«Ο ΠΟΥΤΙΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ JOSEPH CONFAVREUX

MEDIAPART, 19 ΜΑΡΤΙΟΥ 2022

Τχ. 155-156

Denys Gorbach

Σας εξέπληξε η ομόψυχη αντίδραση της ουκρανικής κοινωνίας στην εισβολή, τη στιγμή που τη χαρακτηρίζουν πολιτικές, γλωσσικές και κοινωνικές διαιρέσεις;

Ντένις Γκόρμπαχ: Ναι, αυτή η αντίδραση και η έκταση της αντίστασης δεν ήταν αυτονόητη πριν από την εισβολή. Αν θυμηθούμε τις διαιρέσεις της ουκρανικής κοινωνίας κατά τα γεγονότα του 2014, μπορούμε να δούμε ότι η κοινωνία έχει αλλάξει σε βάθος.

Το κύριο πεδίο της έρευνάς μου, το 2019, ήταν μία στην πλειονότητά της ρωσόφωνη πόλη, όπου μελέτησα κοινότητες που θα τις περιγράφαμε ως ρωσόφιλες. Ωστόσο, από το ξέσπασμα του πολέμου και εξής, ούτε ένας από τους πληροφορητές μου δεν υποστήριξε τις ίδιες θέσεις που εξέφραζε πριν από δύο ή τρία χρόνια. Και όμως είναι μια περιοχή που σήμερα υποφέρει κάτω από τις βόμβες και τους πυραύλους του Πούτιν. Η ουκρανική κοινωνία έχει γίνει πολύ πιο ομοιογενής πολιτικά απ’ ό,τι ήταν.

Εκτός από το σοκ του πολέμου, που μπορεί να οδήγησε σε μια μορφή ενότητας, αυτό έχει να κάνει κυρίως με την ανάπτυξη των δημοκρατικών ή/και ευρωπαϊκών προσδοκιών της ουκρανικής κοινωνίας ή με την άνοδο ενός αντι-πουτινικού αισθήματος που συνδέεται με την προσάρτηση της Κριμαίας και τις αυτονομιστικές τάσεις στα ανατολικά της χώρας;

Η αντίδραση στην εισβολή είναι αποφασιστική. Οι Ουκρανοί που ήταν ουδέτεροι ή φιλορώσοι άλλαξαν αίφνης τη στάση τους. Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη τη συμπεριφορά του ρωσικού καθεστώτος από το 2014, η οποία είχε ήδη βαθιές επιπτώσεις στην αλληλεγγύη της ουκρανικής κοινωνίας απέναντι στη Ρωσία. Πρώτον, ένα μεγάλο μέρος του ρωσόφιλου εκλογικού σώματος αποκόπηκε από το πολιτικό πεδίο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και τη δημιουργία αυτονομιστικών οντοτήτων στο Ντονμπάς. Η ισορροπία που υπήρχε πριν το 2014 μεταξύ της «εθνοτικής ουκρανικής» και της «ανατολικής σλαβικής» ταυτότητας διαταράχθηκε όταν εκατομμύρια υποστηρικτές της τελευταίας βρέθηκαν πέρα ​​από τα νέα σύνορα.

Στη συνέχεια, η κοινωνική και οικονομική αποτυχία των αυτονομιστικών «δημοκρατιών» μετέβαλε σταδιακά τη στάση των ανθρώπων. Το 2014, ο πληθυσμός του Ντονμπάς ήταν πεπεισμένος ότι η Ρωσία θα ενσωματώσει γρήγορα την περιοχή, αναίμακτα, όπως ακριβώς είχε κάνει και με την Κριμαία. Πράγματι, η Κριμαία, μετά την προσάρτηση, έλαβε σημαντικές επενδύσεις και κοινωνικές παροχές, όπως η αύξηση των συντάξεων, έτσι ώστε να αποτελέσει μια πολιτική βιτρίνα – αν αφήσουμε κατά μέρος τη στρατιωτικοποίηση της χερσονήσου, που εξελισσόταν την ίδια περίοδο.

