείχνει ότι, παρά το γεγονός ότι όσα έχουν συμβεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχουν υπονομεύσει ή αμφισβητήσει τις βασικές της παραδοχές, η παραδοσιακή αντίληψη για το τί είναι «αριστερή πολιτική» παραμένει ακλόνητη και βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση (όλως περιέργως, ακόμη και μεταξύ ορισμένων στρατευμένων φεμινιστριών!).

Οι θιασώτες τής πολιτικής ορθότητας έχουν ασφαλώς δίκιο όταν εστιάζουν την προσοχή τους στα παραγνωρισμένα ζητήματα του κοινωνικού φύλου, της σεξουαλικότητας, της φυλής, της εθνότητας, της γλώσσας, της γνώσης, των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, του εθνοκεντρισμού τού [λογοτεχνικού] κανόνα, κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, έχουν επίσης δίκιο όταν επιχειρούν να τα μετατρέψουν σε αντικείμενα του πολιτικού αγώνα. Ακόμη, έχουν ασφαλώς δίκιο όταν υποστηρίζουν ότι ο λόγος για τον οποίο η «πολιτική» αγνοεί εκ παραδόσεως τα ζητήματα αυτά δεν εντοπίζεται σε μια συνειδητή, ορθολογική επιλογή ή συνωμοσία, αλλά στο ότι σύνολος ο πολιτισμός ενεργεί κατά τρόπον ώστε να καθιστά τους κοινωνικούς αυτούς ανταγωνισμούς πολιτικά αόρατους. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να γίνουν τα ζητήματα αυτά απλώς και μόνον ορατά, θα χρειαστεί πράγματι –όπως ορθά η πολιτική ορθότητα υποστηρίζει– να γίνει πολύς ντόρος, να καταπέσουν ιερά ταμπού, να σπάσουν οι συνένοχες σιωπές – και τούτο ανεξάρτητα από την ανάγκη τής επινόησης θεσμικών στρατηγικών που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα αυτά αποτελεσματικά. Σημειωτέον, αν οι αλλαγές στις πολιτικές και τους θεσμούς δεν διεισδύσουν στο επίπεδο της προσωπικής πρακτικής στην καθημερινή ζωή, οι αλλαγές αυτές δεν θα έχουν τελικά καμμία σημασία. Όλοι ξέρουμε άψογους αντισεξιστές άνδρες, οι οποίοι αφιερώνουν τόσο χρόνο στην προώθηση της πολιτικής ίσων ευκαιριών στους χώρους εργασίας τους που δεν τους μένει ούτε λεπτό για να πλύνουν τα πιάτα στο σπίτι.

Από την άλλη όμως πλευρά, οι θιασώτες τής πολιτικής ορθότητας θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι είναι άλλο πράγμα η αμφισβήτηση των παραδοχών που είναι εγκιβωτισμένες στην κοινή χρήση τής γλώσσας και άλλο η αστυνόμευση της γλώσσας. Άλλο πράγμα το να προσπαθεί κανείς να πείσει τους ανθρώπους να αλλάξουν συλλογικά τη συμπεριφορά τους προς τις μειονότητες και εντελώς άλλο να τους υπαγορεύει τί μπορούν να κάνουν και τί όχι. Οι θιασώτες τής πολιτικής ορθότητας γνωρίζουν, ή θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι εάν ο τρόπος με τον οποίο ασκούμε την πολιτική δεν καταφέρνει να «κερδίσει την ταύτιση» είναι αδύνατον να συγκροτήσει τα νέα πολιτικά υποκείμενα που απαιτούνται για να στηρίξουν την πρακτική, ασχέτως του πόσο «αντικειμενικά» ορθή είναι η ανάλυση. Εκείνο που αποκαλούμε ταυτότητα δεν είναι κάτι που δημιουργείται εκτός του πολιτισμού και κινητοποιείται από την πολιτική εκ των υστέρων. Αντιθέτως, η πολιτική είναι κατά βάσιν η διαδικασία διαμόρφωσης των ατόμων (των οποίων οι ταυτότητες είναι πολλαπλές και διχασμένες) σε «νέα πολιτικά υποκείμενα» (φερ’ ειπείν, κάνοντας ανθρώπους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από ένα ολόκληρο φάσμα αποχρώσεων δέρματος, να νιώθουν και να ενεργούν πολιτικά ως «Μαύροι» ή κάνοντας γυναίκες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους «φεμινίστριες» στον τρόπο που σκέφτονται), καθώς και η διαδικασία διά της οποίας κερδίζεται η ταύτισή τους με ορισμένες πολιτικές θέσεις. Η στρατηγική που βασίζεται στην αποσιώπηση των προβλημάτων, χωρίς να τα αναδεικνύει και να καταπιάνεται με αυτά, είναι μια στρατηγική που ασχολείται με τα δύσκολα ζητήματα στο επίπεδο απλώς των συμπτωμάτων, όχι των αιτίων.

