ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΔΙΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ: ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Λάζαρος Τεντόμας

Τχ. 153-154

Εισαγωγή

Στο παρόν άρθρο γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης όψεων της ιστορίας της αναπηρίας στην Ελλάδα την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης (κυρίως της δεκαετίας του ’90).1 Στόχος της ανάλυσης αποτελεί η διερεύνηση του βαθμού συμμετοχής του λόγου περί αναπηρίας στα γενικότερα κοινωνικά – πολιτικά συμφραζόμενα της περιόδου αυτής. Ειδικότερα ενδιαφέρει η σχέση της αναπηρίας με το αφήγημα του εκσυγχρονισμού και το αφήγημα για «την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας», άξονες οι οποίοι αναδείχτηκαν από το ερευνητικό υλικό και όχι από μια εκ των προτέρων συσχέτισή τους με αυτό. Ακολουθώντας τη διατύπωση ότι τα κινήματα «εκτός από συλλογικές δράσεις είναι και βιωματικοί χώροι»,2 στρέφουμε την προσοχή μας στο πώς ερμήνευσαν την αναπηρία στα 451 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντάλλαξαν τα μέλη της διαδικτυακής λίστας του περιοδικού Αναπηρία Τώρα,3 σε έναν διάλογο που εκτείνεται χρονικά τέσσερις μήνες, από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούλιο του 2000. Η χρονική περίοδος αυτή δεν επιλέχτηκε για κάποιον συγκεκριμένο λόγο, αλλά γιατί σ’ αυτήν αναφέρεται το σωζόμενο αρχειακό υλικό. Στο άρθρο επιλέχτηκε να παρουσιαστεί ο θεματικός άξονας που αναφέρεται στον λόγο περί προσβασιμότητας, όπως αυτός αναπτύχθηκε σε τμήμα του αρχειακού υλικού.

Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση του λόγου περί προσβασιμότητας, απαιτείται μια σύντομη παρουσίαση του επιστημονικού πεδίου της ιστορίας της αναπηρίας, ώστε να γίνουν κατανοητά τα κεντρικά σημεία του διαλόγου εντός του πεδίου αυτού, στο οποίο εντάσσεται η ανά χείρας μελέτη. Η ιστορία της αναπηρίας αποτελεί ένα περιφερειακό πεδίο στον τομέα των κοινωνικών επιστημών στον ελλαδικό χώρο και διεθνώς, μια περιφερειακότητα η οποία οδήγησε τους Αμερικανούς ιστορικούς της αναπηρίας Paul Longmore και Laurie Umansky να σημειώσουν εμφατικά ότι «η απουσία της αναπηρίας από τη γραπτή ιστορία, η απομάκρυνσή της από την επίσημη συλλογική μνήμη θέτει σε κίνδυνο το αίτημα των ανάπηρων πολιτών για πλήρη πολιτειότητα και δεν πρόκειται μόνο για ένα αφηρημένο έλλειμμα της επιστημονικής κοινότητας».4 Οι επίσης Αμερικανίδες ερευνήτριες Victoria Lewis και Sara Kishi Wolf σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα υποστήριξαν ότι η επιτακτικότητα της ανάδειξης της ιστορίας της αναπηρίας συνδέεται με τις πολιτικές συρρίκνωσης των δικαιωμάτων των ανάπηρων ατόμων στη σύγχρονη εποχή, δικαιώματα που αποκτήθηκαν με σκληρούς αγώνες στο παρελθόν.5 Η Alison Kafer, στο ζήτημα της ιστορίας της αναπηρίας, σημείωσε ότι η κυρίαρχη αντίληψη για την αναπηρία ως μη αξιοβίωτη συνθήκη ύπαρξης για το μέλλον του κάθε ανθρώπου μπορεί να επηρεάσει τις ιστορικές έρευνες από τον κίνδυνο της εμφάνισης μιας ομαλοποιητικής ιστοριογραφίας που να τοποθετεί την αναπηρία σε ένα θετικό «πριν» και σε ένα θλιβερά οριοθετημένο «μετά».6 Για να κατανοήσουμε τα συμπεράσματα προηγούμενων ιστορικών περιόδων, αναφέρουμε τη μελέτη του Martin Norden, Cinemas of Isolation, ο οποίος ανέλυσε το περιεχόμενο μιας σειράς απεικονίσεων της αναπηρίας στον κινηματογράφο στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο Norden υποστήριξε ότι η κατασκευή της αναπηρίας μπορεί να κατανεμηθεί σε τέσσερις κύριες περιόδους. Πρώτον, πριν από τον πόλεμο του 1939-45, όπου η αναπηρία παρουσιάστηκε ως μια φρικτή κατάσταση. Κατά τη δεύτερη περίοδο, αμέσως μετά τον πόλεμο, η εικόνα της βελτιώνεται σε αυτό που ο Norden ονόμασε «αποκαταστατική». Την τρίτη περίοδο, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και όλη τη δεκαετία του ’60, όπου οι αναγνώσεις της αναπηρίας επανέρχονται ξανά σε μια φρικτή προοπτική, και τέλος τη δεκαετία του 1970, όπου σημειώνεται μια ταλάντευση σε μια πιο «φωτισμένη» και «ανεκτική» στάση. Για τον Norden, όλες αυτές οι αλλαγές συνδέονται με τις μεταβαλλόμενες αντιλήψεις για την αναπηρία, τις τεχνολογικές εξελίξεις και το πολιτικό κλίμα της κάθε περιόδου.7

Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, η προσβασιμότητα των ανάπηρων ατόμων αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα των διεκδικήσεων του αναπηρικού κινήματος διεθνώς. Σύμφωνα με την Ingunn Moser, διαμέσου του λόγου για τα ζητήματα εμποδίων προσβασιμότητας οδηγηθήκαμε στη μελέτη του σχετικιστικού περιεχόμενου των εννοιών «υγεία» και «ολοκλήρωση», σε μια ρευστή μεταβαλλόμενη συνθήκη, όπου η ικανότητα και η αναπηρία χρειάζεται να συμφωνήσουμε ότι προϋπάρχουν στην ανθρώπινη κατάσταση, η οποία κυμαίνεται από τη μία στην άλλη ανάλογα με τις δυνατότητες που παρουσιάζονται.8 Η επίδραση των τεχνολογιών της αποκατάστασης των ανάπηρων σωμάτων και επίλυσης προβλημάτων προσβασιμότητας δημιούργησε τις προϋποθέσεις σύνδεσης της σωματικής βλάβης με τα γεγονότα στην ιστορία της αναπηρίας. Οι ανάπηροι Άλλοι κινούνται μέσα σ’ αυτό το τεχνολογικό περιβάλλον, μεταξύ διαγνώσεων και θεραπειών, σε ένα προκαθορισμένο πεδίο κοινωνικότητας, χωρίς πάντα να είναι ευδιάκριτη η σχέση της προκαθορισμένης αυτής υλικότητας με τα διάφορα επίπεδα αφήγησης. Παρόλο που ο λόγος των ανάπηρων ατόμων, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από την αναπηρία και τα ζητήματα προσβασιμότητας, εντούτοις υπογραμμίζεται από το κλίμα της τεχνολογίας, δημιουργώντας μια τεχνητή κατάσταση αφηγηματικότητας.9

Πρόκειται άραγε για παθητική κοινωνικότητα ή για αποδοχή της διαφορετικότητάς τους μέσα από συγκεκριμένους καταπιεστικούς μηχανισμούς της ιατρικοποιημένης γνώσης για το ανάπηρο σώμα, στην οποία βρίσκουν τρόπους επιβίωσης πέρα από το δίπολο ενεργητική /παθητική συμμετοχή;10 Ωστόσο, οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι τεχνολογίες προκαθορίζουν τις εμπειρίες, οι οποίες, σύμφωνα με τον John Law, δεν πρέπει να αναλύονται ως λόγος μεγαλύτερης ισχύος σε σχέση με το κλίμα που επικρατεί.11 Οι επιταγές δηλαδή της ιατρικοποιημένης γνώσης δεν εγκαταλείπονται, αλλά αυτό που τίθεται ως εθνογραφικό εγχείρημα είναι η ποικιλομορφία της εμπειρίας.