Όμως στο Ντονμπάς, η ιστορία ήταν πολύ πιο αιματηρή και πιο καταστροφική από οικονομική άποψη. Σε αυτήν την περιοχή, που κάποτε ήταν εξαιρετικά βιομηχανοποιημένη και περήφανη για αυτό, οι επιχειρήσεις που δεν έχουν καταστραφεί ή μεταφερθεί στη ρωσική επαρχία λειτουργούν σε χαμηλότερους ρυθμούς, το εισόδημα του πληθυσμού έχει μειωθεί δραματικά, η φυγή προς τη Ρωσία ή προς άλλες περιοχές της Ουκρανίας ήταν μαζική.  Όλα αυτά κατέστησαν λιγότερο ελκυστική την ιδέα του «ρωσικού κόσμου».

Τέλος, η κοινωνία δεν έμεινε αδρανής αυτά τα οκτώ χρόνια: προσαρμόστηκε στον μακροχρόνιο πόλεμο χαμηλής έντασης, που αποτελεί το φόντο της γενικότερης κοινωνικοπολιτικής εικόνας. Επιπλέον, πολλοί άνδρες και γυναίκες υπηρέτησαν στον ουκρανικό στρατό στο μέτωπο του Ντονμπάς. Ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη όσους τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν, και τις οικογένειές τους, το ίδιο το γεγονός ότι είχαν αυτήν την εμπειρία στρατιωτικής θητείας επηρέασε την κοσμοθεωρία των βετεράνων και των στρατεύσιμων, αλλά και όλων των οικείων τους.

Οι φιλοδυτικές βλέψεις είναι μια άλλη ιστορία. Σίγουρα έχουν ενισχυθεί από το 2014, αλλά αυτό που βλέπουμε εδώ είναι πρώτα απ’ όλα η έκφραση της αυξανόμενης εθνικής συνοχής μιας κοινωνίας που πλέον διαχωρίζεται πολύ πιο καθαρά από τη Ρωσία, τη «μεγάλη αδελφή» της, σύμφωνα με τη σοβιετική αφήγηση. Αυτή η αλλαγή προφανώς διέφυγε της προσοχής του Βλαντιμίρ Πούτιν, εξού και αυτή η πολύ κακώς υπολογισμένη εισβολή, με την αποτυχία του Blitzkrieg.

Γιατί στέκεστε κριτικά απέναντι στις αναλύσεις του πολέμου που εξηγούν τη σύγκρουση κυρίως ως αντιπαράθεση μεταξύ ΝΑΤΟ και Πούτιν;

Αυτό το πρίσμα ανάγνωσης μου φαίνεται πολύ ανεπαρκές και αναγωγιστικό. Αν υιοθετήσουμε μια πιο μακροσκοπική οπτική, και αν δούμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ αποτελεί φυσικά έναν δομικό παράγοντα της γεωπολιτικής σκηνής σε αυτήν την περιοχή του κόσμου.

Ωστόσο, αν εστιάσουμε στη δυναμική της τελευταίας δεκαετίας, είναι μάλλον περιθωριακός παράγοντας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, για την οποία αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι η εναρκτήρια σκηνή, αλλά μια νέα φάση.  Τουλάχιστον από το 2008 κι έπειτα, το ΝΑΤΟ ήταν ένα περιθωριακό ζήτημα, και ήταν σαφές σε όλους, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής κυβέρνησης, ότι η Ουκρανία δεν επρόκειτο να ενταχθεί στη συμμαχία.

Αναμφίβολα, η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μέρος του ουκρανικού πολιτικού φαντασιακού, όπου αυτές οι δομές γίνονται αντιληπτές, σε ένα «μυθολογικό» επίπεδο, ως πιστοποιητικά του ανήκειν στον δυτικό πολιτισμό, συνώνυμα της οικονομικής ευημερίας και της δημοκρατικής πολιτικής.

Αυτή η ρόδινη οπτική είναι αρκετά ισχυρή ώστε η απόκτηση του στάτους χώρας υποψήφιας προς ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ να έχει εγγραφεί ακόμη και στο Σύνταγμα της Ουκρανίας ως εθνική στρατηγική. Κανείς όμως δεν περίμενε σοβαρά ότι η Ουκρανία θα γινόταν αποδεκτή από το ΝΑΤΟ – ακόμη και πριν από την έναρξη του πολέμου το 2014, πόσο μάλλον μετά από τον σημερινό.