Θεωρώ, κατά συνέπεια, ότι το πρόβλημα με την πολιτική ορθότητα δεν έγκειται στην ατζέντα της, με την οποία ενίοτε συμφωνώ, αλλά στην αδυναμία της να συλλάβει τις προεκτάσεις των θέσεων που φαίνεται να πρεσβεύει. Όποιος κατανοεί τη σημασία τής γλώσσας γνωρίζει ότι το νόημα είναι αδύνατον να καθηλωθεί οριστικά, διότι η γλώσσα είναι από την ίδια της τη φύση πολύσημη [multi-accentual], [13] το δε νόημα διαρκώς διολισθαίνει. Η παράταξη που θέλει να παρεμβαίνει ιδεολογικά στην απεριόριστη πολυσημία τής γλώσσας είναι η παράταξη της Δεξιάς: προσπαθεί να την παγιώσει σε σχέση με τον κόσμο έτσι ώστε να μην μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα – εκείνο, φέρ’ ειπείν, που αποφασίζει, με την άπειρη σοφία του, ο [Υπουργός Παιδείας] Τζων Πάττεν ότι χρειάζεται να διδαχθούν οι νέοι για να γίνουν καλοί μικροί Άγγλοι και Αγγλίδες. Η ιδέα ωστόσο ότι η Αριστερά μπορεί ή πρέπει να παρεμβαίνει νομοθετικά για την παγίωση της γλώσσας θα την έκανε να παίζει το ίδιο ακριβώς παιχνίδι με τον Πάττεν, μόνο ανάποδα. Ένα όμως από τα βασικά μαθήματα που διδαχθήκαμε από τότε που συντελέστηκε η «γλωσσική στροφή» στη φιλοσοφία και τις πολιτισμικές σπουδές είναι ότι είναι αδύνατον να αποφύγεις τις επιπτώσεις ενός σχήματος ή μιας πρακτικής απλώς αντιστρέφοντάς το. Το να πιστεύει κανείς ότι όλοι οι Μαύροι είναι καλοί και έξυπνοι ενδέχεται να προσφέρει μια κάποια ανακούφιση μετά από τόσους αιώνες κατά τους οποίους εθεωρούντο κακοί, κτηνώδεις και βλάκες· εξακολουθεί όμως η πεποίθηση αυτή να βασίζεται σε ρατσιστικές παραδοχές. Οφείλουμε να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια να στηριχθεί μια αντιρατσιστική πολιτική σε βάσεις βιολογικές ή γενετικές, είτε αυτές εξυπηρετούν εμάς είτε εξυπηρετούν το Εθνικό Μέτωπο.[14] Η πραγματική ρήξη επέρχεται, όχι με την αντιστροφή τού σχήματος, αλλά με την απεμπλοκή από τους περιοριστικούς του όρους, με την αλλαγή τού πλαισίου.