Η σωματική δυσλειτουργία των ανάπηρων ατόμων είναι το αποκλειστικό και κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητάς τους ή τα περιβαλλοντικά εμπόδια δημιουργούν την ταυτότητα αυτή; Σύμφωνα με την Moser,12 οι τεχνολογίες και οι κάθε λογής τοπικότητες παράγουν συγκεκριμένες αντιλήψεις για την αναπηρία, δεδομένου ότι τα ανάπηρα άτομα βρίσκονται στο μέσο αυτού του προβληματισμού, δεν είναι δηλαδή ανεξάρτητα να καθορίσουν την πορεία τους με βάση τη δική τους ατομικότητα, αλλά οι τεχνολογίες προδιαγράφουν σε μεγάλο βαθμό την υλικότητά τους και τις στρατηγικές που θα ακολουθήσουν στην πορεία του χρόνου. Ο βαθμός κανονικοποίησης για το πώς θα ζήσουν τα ανάπηρα άτομα, σύμφωνα με τη Moser, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το υψηλό επίπεδο παροχών στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, αντιθέτως οι τεχνολογίες, που μπορεί να εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα ζωής, υπακούν και αυτές σε επιταγές κανονικοποίησης και εξάρτησης.13 Ωστόσο δεν ακολουθούνται οι ίδιες διαδρομές, τα ανάπηρα άτομα και οι συνθήκες του περιβάλλοντος ποικίλλουν και η ποικιλομορφία αυτή κρύβει τις διαδικασίες κανονικοποίησης. Η πορεία στο να χαρακτηριστεί κάποιος ανάπηρο άτομο εμπλέκει τις επιταγές της τεχνολογίας και τις πρακτικές, πέρα από τα επίπεδα παροχών. Με βάση τα παραπάνω, η διαδικτυακή λίστα είναι ο τόπος όπου διασταυρώνονται αυτές οι υπόγειες διαδρομές, τις οποίες καλούμαστε να κατανοήσουμε, όχι αμφισβητώντας την ποιότητα των παροχών, αλλά ερχόμενοι αντιμέτωποι με τις συμπυκνώσεις που συνεπάγεται η ύπαρξή τους στις διαφορετικές προσεγγίσεις των χρηστών.

Σ’ αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να σημειωθούν τα χαρακτηριστικά της μεθοδολογίας της έρευνας, η οποία βασίστηκε στον συνδυασμό της ανάλυσης λόγου με τη χρήση συνεντεύξεων και στοιχείων αυτοβιογραφικής εθνογραφίας.14 Ειδικότερα, η ανάλυση λόγου επικεντρώθηκε στους διάφορους τρόπους με τους οποίους τα μέλη της ηλεκτρονικής λίστας διαπραγματεύτηκαν και κατασκεύασαν νόημα στον καθημερινό τους κόσμο. Καθώς εντοπίστηκαν διαφορετικές θέσεις στους διαλόγους των χρηστών –οι οποίες συχνά βρέθηκαν σε σύγκρουση μεταξύ τους– διερευνήθηκε αν οι θέσεις αυτές αναπτύσσουν μια ιεραρχική διευθέτηση θεμάτων. Στο πλαίσιο της ανάλυσης, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών της λίστας δεν εκλαμβάνονται ως ασήμαντα αποτελέσματα των επικοινωνιακών αναγκών τους. Αντιθέτως είναι μικρά κείμενα τα οποία λειτουργούν σε πολλά επίπεδα και αποτελούν προϊόν του συνόλου των πολιτικών και ψυχολογικών συνθηκών που βίωσαν τα μέλη της λίστας.

Ο λόγος περί προσβασιμότητας ως τόπος πολιτικών ευκαιριών

Για τη διευκόλυνση της ανάλυσης, το ζήτημα της πρόσβασης χρειάζεται να ιδωθεί ως ένα γενικότερο κοινωνικο-πολιτισμικό φαινόμενο, το οποίο δεν σχετίζεται μόνο με τη φαινομενική έλλειψη προσβασιμότητας, αλλά ως πρόσθεση των ίδιων των υπαρχόντων δομών, θυμίζοντας την ετεροτοπία του Michel Foucault, όπου ο χώρος αναλύεται υπό το πρίσμα των θέσεων που υποδέχονται σχέσεις ή, μάλλον, ως την ίδια την ενέργεια της «τοποθέτησης» ή «χωροθεσίας» σχέσεων στον υλικό χώρο.15 Η σχέση αναπηρίας – κοινωνίας στη μελέτη αυτή στηρίζεται στην ανάλυση της παραπάνω σύλληψης του χώρου, στο πλαίσιο της προβληματικής περί «κυβερνητικότητας», της αστικής δηλαδή δημόσιας κοινωνικότητας, όπου η ανάπηρη κατάσταση μεθοδεύεται από τη σκοπιά των ποικίλων κοινωνικοπολιτικών διεκδικήσεων και αιτημάτων.16 Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τη μορφή τους, τα αιτήματα πληροφορούν για την ευρύτερη «δομή πολιτικών ευκαιριών», στην οποία αναπτύσσονται και επιδρούν. Η «δομή πολιτικών ευκαιριών» αναφέρεται στον χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής και διαρρύθμισης ενός δοσμένου θεσμικού περιβάλλοντος, όπως επίσης και στη δεκτικότητα ενός πολιτικού συστήματος να ενσωματώνει/ενθαρρύνει ή να αποκλείει/αποτρέπει τη συλλογική δράση και άρθρωση αιτημάτων.17 Στην αναπηρία, «τόπος πολιτικών ευκαιριών» λογίζεται το αίτημα της προσβασιμότητας που αποτελεί κυρίαρχο αίτημα στον τομέα των διεκδικήσεων στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.

Η Αντωνία, κοινωνική λειτουργός, 58 ετών, η οποία εργάζεται 25 χρόνια στην αναπηρία στην Αθήνα, υπήρξε μέλος της διαδικτυακής λίστας. Σε συνομιλία μας που είχαμε κατά την περίοδο της έρευνας, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά τη συμμετοχή μας στη διαδικτυακή λίστα, μού είπε:

«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ως εργαζόμενη στην αναπηρία, το κύριο και σχεδόν το μοναδικό αίτημα των αναπήρων είναι η προσβασιμότητα. Όλα αυτά τα χρόνια, από το 1992 μέχρι και το 2002 που εργάστηκα σε δομές αποκατάστασης κινητικά αναπήρων, αλωνίσαμε την Ευρώπη. Προγράμματα να δουν τα μάτια σου! Τι Ολλανδία, τι Δανία, Βέλγιο, Ισπανία, να ταξιδεύουμε σχεδόν κάθε μήνα για να συναντηθούμε με τους εταίρους μας στα προγράμματα και να βλέπουμε δομές του εξωτερικού και να μας τρέχουν τα σάλια! Ταξιδεύαμε πολλοί τότε από την Ελλάδα, όσοι δουλεύαμε στα ιδρύματα του δημόσιου τομέα αλλά και ανάπηροι, είτε με τα σωματεία τους είτε με μας, ως χρήστες των υπηρεσιών όπου εργαζόμασταν. Ήταν φοβερή εμπειρία! Έμαθα πολλά και κάθε φορά, όταν γυρνούσαμε πίσω στις θέσεις μας, κοπανούσαμε το κεφάλι μας για τις ελλείψεις μας σε θέματα προσβασιμότητας. Αυτές οι ελλείψεις ήταν οι πιο κραυγαλέες, οι άμεσα ορατές, και καταλήξαμε να μιλάμε συνεχώς για αυτό το θέμα. Τη δεκαετία του ’90 ένιωθες ότι κάτι πήγαινε να αλλάξει. Δεν συζητούσαμε για τα πάντα, όμως γινόντουσαν πράγματα».