Ο ισχυρισμός ότι το ΝΑΤΟ προκάλεσε τον Πούτιν δεν βασίζεται στην πραγματικότητα, και ο Ρώσος πρόεδρος ουσιαστικά έχει σταματήσει να μιλάει για το ΝΑΤΟ, αυτό το μαγικό ακρωνύμιο που είχε σκοπό να εντυπωσιάσει το δυτικό κοινό, και επικεντρώνεται πλέον στην «τεχνητή» φύση του ουκρανικού έθνους, που υποτίθεται ότι το δημιούργησε ο μοχθηρός μπολσεβίκος Λένιν όταν κατέστρεφε την πολύτιμη ρωσική αυτοκρατορία.

Η κριτική μου βασίζεται επίσης στο γεγονός ότι αυτό το πρίσμα ανάγνωσης αντιλαμβάνεται την ικανότητα πολιτικής δράσης ως προσίδιο χαρακτηριστικό των μεγάλων δυνάμεων, όπως το ΝΑΤΟ ή το ρωσικό καθεστώς, ενώ την υποτιμά ως προσίδιο χαρακτηριστικό των κοινωνιών, είτε μιλάμε για την ουκρανική είτε για τη ρωσική κοινωνία.

Αυτή η εστίαση είναι ανεπαρκής από ηθική άποψη, καθώς ασχολείται μόνο με τις διαθέσεις μιας χούφτας από τους πιο ισχυρούς άντρες του κόσμου και τις «νόμιμες εγγυήσεις ασφάλειάς» τους, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις εγγυήσεις ασφάλειας για τον λιγότερο προνομιούχο πληθυσμό, που η μοίρα του είναι να χαθεί σε αυτό το μεγάλο παιχνίδι.

Εκτός αυτού, μια τέτοια εστίαση είναι επίσης πολύ κακή ως αναλυτικό εργαλείο. Η γεωπολιτική εμμονή μάς εμποδίζει να κατανοήσουμε τις κοινωνικές διεργασίες που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια στην Ουκρανία, σε μια κοινωνία άνω των 40 εκατομμυρίων ανθρώπων που έχει τη δική της αυτονομία ως προς τις συζητήσεις, οι οποίες κινούνται στη σφαίρα της υψηλής πολιτικής.

Το ίδιο λάθος κάνουν και οι Ουκρανοί όταν αναλύουν τις διεθνείς εξελίξεις. Εάν για τους Γάλλους και τους Αμερικανούς όλα περιστρέφονται γύρω από το ΝΑΤΟ και τις κυβερνήσεις τους, το τοπικό πλαίσιο δεν έχει και πολλή σημασία. Όμως για τους Ουκρανούς κάθε διεθνές φαινόμενο περιορίζεται αναγκαστικά στην «πολιτισμική» σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Για παράδειγμα, το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων έχει καταγγελθεί ως επιχείρηση που στήθηκε από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες για να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη…

Αυτό εξηγεί και έναν κάποιο «στρατοπεδισμό» που παρατηρούμε στην ευρωπαϊκή Αριστερά; Και πώς, λοιπόν, να υποστηρίξουμε από τα αριστερά την ουκρανική αντίσταση;

Δυστυχώς, αναγκάζομαι να σημειώσω ότι αυτός ο στρατοπεδισμός συνεχίζει να υπάρχει στη γαλλική Αριστερά, από τη Ναταλί Αρτώ μέχρι τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, που εγκαλούν τον Πούτιν αλλά επιμένουν παράλληλα στον αρνητικό ρόλο του ΝΑΤΟ. Η αναφορά στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ δεν προσθέτει τίποτα στην ανάλυση της τρέχουσας εισβολής, αλλά γίνεται με τελετουργικό τρόπο, εκτός θέματος. Κανείς δεν λέει ότι το ΝΑΤΟ είναι μια ειρηνιστική κοινότητα χίπηδων, αλλά τι σχέση έχει με έναν πόλεμο που δεν τον ξεκίνησε το ΝΑΤΟ και στον οποίο αρνείται σθεναρά να συμμετάσχει; Κατά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, καταγγείλαμε άραγε ποτέ τον ρωσικό ιμπεριαλισμό απλώς και μόνο για να είμαστε αντικειμενικοί;

Διαπιστώνω, ωστόσο, ότι ορισμένα κείμενα μάς καλούν να επανεξετάσουμε τα συνηθισμένα πλαίσια ανάγνωσης, να βγούμε από τη βολή μας και να κατανοήσουμε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά μια σχέση που διαμορφώνει τη διεθνή σκηνή και έχει διάφορα κέντρα βάρους.