Η πολιτική ορθότητα έχει αλλάξει εκείνο που θέλει να λέει και να σημαίνει η γλώσσα και ο πολιτισμός, δεν έχει όμως αλλάξει την αντίληψη που έχει για το πώς το νόημα και ο πολιτισμός λειτουργούν. Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τη γλώσσα. Η όλη στρατηγική τής πολιτικής ορθότητας εξαρτάται από μιαν αντίληψη της πολιτικής ως καταγγελίας των ψευδών ιδεών και νοημάτων, τα οποία και πρέπει να αντικατασταθούν από αληθείς ιδέες και νοήματα. Είναι μια στρατηγική που διαμορφώνεται με πρότυπο την «πολιτική ως αλήθεια» [«politics as truth»]– το αίτημα της αντικατάστασης της ψευδούς ρατσιστικής, σεξιστικής ή ομοφοβικής συνείδησης από την «αληθή συνείδηση». Εκείνο που η στρατηγική αυτή αρνείται να λάβει υπ’ όψιν είναι η βαθυστόχαστη επισήμανση (του Μισέλ Φουκώ και άλλων) ότι η «αλήθεια» της γνώσης εξαρτάται πάντοτε από τα συμφραζόμενα, ότι συγκροτείται πάντοτε εν λόγω, και είναι πάντοτε συνδεδεμένη με σχέσεις εξουσίας που την καθιστούν «αληθή» – με δυο λόγια, δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις «πολιτικές τής αλήθειας» [the «politics of truth»]. Η άποψη ότι οφείλουμε να αγωνιζόμαστε για τη γλώσσα, επειδή ο λόγος επενεργεί τόσο στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνουμε τον κόσμο όσο και στην πρακτική μας μέσα σ’ αυτόν –άποψη ορθή– ακυρώνεται πλήρως από την προσπάθεια να βραχυκυκλωθεί η διαδικασία τής αλλαγής διά της νομοθετικής επιβολής τής Απόλυτης Αλήθειας. Διά της νομοθεσίας μάλιστα [στο σχήμα αυτό] επιβάλλεται μια άλλη μοναδική και ομοιογενής αλήθεια –η δική μας αλήθεια που αντικαθιστά τη δική τους– ενώ το πραγματικά δύσκολο εγχείρημα μπροστά μας είναι να επιμείνουμε στην προοπτική τής αλλαγής και της βελτίωσης του κόσμου, αποδεχόμενοι συνάμα τη διαφορά και διαπραγματευόμενοι με αυτήν. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να υιοθετήσουμε το σχήμα σύμφωνα με το οποίο μία αυθεντία αντικαθιστά ένα σύνολο ταυτοτήτων ή αληθειών με ένα άλλο σύνολο «ορθότερων» ταυτοτήτων και αληθειών. Η κριτική τής πολιτικής αυθεντίας, της ουσιοκρατίας και της ιδέας ότι η πολιτισμική ταυτότητα είναι ενιαία και ομοιογενής έχει παντελώς ακυρώσει την ουσιοκρατική αυτή αντίληψη της πολιτικής.

Η πολιτική ορθότητα συνιστά λοιπόν ένα παράδοξο – κάτι που αναμφίβολα εξηγεί γιατί τρέφω τόσο αμφίθυμα αισθήματα γι’ αυτήν. Υπό μία έννοια, μοιάζει να ανήκει στη νέα στιγμή τής πολιτικής και να διέπεται από ορισμένα χαρακτηριστικά της. Ενίοτε μοιάζει ακόμη και να υιοθετεί ορισμένες από τις νέες αντιλήψεις που συνδέονται με αυτήν. Την ίδια στιγμή, πολλά από εκείνα που στην πράξη περνούν για πολιτική ορθότητα συνιστούν ένα είδος στρέβλωσης –μια καρικατούρα– της νέας μορφής τής πολιτικής. Η πολιτική ορθότητα υπήρξε το προϊόν μιας νέας πολιτικής συγκυρίας. Δεν φαίνεται όμως να κατανοεί τις δυνάμεις και τις ιδέες που την έχουν πραγματικά διαμορφώσει. Αντιθέτως, προσπαθεί να διεξαγάγει νέους αγώνες με όπλα αρχαϊκά και ξεπερασμένα.