Ο λόγος για την προσβασιμότητα εμφανίζεται ως τμήμα ενός ευρύτερου διαλόγου για τα δικαιώματα των ανάπηρων ατόμων στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, μια συνθήκη που εξαιρεί τα ανάπηρα άτομα για να τα εντάξει σε έναν λόγο περί ενσωμάτωσης, όπου η προσβασιμότητα αποτελεί μέρος της διαδικασίας. Η σύνδεση της εξαίρεσης αυτής με την αναπηρία δικαιολογεί τις παροχές από την πλευρά του κράτους. Όπως μου επισήμανε η Αντωνία, οι ρυθμίσεις που έγιναν αφορούσαν κυρίως την ικανοποίηση αιτημάτων βελτίωσης υλικοτεχνικών υποδομών στο πλαίσιο ιδρυμάτων αποκατάστασης. Συγκεκριμένα ανέφερε:

«Η κατάσταση των αναπήρων μέχρι και το ’90 ήταν τραγική. Ιδρυματισμός, απομόνωση, οικογενειοκεντρική φροντίδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και μέσω των προγραμμάτων να εξασφαλίζονται χρήματα για την αγορά εξοπλισμού και την επιμόρφωση προσωπικού. Στο κέντρο αποκατάστασης όπου εργαζόμουν, καταφέραμε να φτιάξουμε μια προσβάσιμη πισίνα για θεραπείες κινητικά αναπήρων, γινόντουσαν μαθήματα αγιογραφίας, κέτερινγκ, πηλού κ.ά., σύμφωνα με τα όσα βλέπαμε στο εξωτερικό. Η πισίνα εγκαινιάστηκε τρεις φορές! Τα ψυγεία του κέντρου ήταν γεμάτα με ό,τι θες! Αγοράζαμε όλους τους τύπους σοκολάτας και κουλουράκια που υπήρχαν στο σούπερ-μάρκετ· να γίνεται τεράστια σπατάλη και να πηγαίνω στον διευθυντή να κλαίω μπροστά του, παρακαλώντας τον να δώσει τα χρήματα αυτά για να καλυφτούν άμεσες ανάγκες των αναπήρων, και να μου απαντά, πάψε να είσαι τόσο καλή, Αντωνία! Οι ανάπηροι παρέμεναν στα γκέτο τους, σε κλειστές δομές, παρ’ όλες τις ιδέες που διακινούνταν τότε περί ένταξης, συμπερίληψης και όλο αυτό το ατελείωτο μπλα μπλα».

Ο ενταξιακός λόγος κερδίζει έδαφος χρόνο με τον χρόνο, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90.18 Η Nirmala Erevelles και η Andrea Minear σημειώνουν ότι με την εισαγωγή της ενταξιακής ρητορικής όπως διαδίδεται στον κόσμο των ιδρυμάτων, ενώ στόχος είναι η γεφύρωση των διαφορών μεταξύ ανάπηρων και μη ανάπηρων σωμάτων, εν τέλει αυτό που επιτυγχάνεται, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι τα σώματα να γίνονται αντιληπτά ως απειλή με το να τονίζεται η αναγκαιότητα της τεχνολογίας της αποκατάστασης.19 Στο αφήγημα της συμπερίληψης των ανάπηρων ατόμων στην ελληνική κοινωνία (και όχι μόνο), η αναπηρία συγκρίνεται με την αρτιμέλεια, σε ένα παιχνίδι των εννοιών βασισμένο στην αποκατάσταση της σωματικής δυσλειτουργίας, η οποία κατασκευάζεται ως τέτοια βάσει συγκεκριμένων νοητικών διαδρομών μιας αποδεκτής και επιθυμητής «ευχέρειας» της ιστορίας του ανάπηρου σώματος. Η έννοια της ευχέρειας αναφέρεται στη βελτιστοποίηση του σώματος μέσω της τεχνολογίας όπου οι λαϊκιστικές, κατά τον Jeshua St Pierre, απαιτήσεις για ευκρίνεια-σαφήνεια περιορίζουν τις δυνατότητες πρόσβασης και συμμετοχής, οδηγώντας στην ενίσχυση της ανικανότητας των ατόμων με σωματική δυσλειτουργία.20 Η έννοια της «υποχρεωτικής ικανότητας», όπως την ονομάζει ο Robert McRuer, εννοώντας την επικράτηση συγκεκριμένων προτύπων (αποδεκτής) άρθρωσης του σώματος, διαμορφώνει συγκεκριμένες απαιτήσεις για την επικοινωνιακή ευελιξία των ανάπηρων σωμάτων.21 Ειδικότερα, η ευχέρεια συντελεί στην ενίσχυση της φαντασίωσης για την παραγωγή φαινομενικά αδιάκοπων χώρων, οδηγώντας σε συγκεκριμένους γραμμικούς συσχετισμούς για τη διάταξη των σωμάτων και της ιστορίας τους. Η δυσλειτουργία του ανάπηρου σώματος, έτσι, εμφανίζεται ως απείθαρχος τύπος σώματος ως προς τις ανάγκες της επικοινωνίας.22 Ο St Pierre θεωρεί ότι η ευχέρεια είναι βιοπολιτικός και ηγεμονικός τύπος προσδιορισμού των σωμάτων και των χώρων βασισμένη στην έννοια της ομαλοποίησης που περιγράφει την κίνηση προς έναν μέσο όρο ή ισορροπία, με στόχο την εξισορρόπηση των διαφορών των ομάδων σύμφωνα με έναν κοινό παρονομαστή.23

Στην ενταξιακή ρητορική, τα θέματα που αναδεικνύονται στις διεκδικήσεις των ανάπηρων ατόμων ποικίλλουν, και στην περίπτωση της διαδικτυακής λίστας του περιοδικού Αναπηρία Τώρα οι συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από θέματα προσβασιμότητας, αλλά δεν στάθηκαν μόνο εκεί.

Ο Ν., γύρω στα 40, τετραπληγικός, ιδρυτής του Αναπηρία Τώρα και διαχειριστής της διαδικτυακής λίστας, σχολίασε για την προσβασιμότητα των ανάπηρων ατόμων στα ξενοδοχεία της εποχής εκείνης:

«Από φίλο που έχει ξενοδοχείο, ξέρω ότι όσοι ξενοδόχοι πήραν επιχορήγηση για να ανακαινίσουν το ξενοδοχείο τους είχαν την υποχρέωση να διαμορφώσουν ένα ποσοστό δωματίων, ώστε να είναι κατάλληλα για ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Το μεγάλο πρόβλημα με όλους τους οδηγούς προσπελασιμότητας δεν είναι τόσο η σύνταξή τους όσο:

1. Η αξιολόγηση της προσπελασιμότητος ως προς τον μηχανολογικό εξοπλισμό διακίνησης των ανθρώπων με αναπηρίες. Δηλαδή, άλλη τουαλέτα είναι προσπελάσιμη για μια ατελή παραπληγία, άλλη για μια πλήρη παραπληγία, άλλη για μια τετραπληγία στο α7 και άλλη για έναν τετραπληγικό που υποστηρίζεται από βοηθό και συνεπώς η τουαλέτα πρέπει να χωρά το αναπηρικό κάθισμα, τον χειριστή του και τον βοηθό.