Εγώ ο ίδιος, προερχόμενος από μια αριστερή παράδοση δυσπιστίας προς τον πατριωτισμό, χρειάστηκε να αναθεωρήσω τις θέσεις μου. Αφού ξοδέψαμε πολλή ενέργεια επικρίνοντας «τον εχθρό εντός των πυλών», δηλαδή τον ουκρανικό εθνικισμό και τις πολιτικές της ουκρανικής κυβέρνησης, σήμερα είναι ξεκάθαρο ότι «ο εχθρός της διπλανής πόρτας», ο ρωσικός στρατός, αποτελεί πολύ πιο σοβαρό και άμεσο κίνδυνο.

Η υποστήριξη προς την Παλαιστίνη είναι λιγότερο σημαντική στη γαλλική Αριστερά από ό,τι σε άλλες χώρες, ωστόσο υπάρχει. Και, δομικά, η κατάσταση είναι συγκρίσιμη: ένα μικρό έθνος θύμα του ιμπεριαλισμού του ισχυρού γείτονά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολιτικά προβλήματα στην Ουκρανία ή στην Παλαιστίνη. Μπορεί κανείς να επικρίνει τη διαφθορά της παλαιστινιακής ηγεσίας, την προβληματική φύση της Χαμάς, και να αναγνωρίζει ταυτόχρονα το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αντίσταση. Μπορεί κανείς να επικρίνει τη διαφθορά στην Ουκρανία και να σημειώνει ότι υπάρχει ουκρανική ακροδεξιά, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει άνευ όρων την αντίσταση.

Για να υποστηρίξουμε την ουκρανική αντίσταση από αριστερή σκοπιά, μου φαίνεται ότι είναι απολύτως δυνατό να συμμετέχουμε στην αποστολή βοήθειας με κονβόι που να οργανώνονται από συνδικάτα ή συλλόγους, όπως είχε ήδη συμβεί κατά τη διάρκεια των πολέμων στη Βοσνία, αλλά και να κάνουμε εκστρατεία για την ακύρωση του εξωτερικού χρέους της Ουκρανίας, το οποίο είναι πολύ βαρύ φορτίο.

Αυτή είναι μια από τις κλασικές αναφορές από αριστερή σκοπιά και δεν θα έπρεπε να είναι πρόβλημα. Επί του παρόντος, παρακολουθούμε μια εν εξελίξει εκστρατεία για τη διαγραφή του ουκρανικού χρέους στους κόλπους της αγγλοαμερικανικής Αριστεράς, και θα χαιρόμουν να δω τις γαλλικές οργανώσεις να συμμετάσχουν. Ειδικά από τη στιγμή που θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό προηγούμενο για άλλες φτωχές και καταχρεωμένες χώρες.

Η παροχή στρατιωτικής συνδρομής διχάζει περισσότερο, καθώς αφορά τόσο την υποστήριξη της ουκρανικής αντίστασης, όσο και την αποφυγή της κλιμάκωσης. Καταλαβαίνω ότι η Αριστερά δεν πιέζει για τη δημιουργία ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, που θα οδηγούσε σε μάχες μεταξύ ρωσικών και αμερικανικών αεροπλάνων. Ωστόσο, νομίζω ότι η υποστήριξη της ουκρανικής αντίστασης σημαίνει και υποστήριξη της αποστολής όπλων, παρά την παραδοσιακή δυσπιστία της Αριστεράς για στρατιωτική παρέμβαση.

Θεωρώ ότι η υποστήριξη του αγώνα, ένοπλου και άοπλου, ενός μικρού έθνους που δέχεται επίθεση από ένα μεγαλύτερο, όπως στο Βιετνάμ ή με τους Κούρδους, είναι θεμιτή και ανταποκρίνεται στο «λογισμικό» της αριστεράς. Η υποστήριξη στον αγώνα των Πολωνών, των Ούγγρων ή ακόμη και των Ιρλανδών ήταν ένα προγραμματικό σημείο στο οποίο συνέκλιναν όλοι οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές τον 19ο αιώνα, όπως ακριβώς η αλληλεγγύη στους λαούς του Τρίτου Κόσμου τον 20ό.