Η αίσθηση που είχα ότι η πολιτική ορθότητα έχει διχάσει την Αριστερά, ότι την έχει φέρει αντιμέτωπη με τον εαυτό της, δεν είναι, τελικά, πλάνη ή λάθος, διότι μια θεμελιώδης διαχωριστική γραμμή όντως υπάρχει. Πρόκειται για τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ, αφ’ ενός, εκείνων που πιστεύουν ότι η πολιτική συνίσταται στο να εγκαταστήσουμε τη «δική μας πλευρά» στη θέση που κατείχε η «δική τους», για να ασκήσουμε εν συνεχεία την εξουσία με τον ίδιο τρόπο που την ασκούσαν εκείνοι. Η δυαδική αυτή στρατηγική τής διακυβέρνησης της κοινωνίας διά της «αστυνόμευσής» της δικαιολογείται επειδή εκείνη που την υλοποιεί είναι η δική μας πλευρά. Αφ’ ετέρου, υπάρχουν κι εκείνοι που πιστεύουν ότι το καθήκον τής πολιτικής σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία και σε μια μετανεωτερική στιγμή είναι να αποσταθεροποιεί διαρκώς κάθε σχηματισμό εξουσίας –είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς–, εμποδίζοντάς τον από το να στεριώσει ποτέ σ’ εκείνη την ασυναισθησία [unconsciousness] –τον «βαθύ ύπνο τής λήθης» [15]– που η εξουσία κατά κανόνα επιφέρει, και η οποία μοιάζει να είναι συνθήκη τής άσκησής της. Στην περίπτωση αυτής της διαχωριστικής γραμμής, η πολιτική ορθότητα βρίσκεται, φοβούμαι, στην κατ’ εμέ λάθος πλευρά.

Δεν προσδοκώ βέβαια ότι οι θιασώτες τής πολιτικής ορθότητας θα συμφωνήσουν. Τη στιγμή μάλιστα αυτή, καθώς γράφω, μπορώ και ακούω τον σφιγκτήρα τού αντίχειρα να βγαίνει από τη θήκη του, τη γκιλοτίνα να ακονίζεται, το Λεξικό της πολιτικής ορθότητας να ξεφυλλίζεται, τις καρότσες μεταφοράς των μελλοθανάτων στο ικρίωμα να κινούνται. . .

~

Ο Γρηγόρης Ανανιάδης αφυπηρέτησε τον Αύγουστο 2023 από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας τού Παντείου Πανεπιστημίου· διετέλεσε μέλος τής Συντακτικής Επιτροπής και της Γραμματείας Σύνταξης των ΣΘ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Some “Politically Incorrect” Pathways through PC», στο Sarah Dunant (επιμ.), The War of the Words: The Political Correctness Debate, Virago Press, Λονδίνο 1994

[2] Εντός αγκυλών τίθενται, όπου αναγκαίο, είτε όροι τού πρωτοτύπου είτε σύντομες διευκρινιστικές προσθήκες. Εκτενέστερες επεξηγήσεις ή βιβλιογραφικές παραπομπές μεταφέρονται στις σημειώσεις. [Γ.Α.]

[3] «Witnessing to the Truth»: η χριστιανική επιταγή να ομολογούν τα μέλη της Εκκλησίας πίστιν, να είναι «μάρτυρες» τῇ ἀληθείᾳ που αποκάλυψε στον κόσμο ο Χριστός. [Γ.Α.]