2. Η ενημέρωση των καταλόγων· επειδή σχεδόν πάντα οι τουριστικές επιχειρήσεις αλλάζουν κάθε έτος. Πολύ σπάνια ένας επιχειρηματίας διατηρεί την ίδια επιχείρηση για παραπάνω από δύο έτη.

Έχουν δοθεί πολλά χρήματα τόσο για την εργονομική διευθέτηση των ξενοδοχείων όσο και για τη δημιουργία καταλόγων και οδηγών προσπελασιμότητας. Η μεν εργονομική διευθέτηση έγινε από ανθρώπους άσχετους, που δεν έχουν δει ποτέ τους αναπηρικό κάθισμα ή το μόνο αναπηρικό κάθισμα που έχουν δει είναι το δικό τους ή κάποιου επισκέπτη και για αυτό είναι λίαν επιεικώς απροσπέλαστα. Οι δε κατάλογοι που κατά καιρούς έχουν κυκλοφορήσει είναι άλλοτε άσχετοι (όπως, λ.χ., της ΕΛΕΠΑΠ, “Αθήνα Μια Απροσπέλαστη Πόλη”) και άλλοτε κακά συνταγμένοι από ανθρώπους που δεν μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν αυτό που γράφουν για να διαπιστώσουν πως δεν βγαίνει νόημα. Δεν μπορώ να καταλάβω ούτε το κράτος, ούτε αυτούς που ελέγχουν τα κοινοτικά προγράμματα πώς αφήνουν τα κοινοτικά χρήματα να σπαταλώνται με αυτόν τον τρόπο. Είναι αδιανόητο. Πληρώνονται ένα κάρο χρήματα για να υλοποιηθούν αδιέξοδα προγράμματα και, όταν αποδειχθεί το αδιέξοδο, κανείς να μη λέει πως “είναι ανίκανοι αυτοί που υλοποίησαν το πρόγραμμα”, αλλά όλοι να λένε “είναι ανίκανα τα ΑμεΑ, επειδή όσα χρήματα κι αν ξοδέψεις για αυτά, δεν πρόκειται να αλλάξουν”. Απορώ πως τόσα κομματικά στελέχη δεν ψάχνουν για να βρουν σωστούς partners.

Φιλάκια

Ν.» (29.05.2000, 12:44 μ.μ.)

Την επόμενη μέρα, στην ίδια λίστα, διαβάζουμε από τον Π., τετραπληγικό λίγο πριν τα 30, φοιτητή Βιολογίας, ο οποίος κατοικεί στα βόρεια προάστεια της Αθήνας:

«Οι περισσότεροι χώροι είναι προσπελάσιμοι-απροσπέλαστοι. Είναι προσπελάσιμοι αν υπάρχουν συμπαραστάτες και απροσπέλαστοι αν δεν υπάρχουν. Είναι προσπελάσιμοι αν το αφεντικό είναι κανονικός άνθρωπος και απροσπέλαστοι αν είναι στενοκέφαλος μαλάκας.

Για παράδειγμα, στο Χαλάνδρι άνοιξε φέτος ένας διπλός κινηματογράφος (Αίγλη 1, 2). Ένα Σαββάτο βράδυ, που λέει και το τραγούδι, πήγαμε με τον πατέρα μου (Φλεβάρης ήταν). Η πρόσβαση τέλεια παντού. Οπότε, στον έλεγχο εισιτηρίων, το αφεντικό λέει: μην έρχεστε το Σάββατο…».

(30/05.2000, 3.54 μ.μ.)

Μερικές μέρες αργότερα στάλθηκε το εξής μήνυμα από τη Λ.:

«Μια φίλη μου, που τώρα είναι στην Ισπανία, μου είπε ότι σε όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα υπάρχει επιλογή μέσω teletext να βλέπεις υπότιτλους καθώς και σημειώσεις για τους ήχους που υπάρχουν στο πρόγραμμα, για να μπορούν να παρακολουθούν τα άτομα με προβλήματα ακοής. Στην Ελλάδα, στο μεγαλύτερο ίδρυμα για ΑμεΑ υπάρχουν άβολες τουαλέτες. Είπε κανείς τίποτα για σεβασμό;».

(16.06.2000, 1.12 μ.μ.)

Η Μ., άτομο με σκλήρυνση κατά πλάκας, 40 ετών περίπου, παντρεμένη με δύο παιδιά και κάτοικος νοτίων προαστίων, έγραψε δυο μέρες αργότερα:

«Τους καταλόγους με όλους τους ανάπηρους των διάφορων Ασφαλιστικών Ταμείων ζήτησε ο υπουργός Μεταφορών – Επικοινωνιών κ. Χρ. Βερελής από τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ. Τάσο Γαννίτση, προκειμένου να διασταυρωθούν τα στοιχεία για να διαπιστωθεί:
– Αν υπάρχουν ανάπηροι οι οποίοι, λόγω της αναπηρίας τους, δεν επιτρέπεται να οδηγούν, οπότε θα τους αφαιρεθεί το δίπλωμα, ως μέτρο για την πρόληψη τροχαίων ατυχημάτων.
– Αν υπάρχουν ανάπηροι-“μαϊμούδες”, που, ενώ παίρνουν σύνταξη, είναι καλά και μάλιστα οδηγούν, οπότε θα χάσουν τη σύνταξή τους.
Οι διασταυρώσεις των στοιχείων θα γίνουν από τις υπηρεσίες συγκοινωνιών και η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων.

Πολλούς χαιρετισμούς

Μ.» (18.06.2000, 12.19 μ.μ.)

Η έννοια του ενσώματου χώρου συμβάλλει σε μια ανθρωπολογική κατανόηση της σύνδεσης της καθημερινής ανθρώπινης εμπειρίας με τις ευρύτερες κοινωνικές δομές και στην υπέρβαση του δυϊσμού ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό σώμα, τις υλικές και τις αναπαραστατικές διαστάσεις του χώρου, στοιχεία που αναδεικνύονται στις διηγήσεις των μελών της λίστας. Σε υποκειμενικό επίπεδο, η εμπειρία του σώματος συμβάλλει στη συγκρότηση μιας «ελάχιστης» ταυτότητας περιγραφής και έκφρασης του εαυτού, που προσδιορίζεται από τις ιστορικές και τις κοινωνικές δομές που «εγγράφουν» το σώμα και πολιτογραφούν την ανθρώπινη εμπειρία στον χώρο (στον κινηματογράφο, στο ξενοδοχείο κ.λπ.). Παράλληλα, και στο εσωτερικό του κάθε χώρου, πραγματοποιούνται διαδικασίες διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε πολλαπλές ταυτότητες που διεκδικούν μια προνομιακή προβολή και αναγνώριση στον κοινωνικό χώρο.24 Ο λόγος περί προσβασιμότητας και εμποδίων αναδεικνύεται ως προνομιακός χώρος των ανάπηρων ατόμων, ένας κοινωνικός χώρος που είναι το πεδίο έκφρασης των έξεων, των habitus, σύμφωνα με τον λατινικό όρο που εισήγαγε ο Pierre Bourdieu, προσπαθώντας να εξηγήσει πώς οι συνήθειες των διάφορων ομάδων δημιουργούν πολιτισμικά χαρακτηριστικά και κοινωνικές δομές και πώς η κοινωνική θέση ενσωματώνεται στην καθημερινή ζωή. Τo habitus προέρχεται από μια διαδικασία εσωτερίκευσης των αντικειμενικών δομών (των υλικοτεχνικών ελλείψεων στην περίπτωσή μας), που εκβάλλει στον εγκιβωτισμό στο άτομο ιστορικά διαμορ­φωμένων προδιαθέσεων, που έχουν συγκροτηθεί μακροχρόνια μέσα από τη συνεχή άσκηση διάφορων λειτουργιών στον χώρο και έχουν μετασχηματιστεί σε παραδόσεις, συλλογικές αντιλήψεις, νοοτροπίες και μνήμες.25 Τα στοιχεία αυτά συμμετέχουν στον διάλογο για τα χαρακτηριστικά της αναπηρίας στην Ελλάδα με αλλεπάλληλες συγκρίσεις με άλλες χώρες και την επισήμανση εμποδίων, τα οποία δεν στέκονται μόνο στον ανάπηρο εαυτό αλλά επεκτείνονται σε ζητήματα εθνικού εαυτού.