Τέλος, ακόμη και οι αμετάθετα ειρηνιστές μπορούν να κάνουν πολλά: από την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στον άμαχο πληθυσμό μέχρι την άσκηση πίεσης για να έχει διάρκεια η προς το παρόν ευνοϊκή στάση των χωρών της ΕΕ προς τους Ουκρανούς πρόσφυγες. Αντί να τους κάνουμε να νιώθουν ένοχοι επειδή έγιναν αποδεκτοί καλύτερα απ’ ό,τι οι υπήκοοι άλλων χωρών που ήρθαν στην Ευρώπη προς αναζήτηση ασύλου, είναι προτιμότερο να αγωνιστούμε για να διασφαλίσουμε ότι αυτές οι ευνοϊκές συνθήκες θα επεκταθούν σε οποιονδήποτε ζητά άσυλο στην ΕΕ.

Έχετε δουλέψει ερευνητικά πάνω στις στρατηγικές της ουκρανικής ακροδεξιάς. Ποιο είναι το πραγματικό της βάρος; Έχει περιθωριακή παρουσία στην ουκρανική κοινωνία ή κάτι παραπάνω;

Μετά τα γεγονότα του 2014 και την επανάσταση του Μαϊντάν, δεν υπήρξε κανενός είδους ναζιστικό «πραξικόπημα», όπως ισχυρίζεται η ρωσική προπαγάνδα. Υπήρχαν όμως καλά οργανωμένες ακροδεξιές εθνικιστικές δυνάμεις, οι οποίες ενισχύθηκαν στο μετά το 2014 πολεμικό πλαίσιο. Εντούτοις, οι δυνάμεις αυτές κατέκτησαν ένα ισχνό 2-3% στις εκλογές που ακολούθησαν την επανάσταση του 2014.

Στις προεδρικές εκλογές του 2019, ο μοναδικός υποψήφιος ολόκληρης της ακροδεξιάς, ο Ruslan Kochoulynskyi, έλαβε μόλις το 1,62% των ψήφων. Η ακροδεξιά παραμένει επομένως μια πολύ μικρή μειοψηφία στην κοινωνία, με περιθωριακή επιρροή στη θεσμική πολιτική. Από την άλλη, μετά το 2014 έχει κάποιο βάρος σε ορισμένους πολιτικούς, δημοσιογραφικούς ή στρατιωτικούς κύκλους.

Η σημασία της, ωστόσο, έδειχνε να μειώνεται ουσιαστικά τον τελευταίο καιρό, όπως φάνηκε από την ευρεία νίκη του Ζελένσκι το 2019, ο οποίος εξελέγη με βάση ένα πρόγραμμα ενότητας, σε αντίθεση με τις εθνικιστικές δυνάμεις, που έκτοτε βρίσκονται σε πιο περιθωριακή και αμυντική θέση. Μετά την εκλογή του, μπορούμε να πούμε ότι ο Ζελένσκι «δεξιοποιήθηκε»: έκανε σημαντικά βήματα εναντίον των φιλορωσικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά ανέχτηκε επίσης τη συνέχιση της γαλλικού τύπου συγκεντρωτικής πολιτικής για τη γλώσσα, η οποία λειτουργεί μεροληπτικά σε βάρος των αλλόγλωσσων. Εντούτοις, δεν υπήρξε καμία προσέγγισή του με τους υπερεθνικιστές, που τον έβλεπαν ως προδότη του έθνους.

Ο σημερινός πόλεμος θα μπορούσε να προσδώσει νέο σθένος στους ακροδεξιούς, αν και η δυναμική του δεν είναι εκείνη του πολέμου του 2014. Όσοι ηρωικά παίρνουν σήμερα τα όπλα, είναι μάλλον ο στρατός ως δημοκρατικός θεσμός, η άμυνα για τα πάτρια εδάφη –που δεν έχει πολιτικό πρόσωπο– και ο άμαχος πληθυσμός, όπως γυναίκες εθελόντριες, σιδηροδρομικοί ή οι διάσημοι πλέον αγρότες που κλέβουν ρωσικά τανκς. Το κράτος έχει καθυποτάξει και διασκορπίσει εδώ και καιρό τις εθελοντικές εθνικιστικές ένοπλες μονάδες, που άφησαν τη σφραγίδα τους στις εχθροπραξίες του 2014-2015.