[4] Στην Αγγλία των αρχών τού 17ου αιώνα ομάδες ζηλωτών προτεσταντών άρχισαν να αποσπώνται από τις ενοριακές τους εκκλησίες ή και από την ίδια την Αγγλικανική Εκκλησία –θεωρώντας ότι αυτή, δέσμια ακόμη εν πολλοίς του Ρωμαιοκαθολικισμού, δεν είχε «μεταρρυθμισθεί» επαρκώς– και να συγκροτούν τις δικές τους αυτοδιοικούμενες κοινότητες πιστών. Τα μέλη των κοινοτήτων αυτών αυτοπροσδιορίζονταν ως «θεοσεβείς», ως «τέκνα τού Θεού», ως «μάρτυρες» ή ως «ορατοί άγιοι» καθόσον βάρυνε πάνω τους η συλλογική απαίτηση να μαρτυρά ο βίος τους τη χάρη τού Θεού. Σε ένα πρώτο στάδιο, ο χαρακτηρισμός «πουριτανός» είχε σημασία απαξιωτική, καθώς τον χρησιμοποιούσαν ως όρο πολεμικής οι αντίπαλοί τους. Μεγάλο μέρος των πουριτανικών κοινοτήτων, όπως και άλλων ριζοσπαστικών προτεσταντικών ομάδων, επρόκειτο να βρει καταφύγιο στη Νέα Αγγλία, πέραν του Ατλαντικού. [Γ.Α.]

[5] Ζήτημα που είχε πραγματευτεί ο Hall στο κλασικό πλέον βιβλίο που συνέγραψε με τους Chas Critcher, Tony Jefferson, John Clarke και Brian Roberts: Policing the Crisis. Mugging, the State, and Law and Order, Macmillan, Λονδίνο 1978. [Γ.Α.]

[6] Τα Ανάκτορα του Ουεστμίνστερ: μετωνυμία για τα δύο σώματα του βρετανικού Κοινοβουλίου και τη βρετανική κυβέρνηση. Η έδρα τής πολιτικής εξουσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. [Γ.Α.]

[7] Προβεβλημένο στέλεχος της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος, ο Κεν Λίβινγκστον ηγήθηκε του GLC από το 1981 μέχρι την κατάργησή του από την κυβέρνηση Θάτσερ το 1986. Διετέλεσε επίσης Δήμαρχος του Λονδίνου από το 2000, όταν καθιερώθηκε ο νέος θεσμός, μέχρι το 2008. [Γ.Α.]

[8] Λογοπαίγνιο πάνω στο ομόηχο απόφθεγμα «fair is fair» – κατά προσέγγιση: «το σωστό είναι σωστό». [Γ.Α.]

[9] «Μπέε, μπέε, μαύρο πρόβατο». [Γ.Α.]

[10] Βλ. ενδεικτικά: Stuart Hall, «The Great Moving Right Show», στο S. Hall και M. Jacques (επιμ.), The Politics of Thatcherism, Lawrence & Wishart – Marxism Today, Λονδίνο 1983· S. Hall, The Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis of the Left, Verso, Λονδίνο 1988· S. Hall, «The Meaning of New Times», στο S. Hall και M. Jacques (επιμ.), New Times. The Changing Face of Politics in the 1990s, Lawrence & Wishart – Marxism Today, Λονδίνο 1989. [Γ.Α.]

[11] Κατ’ αναλογίαν προς το «holier than thou» – βιβλική φράση που δηλώνει στην αγγλική το πνεύμα τής ηθικής ανωτερότητας και της αυτοδικαίωσης. Πρβλ. Ησαΐας, 65 (ξε΄), 5: «[…] Πόρρω ἀπ’ ἐμοῦ, μὴ ἐγγίσῃς μου, ὅτι καθαρός εἰμί», Septuaginta, Editio Altera (έκδοση επιμελημένη από τον Alfred Rahlfs και αναθεωρημένη από τον Robert Hanhart), Deutsche Bibelgesellschaft, Στουτγάρδη 2006. Βλ. επίσης την επιμετάφραση του Νεοφύτου Βάμβα (Αγία Γραφή, 1850 – σε συνεργασία με τη Βρετανική Βιβλική Εταιρεία): «[…] Μακρὰν ἀπ᾿ ἐμοῦ, μή μὲ ἐγγίσῃς, διότι εἶμαι ἁγιώτερός σου». [Γ.Α.]