Επιπλέον, στην παρούσα έρευνα, ο τόπος των υποκειμένων δεν είναι αποκλειστικά ο φυσικός χώρος αλλά και ο διαδικτυακός χώρος, γεγονός που επιδεινώνει τις συνθήκες συνδιαμόρφωσης του λόγου για την πρόσβαση των ανάπηρων ατόμων. Οι μελετητές των μέσων ενημέρωσης στον τομέα των πολιτισμικών σπουδών έχουν καταλάβει εδώ και πολύ καιρό τη σημασία των λαϊκών μέσων.26 Περιθωριοποιημένες κοινότητες, από την τρανς-μαύρη κοινότητα στις ΗΠΑ μέχρι τα ανάπηρα άτομα στην Ελλάδα, χρησιμοποίησαν τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης συχνά για να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη αφήγηση και η άνοδος των ψηφιακών πλατφορμών καθιστά πιο εύκολο το έργο αυτό, δημιουργώντας εναλλακτικές αναπαραστάσεις με τη διάδοση πρακτικών υγείας, αυτο-φροντίδας και ευεξίας, προκαλώντας τη δημιουργία νέων τύπων απεικόνισης των διαφορετικών σωμάτων, εμπλουτίζοντας τη ζωή των συμμετεχόντων στις πλατφόρμες με τη σύσταση ομάδων συνηγορίας.27 Ο λόγος περί προσβασιμότητας και εμποδίων των αναπήρων συμβαίνει σε μια ρευστή σχέση των μελών της λίστας με τον πραγματικό χώρο και χρόνο, από τη στιγμή που εκφράζονται για τα προβλήματα προσβασιμότητας του εξωτερικού περιβάλλοντος από τον προσωπικό τους υπολογιστή σε μια χωροχρονικότητα προσδιορισμένη από τους κανόνες της ψηφιακής πλατφόρμας (την εποχή που εξετάζουμε, δεν υπήρχε η δυνατότητα πλοήγησης από κινητά τηλέφωνα και η ασύρματη δικτύωση, μια δυνατότητα της τεχνολογίας η οποία επιδείνωσε τη ρευστή σχέση υποκειμένου – χώρου).28

Ανθρωπολογικές έρευνες, οι οποίες επικεντρώθηκαν στη σχέση των σωμάτων και της τεχνολογίας τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 στον ελλαδικό χώρο, σημείωσαν αυτήν τη ρευστή και μεταβαλλόμενη σχέση. Ειδικότερα, η Νάντια Σερεμετάκη ανέφερε ότι οι αντιλήψεις περί σώματος στη σύγχρονη Ελλάδα επηρεάστηκαν από τις γενικότερες οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες που επέβαλλαν μετασχηματισμούς στο εννοιολογικό περιεχόμενο του σώματος,29 έτσι και το ζήτημα της προσβασιμότητας των ανάπηρων ατόμων, που βασίζεται στον έλεγχο των διαφοροποιημένων σωμάτων, δεν μπορεί να εξεταστεί με βάση στατικές ερμηνείες περί ανάπηρου σώματος, αλλά μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, που δημιουργεί συνεχείς αλλαγές των σωματικών πρακτικών. Η Σερεμετάκη, ξεκινώντας από τις ερμηνευτικές διαστάσεις του σώματος, καταλήγει να αποδεχτεί ότι ο νέος καπιταλισμός είναι ένα «σώμα». Μετατοπίζεται έτσι το κέντρο βάρους των ερμηνειών περί σώματος σε οικονομικο-πολιτικές πρακτικές ενός παγκόσμιου πλέον μεταβαλλόμενου κόσμου. Οι σύγχρονες αντιλήψεις για τον χωροχρόνο, με την έκρηξη της τεχνολογίας και τις καινοτομίες στον τομέα των μεταμοσχεύσεων ανθρώπινων οργάνων, δημιουργούν καινούργια δεδομένα για το σώμα, που το συνδέουν με τον λόγο περί τεχνολογίας, όπως ανέδειξε η ανθρωπολογική μελέτη της Ελένης Παπαγαρουφάλη.30 Οι μελέτες αυτές συμπέραναν την επίδραση της ιατρικοποίησης της καθημερινής ζωής, όπως είχε συντελεστεί τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα. Το σώμα ολοένα και περισσότερο ερμηνεύεται (στα ΜΜΕ, στον καθημερινό λόγο και στην Τέχνη) με ιατρικούς όρους και τονίζονται οι δυσλειτουργίες του ως αποτέλεσμα βιολογικών ανωμαλιών, σαν μια γραμματική της κοινωνικής αντιπροσώπευσης και της ατομικής ταυτότητας. Διαμορφώνεται δηλαδή μια «πιστευτή» αντιπροσώπευση της ατομικής ταυτότητας, με κύριο συστατικό στοιχείο την ιατρική διάγνωση.31 Η βιοτεχνολογία διαμορφώνει μια αφήγηση ενός «υγιέστερου» μέλλοντος, που θα μπορούσε να υπερβεί τους περιορισμούς της αναπηρίας με την ανάπτυξη των αγορών και την περιστολή των κρατικών δαπανών της κεϋνσιανής οικονομικής, ένα αφήγημα συνδεδεμένο με εκείνο του πολιτικού ρεύματος του εκσυγχρονισμού, όπως αναπτύχθηκε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, το οποίο, όπως θα εξετάσουμε στο επόμενο υποκεφάλαιο, έθετε τις αρχές πραγμάτωσης ενός «αποτελεσματικού» κράτους με όρους της αγοράς, προσβλέποντας σε μια «Νέα Ελλάδα» με ευρωπαϊκό χαρακτήρα.

 

Το αφήγημα της προσβασιμότητας ως τύπος λαϊκιστικού λόγου

Στους διαλόγους της ηλεκτρονικής λίστας, οι αφηγήσεις περί προσβασιμότητας και εμποδίων αποτελούν ένα από τα κομβικά ενδυναμωτικά-απελευθερωτικά στοιχεία του αυτοπροσδιορισμού των ανάπηρων μελών της λίστας σε έναν τόπο έκφρασης των θεμάτων που γίνονται κοινά ως ρητά διατυπωμένα, όμως ταυτόχρονα ο ίδιος λόγος ενισχύει και τη διαφοροποίησή τους από τα μη ανάπηρα άτομα, θέτοντας τα εμπόδια στην πρόσβαση ως ένα σημείο εκκίνησης των διαχωρισμών. Πρόκειται δηλαδή για μια διττή διαδικασία συμφιλίωσης και απομάκρυνσης με τα στοιχεία της ανάπηρης κατάστασης, κατευθύνοντας τους περισσότερους σε μια αμφίσημη νοηματοδότητση της αναπηρίας.

