Βασίλης Πεσμαζόγλου
Τχ. 155-156
Εδώ και χρόνια, η οικονομική επιστήμη καλείται να διερευνήσει περιβαλλοντικά ζητήματα: αρχικά μικροοικονομικής φύσης, όπως οι «αρνητικές εξωτερικότητες», δηλαδή οι δυσμενείς συνέπειες και επιβαρύνσεις που προκύπτουν σε τρίτους λόγω οικονομικών δραστηριοτήτων (π.χ. φουγάρο εργοστασίου). Αργότερα μακροοικονομικής φύσης, όπως οι περιβαλλοντικές διαστάσεις της ανάπτυξης, με προεξάρχουσα, εσχάτως, την κλιματική αλλαγή. Η έκθεση Stern (2006) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα διεπιστημονικής προσέγγισης του συγκεκριμένου θέματος: κοστολογεί διάφορα σενάρια αύξησης της θερμοκρασίας της γης, καταδεικνύοντας ότι οι απαιτούμενες υψηλές δαπάνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι μικρότερες του τεράστιου κόστους των συνεπειών της.
Τρεις είναι οι βασικές μεταβλητές που επηρεάζουν πλανητικά τις εκπομπές άνθρακα: ΑΕΠ, πληθυσμός, τεχνολογία. Εάν η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού περιοριστεί, η διαχείριση θα είναι κάπως ευκολότερη. Εάν ο παγκόσμιος πληθυσμός φτάσει/ξεπεράσει τα 10 δις και αυτό συνδυαστεί με γενικευμένη υιοθέτηση του «δυτικού» τρόπου ζωής, η λύση δυσκολεύει.
Η οικονομολογική συζήτηση περιστρέφεται συνήθως γύρω από το ΑΕΠ και την τεχνολογία. Κάπως σχηματικά, υπάρχουν δύο σχολές σκέψης για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η πρώτη τονίζει την ανάγκη στροφής σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εμπιστεύεται την τεχνολογική αλλαγή που, με τη βοήθεια κατάλληλων δημόσιων πολιτικών, θα εξασφαλίσει τη λεγόμενη «πράσινη» μετάβαση. Η δεύτερη, πιο ριζοσπαστική, καλεί σε άρδην αναθεώρηση των συμβατικών μεθοδολογικών εργαλείων (όπως το ΑΕΠ) και ανατροπή του οικονομικού συστήματος προς την κατεύθυνση της «αποανάπτυξης»· θεωρεί ότι η εγγενής τάση του καπιταλισμού για μεγέθυνση είναι ασύμβατη με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής πρόκλησης.
[…]
Ο Βασίλης Πεσμαζόγλου διδάσκει πολιτική οικονομία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου ([email protected]).