[12] Άλλο ένα κατάλοιπο του Προτεσταντισμού στην αγγλική γλώσσα. Η έννοια του υπολοίπου ή του «καταλείμματος» απαντά τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη και παραπέμπει σε ό,τι έχει απομείνει από μια κοινότητα μετά από μια καταστροφή. Πρβλ. Ησαΐας, 10 (ι΄), 20-23: «Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ οὐκέτι προστεθήσεται τὸ καταλειφθὲν Ἰσραήλ, καὶ οἱ σωθέντες τοῦ Ἰακὼβ οὐκέτι μὴ πεποιθότες ὦσιν ἐπὶ τοὺς ἀδικήσαντας αὐτούς, ἀλλὰ ἔσονται πεποιθότες ἐπὶ τὸν θεὸν τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραὴλ τῇ ἀληθείᾳ, καὶ ἔσται τὸ καταλειφθὲν τοῦ Ἰακὼβ ἐπὶ θεὸν ἰσχύοντα. καὶ ἐὰν γένηται ὁ λαὸς Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα αὐτῶν σωθήσεται· λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει ὁ θεὸς ἐν τῇ οἰκουμένῃ ὅλῃ», Septuaginta, ό.π. Και στη μετάφραση Βάμβα: «Καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τὸ ὑπόλοιπον τοῦ Ἰσραήλ καὶ οἱ διασεσωσμένοι τοῦ οἴκου Ἰακὼβ δὲν θέλουσι πλέον ἐπιστηρίζεσθαι ἐπὶ τὸν πατάξαντα αὐτούς, ἀλλὰ θέλουσιν ἐπιστηρίζεσθαι ἐπὶ Κύριον, τὸν Ἃγιον τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ ἀλήθειαν. Τὸ ὑπόλοιπον θέλει ἐπιστρέψει, τὸ ὑπόλοιπον τοῦ Ἰακώβ, πρὸς τὸν ἰσχυρὸν Θεόν. Διότι ἄν καὶ ὁ λαὸς σου, Ἰσραήλ, ἦναι ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, ὑπόλοιπον ἐξ αὐτῶν θέλει ἐπιστρέψει· ἡ ἀποφασισθεῖσα κατανάλωσις θέλει συντελεσθῆ ἐν δικαιοσύνῃ. Διότι Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων θέλει κάμει κατανάλωσιν, βεβαίως προσδιωρισμένην, ἐν μέσῳ πάσης τῆς γῆς». — Στην προτεσταντική παράδοση η έννοια του «υπολοίπου» αναφέρεται στους εκλεκτούς που μπορούν να οδηγήσουν και τους άλλους στη σωτηρία. [Γ.Α.]

[13] Την έννοια της «multi-accentuality», της πολυσημίας των γλωσσικών σημείων, την ανέπτυξε ο σοβιετικός μαρξιστής γλωσσολόγος Βαλεντίν Βολόσινωφ (1895-1936), μέλος τού κύκλου τού Μιχαήλ Μπαχτίν, στο έργο του Marxism and the Philosophy of Language [1929], Harvard University Press, Καίμπριτζ Μασσαχουσέτης 1986. Σε αντίθεση με την παγίωση του νοήματος των σημείων από τη συγχρονική δομή, την οποία καταλόγιζε στον Σωσσύρ, ο Βολόσινωφ ενδιαφερόταν για τη δυναμική τής γλώσσας και εξέταζε την πολυσημία σε συνάρτηση με τα ιστορικά της συμφραζόμενα, την ιδεολογία και τους κοινωνικοπολιτικούς ανταγωνισμούς. Υποστήριζε ότι ενώ οι κυρίαρχες τάξεις ρέπουν προς τη μονοσημία τής γλώσσας, οι κοινωνικές συγκρούσεις αναδεικνύουν την πολυσημία της. [Γ.Α.]

[14] National Front: ακροδεξιό, νεοφασιστικό κόμμα. Δεδομένου του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος της Βρετανίας, ποτέ δεν επέτυχε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, κατορθώνει όμως περιστασιακά να εκλέγει δημοτικούς συμβούλους σε τοπικές εκλογές. [Γ.Α.]