Δεν θα ήταν ασύνδετο να ισχυριστούμε ότι η επικέντρωση του αναπηρικού κινήματος στα θέματα αυτά αποτελεί στοιχείο εξέτασης του λόγου αυτού υπό την ανάπτυξη των σύγχρονων πολιτικών θεωριών του λαϊκισμού. Ειδικότερα, στη «Σχολή του Essex», η οποία προσεγγίζει τον λαϊκισμό πρωτίστως ως μορφή πολιτικού λόγου, ως ένα δίκτυο νοήματος που συγκροτεί πολιτικές ταυτότητες και εμψυχώνει πολιτικές πρακτικές, στην πρόσφατη θεωρητική και αναλυτική εργασία των Cas Mudde και Cristóbal Rovira Kaltwasser, αναδεικνύεται η ύπαρξη τόσο λαϊκισμών που αποκλείουν όσο και λαϊκισμών που ενσωματώνουν, αλλά και υπογραμμίζουν τη διττή λειτουργία του ίδιου του λαϊκισμού: τη δυνατότητά του να λειτουργήσει τόσο ως απειλή όσο και ως διόρθωση για τη δημοκρατία.32 Η επιτελεστική, λαϊκιστική εν τέλει, αφήγηση των προβλημάτων προσβασιμότητας διαχωρίζει με τον δικό της τρόπο θύτες και θύματα, απλοποιώντας τα πολιτικά διακυβεύματα της πολιτικής για την αναπηρία, και ταυτόχρονα συμμετέχει ενδυναμωτικά στη διαδικασία ταυτοποίησης των ανάπηρων ατόμων σε ένα δίπολο θετικής και αρνητικής εννοιολόγησης της αναπηρίας.

Οι διάλογοι της λίστας έλαβαν χώρα την εποχή της πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη, όπου κυρίαρχο στοιχείο του πολιτικού λόγου ήταν η εδραίωση του «εκσυγχρονισμού». Σύμφωνα με τον Γιώργο Κατσαμπέκη, ο λόγος περί εκσυγχρονισμού διαμορφώνει τη συνθήκη του ανταγωνισμού, που οδηγεί στη συνδιαμόρφωση του λαϊκιστικού λόγου της εποχής. Ειδικότερα, ο Κατσαμπέκης αναφέρει ανασυνθέτοντας τον εκσυγχρονιστικό λόγο:«Ο όρος “εκσυγχρονισμός” αναδύεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ως κενό σημαίνον στον λόγο του Κώστα Σημίτη και έπειτα στον λόγο μιας σειράς στελεχών του ΠΑΣΟΚ, προβεβλημένων διανοουμένων και δημοσιολόγων, όπου η ιδιαίτερη ταυτότητα του “εκσυγχρονισμού” συγκροτείται πρωτίστως αρνητικά, μέσω της καταδίκης του “λαϊκισμού”· μιας καταδίκης που συχνά –άλλοτε πιο συστηματικά και άλλοτε καθαρά ευκαιριακά– συναρθρώνεται στενά με την καταδίκη της πελατειοκρατείας, του συντεχνιασμού, του εθνικισμού, του συντηρητισμού, της πολιτικής παροχών, της μισαλλοδοξίας, της εθνικής εσωστρέφειας, της μετριοκρατίας κ.λπ.».33

Ο διαχειριστής της διαδικτυακής λίστας, ο Ν., έστειλε στα υπόλοιπα μέλη της λίστας ένα κείμενο του Νίκου Δήμου, αρθρογράφου της εφημερίδας Έθνος, όπως αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα στις 7 Μαΐου 2000, με τίτλο «Οι Τέλειοι Έλληνες». Το μήνυμά του ο Ν. το προώθησε στα μέλη της λίστας κρατώντας τον τίτλο «Αυτοκριτική», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας του άρθρου είχε βάλει στο αρχικό του μήνυμα. Ο Ν. έστελνε πάντα στα μέλη της λίστας κείμενα που του άρεσαν και με τα οποία συμφωνούσε. Το άρθρο στάλθηκε στις 10.05.2000, στις 11.53 π.μ., στο οποίο διαβάζουμε τα εξής:

«Είναι απίθανο το πόσο θωρακισμένοι είμαστε εμείς οι Έλληνες απέναντι σε κάθε κριτική. Την απορρίπτουμε a priori, χωρίς καν να προβληματιστούμε. Όταν ένας διεθνής οργανισμός, μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση, ή ένα άλλο κράτος κάνει μία έκθεση για την Ελλάδα, όταν ένα διεθνές δικαστήριο βγάλει μία απόφαση, αν μεν είναι ευνοϊκές για τη χώρα μας, τις κάνουμε τούμπανο. Αν όμως ασκούν κάποια κριτική, σπάνια αναλογιζόμαστε μήπως έχουν δίκιο.

Συνήθως, τους κολλάμε την ταμπέλα “Ανθέλληνες” και το θέμα κλείνει εκεί.

Κι αν μάλιστα η έκθεση προέρχεται από τη γνωστή, ελάχιστα συμπαθή υπερδύναμη, τότε είναι που ούτε θα την κοιτάξει κανείς. Είναι δυνατόν –έστω και υποθετικά– να έχουν ποτέ δίκιο οι ΗΠΑ;

Κι όμως – ο καθένας μπορεί να έχει δίκιο. Και η στάση του σκεπτόμενου ανθρώπου είναι να παραχωρεί πάντα στον άλλον τη δυνατότητα να έχει δίκιο, να εξετάζει προσεκτικά την περίπτωση και να κάνει την αυτοκριτική του.

Στο θέμα, π.χ., της τρομοκρατίας, μπορεί η έκθεση του Στέιτ Ντηπάρτμεντ να εξυπηρετεί σκοπιμότητες – αλλά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται δεν παύουν να είναι αληθή. Ούτε ακυρώνονται επειδή οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ ασκούν επίσης τρομοκρατία. Το αίμα των αθώων θυμάτων της “17 Νοέμβρη” φωνάζει. Αυτό είναι ένα σκάνδαλο. Αλλά το μεγαλύτερο σκάνδαλο είναι πως η ελληνική κοινωνία έχει εντελώς ξεχάσει το θέμα και τα θύματα και αδιαφορεί παντελώς.

Ας πάρουμε όμως μία άλλη έκθεση. Την 3η Μαΐου γιορτάστηκε η Παγκόσμια Ημέρα της Ελευθερίας του Τύπου. Με την ευκαιρία, η διεθνής οργάνωση Freedom House βαθμολόγησε όλες τις χώρες του

κόσμου. Με άριστα το 1, η Ελλάδα βαθμολογήθηκε με 30, που είναι η χειρότερη βαθμολογία για ελεύθερη χώρα.

Μήπως θα έπρεπε να μας προβληματίσει αυτή η αξιολόγηση; Οι Μη

Κυβερνητικές Οργανώσεις ζητούν να γίνουν αλλαγές στους ελληνικούς νόμους, ώστε να αποποινικοποιηθεί το αδίκημα της εξύβρισης και δυσφήμισης και να καταργηθούν άρθρα που ποινικοποιούν την έκφραση γνώμης (βλασφημία, διατάραξη διεθνών σχέσεων κτλ.) ή τη συλλογή δημοσιογραφικών πληροφοριών.