Το διαβόητο Σύνταγμα Αζόφ, του οποίου η διοίκηση ανήκει σαφώς στην άκρα Δεξιά, είναι η μόνη εξαίρεση: επέζησε της ομαλοποίησης χάρη στην προστασία του υπουργού Εσωτερικών Arsen Avakov (ο οποίος παραιτήθηκε το 2021) και ενσωματώθηκε στην Εθνική Φρουρά. Με τις επάλληλες πολιτικές δομές και τις διεθνείς επαφές του, το Αζόφ ήταν μια διόλου ευκαταφρόνητη δύναμη στην ουκρανική πολιτική τα τελευταία χρόνια, αλλά σήμερα πια είναι σταγόνα στον ωκεανό των ουκρανικών αμυντικών δυνάμεων.

Ο Πρόεδρος Ζελένσκι τείνει να αντιμετωπίζεται ως υπερήρωας. Αμφισβητήθηκε στην Ουκρανία πριν από το ξέσπασμα του πολέμου;

Μετά τις εκλογές του 2019, υπήρξε χάσμα μεταξύ της πλειοψηφίας της κοινωνίας υπέρ του Ζελένσκι και εκείνων που αυτοαποκαλούνταν «το 25%», οι οποίοι συχνά ανήκαν στην κοινωνική και οικονομική ελίτ και είχαν ψηφίσει τον πρώην Πρόεδρο Πέτρο Ποροσένκο. Ένα μέρος τους, οι «Ποροχομπότ» [Porokhobot: σύζευξη του Ποροσένκο και του bot, από τα ρομποτικά τρολ του Διαδικτύου – σημείωση του συντάκτη], επινόησαν φρικτές ιστορίες για τον Ζελένσκι και προώθησαν μια φανατικά εθνικιστική ατζέντα.

Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν οι τοπικές ελίτ, οι οποίες βασίζονταν στην αντίθετη ταυτοτική ατζέντα: φιλορωσικές ή ακριβέστερα «ανατολικοσλαβικές». Ήταν επίσης εχθρικές προς τον νέο άνδρα και την ομάδα του, που απειλούσε να τις συντρίψει. Από τις τοπικές εκλογές του 2020, είχαμε αισθανθεί ότι η υποστήριξη προς τον Ζελένσκι αποδυναμώνεται και οι πατερναλιστικές και πελατειακές δομές στην υπηρεσία αυτών των ελίτ έδειχναν να διατηρούν την ισχύ τους.

Σήμερα, όμως, όλοι αυτοί οι αντίπαλοι στοιχίζονται άνευ όρων πίσω από τον πρόεδρο και εκφράζονται ξεκάθαρα ενάντια στη ρωσική εισβολή, ακόμη και αν προηγουμένως βρίσκονταν κοντά στη Ρωσία. Η επιστημονική κοινότητα που παρακολουθεί την εξέλιξη του τρέχοντος πολέμου σημειώνει τη σαφή απουσία ελίτ έτοιμων να συνεργαστούν με τις ρωσικές δυνάμεις στις κατεχόμενες πόλεις – κάτι που δεν συνέβαινε το 2014. Καθώς δεν υπάρχουν δήμαρχοι πρόθυμοι να συνεργαστούν, ακόμη και αν είχαν εκλεγεί με φιλορωσικό πρόγραμμα, προκύπτει το ερώτημα εάν οι Ρώσοι θα καταφέρουν να φτιάξουν το δικό τους καθεστώς τύπου Βισύ στην Ουκρανία, ακόμη κι αν την υποτάξουν στρατιωτικά.

Η δουλειά σας εστιάζεται ιδιαίτερα στον ουκρανικό «εθνικό λαϊκισμό». Τι εννοείτε με αυτό;

Στη δημοσιογραφική γλώσσα, ο λαϊκισμός είναι μια βρώμικη λέξη, κάτι που δεν ισχύει στο ακαδημαϊκό πλαίσιο, ούτε στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Έχοντας ως σημείο αναφοράς το έργο του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ, θεωρώ τον λαϊκισμό μια πολιτική στρατηγική που συνίσταται στην οικοδόμηση κοινών συμφερόντων μεταξύ ετερογενών στοιχείων της κοινωνίας.

Για πολύ καιρό, ένα τέτοιο πρόταγμα δεν μπορούσε να λειτουργήσει στην Ουκρανία, επειδή υπήρχαν στην πραγματικότητα δύο ανταγωνιστικά πολιτικά προτάγματα. Το πρώτο, που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε «ανατολικοσλαβικό», πηγάζει από μια μετασοβιετική ταυτότητα και είναι μάλλον προσανατολισμένο στη Ρωσία. Το δεύτερο βασίζεται στην ουκρανική εθνοτικο-εθνική ταυτότητα και συναρθρώνεται με φιλοευρωπαϊκές θέσεις.