[15] «Deep sleep of forgetfulness»: Και εδώ αξιοποιεί ο Hall για το επιχείρημά του μιαν αποφθεγματική φράση τής αγγλικής που έχει βιβλικό υπόβαθρο χωρίς ωστόσο να απαντά αυτούσια στις Γραφές. Πολλά είναι τα χωρία τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης όπου οι πιστοί καλούνται να αφυπνισθούν από τον πνευματικό λήθαργο που θέτει σε κίνδυνο τη σωτηρία τους. Eνδεικτικά, πρβλ. Προς Ρωμαίους, 11 (ια΄), 7-8: «Τί λοιπόν; Ὁ Ἰσραήλ δὲν ἐπέτυχεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ζητεῖ, οἱ ἐκλεκτοὶ ὅμως ἐπέτυχον· οἱ δὲ λοιποὶ ἐτυφλώθησαν, καθὼς εἶναι γεγραμμένον· Ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ὁ Θεὸς πνεῦμα νυσταγμοῦ, ὀφθαλμοὺς διὰ νὰ μή βλέπωσι καὶ ὦτα διὰ νὰ μή ἀκούωσιν, ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας»· Ησαΐας, 29 (κθ΄), 10: «Διότι ὁ Κύριος ἐξέχεεν ἐφ᾿ ὑμᾶς πνεῦμα βαθέος ὕπνου καὶ ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν· περιεκάλυψε τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἄρχοντας ὑμῶν, τοὺς βλέποντας ὀράσεις» (Μτφρ. Βάμβα). Υπό την επίδραση της ελληνορωμαϊκής γραμματείας, η έννοια της «λήθης» (forgetfulness, lethe) έχει βέβαια μακρά ιστορία στην αγγλική ποίηση και πεζογραφία. [Γ.Α.]

 

Δείτε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

IΔPYTHΣ Σταμάτης Χρυσολούρης

EKΔOTEΣ Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου

ΣYNTAKTIKH EΠITPOΠH Έφη Αβδελά, Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Νικόλας Βαγδούτης, Θανάσης Βαλαβανίδης, Οντέτ Βαρών Βασάρ, Λίνα Βεντούρα, Κώστας Βλασόπουλος, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Έλλη Δρούλια, Χάρης Εξερτζόγλου, Ελευθερία Ζέη, Όλγα Θεμελή, Βίκυ Ιακώβου, Γιώργος Ιωαννίδης, Γιώργος Καραβοκύρης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Λούση Κιουσοπούλου, Ηλίας Κούβελας, Μάκης Κουζέλης, Νίκος Κουραχάνης, Δημήτρης Κυρτάτας, Σαράντης Λώλος, Γιώργος Μαλάμης, Αχιλλέας Μητσός, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Ρίκα Μπενβενίστε, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Στρατής Μπουρνάζος, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Κατερίνα Ροζάκου, Άκης Παπαταξιάρχης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Ειρήνη Σκαλιώρα, Αθηνά Σκουλαρίκη, Γιάννης Σταυρακάκης, Κώστας Τσιαμπάος, Σάββας Τσιλένης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Κώστας Χριστόπουλος, Θωμάς Ψήμμας.

ΓPAMMATEIA ΣYNTAΞHΣ Γρηγόρης Ανανιάδης, Βίκυ Ιακώβου, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Γιώργος Μαλάμης, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Σάββας Τσιλένης

KAΛΛITEXNIKH EΠIMEΛEIA Βουβούλα Σκούρα

ΔIEYΘYNTHΣ EKΔOΣHΣ Γιώργος Γουλάκος

ΔIOPΘΩΣH KEIMENΩN Αναστασία Λαμπροπούλου

HΛEKTPONIKH ΣEΛIΔOΠOIHΣH-ΦIΛMΣ Eκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 105 53 Αθήνα, τηλ.: 210.3250058

EKTYΠΩΣH Kωστόπουλος Γιώργος, Aκομινάτου 67-69, τηλ.: 210.8813.241

BIBΛIOΔEΣIA Βασ. & Ζαχ. Μπετσώρη O.Ε., Στ. Γονατά 13A, τηλ.: 210.5743.783

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Εισάγετε το email σας για να ενημερώνεστε για τα νέα άρθρα