Μήπως η ΕΣΗΕΑ θα έπρεπε να αφήσει για λίγο τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, για να ασχοληθεί και με την Ελλάδα;

Φιλικά,

Νίκος Δήμου».

Η συνειρμική σχέση αναπηρίας και ευρωπαϊκότητας εμφανίζεται σε διάφορα σημεία των διαλόγων των μελών της λίστας, είτε με ευθείες αναφορές είτε στη χρήση άρθρων που συνηγορούν στο ότι το μέλλον των ανάπηρων ατόμων είναι δεμένο στο άρμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, όπως μας προσανατολίζει να σκεφτούμε η επιστολή του Νίκου Δήμου. Θεωρητικοί των κριτικών σπουδών της αναπηρίας υποστηρίζουν ότι οι προσδοκίες στον χώρο της αναπηρίας διαμορφώνουν τις εξουσιαστικές σχέσεις της,34 προσδοκίες που νοηματοδοτούν την ύπαρξη των ανάπηρων ατόμων στη διατύπωση της ασυμφωνίας του σώματος μέσα στον «χώρο και στο περιβάλλον των προσδοκιών».35 Στο παιχνίδι αυτό εξουσίας εμπλέκεται και η ρητορική περί φυλής – όπως φανερώνεται στο άρθρο του Νίκου Δήμου, κείμενα τα οποία επεξεργάζονται την «εθνική μας μειονεξία» σε μια ρητορική εθνικιστικο-αρτιμελισμού. Ο αρτιμελισμός είναι ένα δίκτυο πεποιθήσεων, διαδικασιών και πρακτικών, που παράγει ένα συγκεκριμένο είδος (εθνικού) εαυτού και σώματος (το σωματικό πρότυπο) που προβάλλεται ως το τέλειο είδος (είτε ειρωνικά ως «Οι Τέλειοι Έλληνες», είτε προσδόκιμα) και ως εκ τούτου ουσιαστικό και πλήρες είδος, παράγοντας ταυτόχρονα το ελλειμματικό, το ανάπηρο.36 Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της αναπηρίας αναπτύσσεται ως εγγενώς αρνητική και φτάνει να θεωρείται ως η «πολιτικοποιημένη αντίδραση μιας εκτροπής»,37 ενσωματώνοντας στις διεκδικήσεις τα κανονιστικά πρότυπα της επικοινωνίας και του ορθολογισμού.38

Στην περίπτωση του λόγου περί προσβασιμότητας, όπως και στην ανάπτυξη ζητημάτων σύνδεσης του εθνικού εαυτού με το ευρύτερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το κεντρικό διακύβευμα αναφέρεται στο ζήτημα της μελλοντικής ζωής, δηλαδή την πρόσβαση στο μέλλον και τα όνειρα για το μέλλον. Στην κατά βάση νεοφιλελεύθερη αυτή οπτική του μέλλοντος, η αναπηρία σηματοδοτεί μια «ζωή που δεν αξίζει να ζει κανείς» και ένα «μέλλον που κανείς δεν θέλει»,39 εννοιολόγηση η οποία έχει πολιτικές χρήσεις με αρνητική επίπτωση στην αναπηρία.40 Για παράδειγμα, η Kelly Fritsch, χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Theodor Adorno για την αρνητική διαλεκτική, υποστηρίζει ότι η αναπηρία αποτελεί κεντρικό μέρος της κριτικής απέναντι στην αισθησιακή σκέψη που τη συνδέει με την εξήγηση της διαφορετικότητας ως κατάστασης λιγότερο αποτελεσματικής από την κοινή ζωή που βασίζεται στη λογική.41 Επιπλέον, ο λόγος περί προσβασιμότητας εμπλέκει την έννοια της σωματικής και εθνικής ευχέρειας, χωρίς η πρώτη να διαχωρίζεται από τη δεύτερη. Η αναφορά των πολιτισμικών συμφραζομένων οξύνει τις αντιθέσεις των ανάπηρων ατόμων με το περιβάλλον, καταλήγοντας σε έναν ενισχυμένο στερεοτυπικό λόγο, που φαντασιακά συνδέει την τρωτότητα με την αναπηρία και την ελλληνικότητα.

Επίλογος

Στις ελάχιστες έρευνες για την αναπηρία στον ελλαδικό χώρο, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα διαπιστώθηκε ότι το διακύβευμα για τα ανάπηρα άτομα και τις οικογένειές τους μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ήταν η διεκδίκηση δικαιωμάτων από το κράτος και τους επιστημονικούς φορείς, μια διεκδίκηση που εμφανίζει τα ανάπηρα άτομα στον δημόσιο χώρο ιατρικά όμως προσδιορισμένα (Κριτσωτάκη, 2016).42 Προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, ο λόγος για την αναπηρία, επικεντρωμένος στα ζητήματα προσβασιμότητας των ανάπηρων ατόμων, μετασχηματίζει την ανάπηρη κατάσταση σε μια ολοένα και λιγότερο ευέλικτη συνθήκη και μια αυξανόμενη απαίτηση για ευέλικτα ανάπηρα σώματα σε αποσπασματικά στοιχεία ενταξιακής πολιτικής. Οι λόγοι του μετασχηματισμού αυτού εντοπίζονται στα εξής:

• Τα πρότυπα επιλεξιμότητας των κρατικών παροχών γίνονται πιο λεπτομερή.

• Οι άνθρωποι κανονικοποιούνται στον ρόλο των ανάπηρων-εξαρτημένων, με την κατηγοριοποίηση αυτή να νομιμοποιείται από την ιατρική γραφειοκρατία και τον λόγο περί ευημερίας σε μια αέναη αναμονή λύσεων, αυτών που θα έφερνε το τέλος της Μεταπολίτευσης.