Κατά τη γνώμη μου, η Ουκρανία διατήρησε έναν δημοκρατικό πλουραλισμό, περισσότερο απ’ ό,τι οι γείτονές της που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ακριβώς χάρη στον ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των δύο προταγμάτων, κανένα εκ των οποίων δεν μπορούσε να επιβάλει την ηγεμονία του στο άλλο – και όχι επειδή οι Ουκρανοί έχουν υποτίθεται μια έμφυτη δημοκρατική κλίση.

Αυτή η ένταση εξηγεί και τη δυσκολία να οικοδομηθεί ένα ενιαίο και ομοιογενές (intégral) έθνος και κράτος, με την γκραμσιανή έννοια του όρου. Παραδόξως, αν η Ουκρανία δεν βγει από αυτόν τον πόλεμο εκμηδενισμένη, θα μπορούσε πράγματι να τεθεί σε εφαρμογή αυτή η κρατική, εθνική και λαϊκή ενοποίηση.

Ο Denys Gorbach είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικών επιστημών στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών (Sciences-Po) στο Παρίσι. Αντικείμενο της διδακτορικής του έρευνας είναι η πολιτικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων της Ουκρανίας, καθώς και οι δυναμικές της άκρας δεξιάς. Για το Mediapart, ανατρέχει στις πολιτικές εξελίξεις στην ουκρανική κοινωνία από το 2014, στους μετασχηματισμούς της, που συνδέονται με το ξέσπασμα της ρωσικής εισβολής, αλλά και στο τι περιμένει από την ευρωπαϊκή Αριστερά.

Μετάφραση: Γιάννης Μπαλαμπανίδης

 

Δείτε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

IΔPYTHΣ Σταμάτης Χρυσολούρης

EKΔOTEΣ Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου

ΣYNTAKTIKH EΠITPOΠH Έφη Αβδελά, Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Νικόλας Βαγδούτης, Θανάσης Βαλαβανίδης, Οντέτ Βαρών Βασάρ, Λίνα Βεντούρα, Κώστας Βλασόπουλος, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Έλλη Δρούλια, Χάρης Εξερτζόγλου, Ελευθερία Ζέη, Όλγα Θεμελή, Βίκυ Ιακώβου, Γιώργος Ιωαννίδης, Γιώργος Καραβοκύρης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Λούση Κιουσοπούλου, Ηλίας Κούβελας, Μάκης Κουζέλης, Νίκος Κουραχάνης, Δημήτρης Κυρτάτας, Σαράντης Λώλος, Γιώργος Μαλάμης, Αχιλλέας Μητσός, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Ρίκα Μπενβενίστε, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Στρατής Μπουρνάζος, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Κατερίνα Ροζάκου, Άκης Παπαταξιάρχης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Ειρήνη Σκαλιώρα, Αθηνά Σκουλαρίκη, Γιάννης Σταυρακάκης, Κώστας Τσιαμπάος, Σάββας Τσιλένης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Κώστας Χριστόπουλος, Θωμάς Ψήμμας.

ΓPAMMATEIA ΣYNTAΞHΣ Γρηγόρης Ανανιάδης, Βίκυ Ιακώβου, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Γιώργος Μαλάμης, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Σάββας Τσιλένης

KAΛΛITEXNIKH EΠIMEΛEIA Βουβούλα Σκούρα

ΔIEYΘYNTHΣ EKΔOΣHΣ Γιώργος Γουλάκος

ΔIOPΘΩΣH KEIMENΩN Αναστασία Λαμπροπούλου

HΛEKTPONIKH ΣEΛIΔOΠOIHΣH-ΦIΛMΣ Eκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 105 53 Αθήνα, τηλ.: 210.3250058

EKTYΠΩΣH Kωστόπουλος Γιώργος, Aκομινάτου 67-69, τηλ.: 210.8813.241

BIBΛIOΔEΣIA Βασ. & Ζαχ. Μπετσώρη O.Ε., Στ. Γονατά 13A, τηλ.: 210.5743.783

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Εισάγετε το email σας για να ενημερώνεστε για τα νέα άρθρα