Έχουν όμως αναφερθεί και αισιόδοξες απόψεις, όπως ότι οι ελπίδες για μετασχηματισμό της κοινωνίας προς την κατεύθυνση της άρσης των εμποδίων που αντιμετωπίζουν τα ανάπηρα άτομα δημιουργούν προϋποθέσεις πολιτικής δράσης, ένα κλίμα αντίστασης σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο.43 Η δυναμική αυτή της αντίστασης απέναντι στα εμπόδια τα οποία αντιμετωπίζουν τα ανάπηρα άτομα είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται ξανά και ξανά στους διαλόγους της ηλεκτρονικής λίστας, παρέχοντάς μας στοιχεία για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τη δεκαετία που μελετάμε, ένα κλίμα ισχυρών αντιπαραθέσεων για τη θέση των ανάπηρων ατόμων στην ελληνική κοινωνία. Ειδικότερα, η προσπάθεια της νοηματοδότησης των εμποδίων προσβασιμότητας από τους χρήστες της λίστας δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια εκδοχή: αποτελεί έκφραση απελευθερωτικού λόγου αλλά ταυτόχρονα, σε αρκετά σημεία, αποτελεί αναπαραγωγή του πολιτισμού για το πώς γίνονται αντιληπτές οι κάθε λογής «φύσεις» της ανθρώπινης ύπαρξης. Αποτελεί διαδικασία πρόσθεσης στοιχείων του εθνικιστικο-αρτιμελισμού, οδηγώντας αρκετούς χρήστες της ηλεκτρονικής λίστας στη φυσικοποίηση της ανάπηρης κατάστασης καθώς και του εθνικού εαυτού, στο πλαίσιο ενός δημόσιου λόγου που αντιπαραβάλλει στην αναπηρία και στην αρτιμέλεια τα επονομαζόμενα «τρωτά» και «δυνατά» στοιχεία του ελληνισμού. Η έκφραση αυτού του τύπου καθιερώνει και επιβάλλει τη συσπείρωση των μελών της λίστας, καθώς και την αντίθεσή τους στα όσα συμβαίνουν εντός και περί της αναπηρίας στην Ελλάδα.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η ιστορική συγκυρία ανατροφοδοτεί την αναπηρία ως διακριτή έννοια πέρα από τη σωματική δυσλειτουργία και η τοπικότητα της αναπηρίας, ως μέρος του ευρύτερου πολιτισμικού σχηματισμού, αναδεικνύεται σε σχέση με τον λόγο περί εθνικού και ευρωπαϊκού εαυτού. Υπό αυτήν τη συνθήκη αναπτύσσεται ένας διάλογος που θυμίζει τα όσα αναφέρουν οι Sharon Snyder και David Μitchell για την τοπικότητα της αναπηρίας ως την έννοια-κλειδί για να κατανοήσουμε τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής-μεταποικιακής αναπηρίας.44 Εξηγώντας το πλαίσιο παραγωγής νοημάτων της αναπηρίας στην εποχή της μετανεωτερικότητας, ο Michael Davinson (2008) ανέφερε ότι η αναπηρία στέκεται κριτικά στην έννοια της ολοκλήρωσης των αγορών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της πολιτισμικής σύγκρισης της αναπηρίας, έτσι ώστε να αναδειχθούν τα τοπικά χαρακτηριστικά των αναπηριών σε σχέση με άλλες μακροαναλυτικές εννοιολογικές κατηγορίες, όπως αυτές της φτώχειας και της ευημερίας.45 Συνεπώς, η ρητορική για την προσβασιμότητα, όπως αναπτύσσεται στους διαλόγους της ηλεκτρονικής λίστας καθώς και σε ένα πλήθος επιστολών διαμαρτυρίας που ακολούθησαν, δεν εξηγεί μόνο τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την αναπηρία αλλά και το πολιτικό σκηνικό της εποχής του ελληνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα. Η κατηγορική προσταγή του πολιτικού ρεύματος του εκσυγχρονισμού για διαφάνεια, λογοδοσία, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα μεταφράστηκε στην πράξη σε αυτό το πλέγμα τεχνικών και διαδικασιών που ανόρθωσαν γραφειοκρατικού τύπου αφαιρέσεις της αναπηρίας, αποζητώντας την εφαρμογή τους· εν τέλει, τη μετατροπή τους σε πραγματικότητα.

Ο Λάζαρος Τεντόμας είναι διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και έχει ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα στον τομέα των Σπουδών Αναπηρίας στο Πανεπιστήμιο του Leeds. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Εκπόνησε μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκει στο ΠΜΣ στην Ειδική Αγωγή (2019-2021) του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθήνας καθώς και στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (2021). Από το 2004 διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (email: [email protected]).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στο άρθρο παρουσιάζεται τμήμα της μεταδιδακτορικής έρευνας η οποία διεξήχθη με επόπτη τον καθηγητή Νίκο Θεοτοκά, από τον Μάρτιο του 2017 μέχρι και τον Μάρτιο του 2020, με τίτλο «Ελπίδες και υποψίες για το παρελθόν και το μέλλον της αναπηρίας: Αφηγήσεις της αναπηρίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα», Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μάρτιος 2020.

2. Μιχάλης Ψημίτης, Εισαγωγή στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα, Διάδραση, Αθήνα 2011, σ. 444.

3. Η ιδέα για τη δημιουργία του περιοδικού τέθηκε το 1993 από μία παρέα παραπληγικών και τετραπληγικών, που για πρώτη φορά εξέδωσε το περιοδικό. Στο καταστατικό αναφέρεται ότι η εταιρεία διευθύνεται από ανθρώπους που ζουν κάτω από συνθήκες σοβαρής αναπηρίας και λειτουργεί μόνο με άμισθους εθελοντές. Βασικός στόχος της εταιρείας ήταν η δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την επανεκπαίδευση του πληθυσμού που ζει κάτω από συνθήκες αναπηρίας, των επαγγελματιών στην αποκατάσταση και των επιχειρήσεων που πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες αποκατάστασης. Το γεγονός ότι η εταιρεία στελεχώθηκε κυρίως από ανθρώπους με σοβαρές αναπηρίες την υποχρέωσε να λειτουργεί με όρους αναπηρίας και όρους αποκατάστασης. Τα πάντα λειτούργησαν από τις κατοικίες των συμμετεχόντων στην εταιρεία και τους δικούς τους υπολογιστές.
Η ιστοσελίδα http://www.disabled.gr λειτούργησε ως Disabled Hellas μέχρι την 1η Απριλίου 2014, όταν και σταμάτησε η έκδοσή του.

4. Paul Longmore, Laurie Umansky, «The New Disability History. American Perspectives», New York UP, Νέα Υόρκη 2001, σ. 14.

5. Victoria Lewis, Sara Wolf Kishi, «Activating the Past: Performing Disability Rights in the Classroom», στο Journal of Literary & Cultural Disability Studies, 12(2), 2018, σ. 185-201.

6. Alison Κafer, «Compulsory Bodies: Reflections on heterosexuality and Able-Bodiedness», Journal of Women’s History, 15(3), 2013, σ. 77-89.

7. Martin Norden, The Cinema of Isolation: A History of Disability in the Movies. New Brunswick, Rutgers University Press, Νιου Τζέρσι 1994.

8. I. Moser, «On becoming Disabled and Articulating Alternatives», Cultural Studies, 19(6), 2005, σ. 667-700.

9. Donna Haraway, Primate Visions: Gender, Race and Nature in the World of Modern Science, Routledge and Chapman Hall, Λονδίνο 1989.

10. Για μια εκτενή αναφορά στο θέμα αυτό της δράσης των ανάπηρων υποκειμένων στον ελλαδικό χώρο, βλ. Αίγλη Χατζούλη, Θαλασσαιμικές Ζωές: Βιολογική Διαφορά, Κανονικότητα, Βιοκοινωνικότητα. Μια Ανθρωπολογική Προσέγγιση, Πατάκης, Αθήνα 2012.

11. John Law, Organizing Modernity, Blackwell, Οξφόρδη 1994, σ. 95.

12. Moser, ό.π.

13. Αυτ.

14. Στο παρόν άρθρο, δεν θα αναλυθεί το μεθοδολογικό πρότυπο της αυτοβιογραφικής εθνογραφίας. Να σημειώσω μόνο ότι ως ανάπηρο άτομο συμμετείχα στους διαλόγους της ηλεκτρονικής λίστας, παρουσιάζοντας τις απόψεις μου σε θέματα αναπηρίας. Παράλληλα, στην έρευνα αναφέρονται συμβάντα της προσωπικής μου διαδρομής όσον αφορά την πολιτογράφησή μου ως ανάπηρου ατόμου, στιγμιότυπα που συνέβησαν την ίδια χρονική περίοδο με τη συμμετοχή μου στην ηλεκτρονική λίστα. Πρόκειται για στοιχείο που όμως δεν φανερώνεται στους διαλόγους του παρόντος άρθρου και, ως εκ τούτου, μια πιο λεπτομερής αναφορά του μεθοδολογικού αυτού προτύπου της έρευνας δεν θα διευκόλυνε την κατανόηση του παρόντος άρθρου.

15. Ο Foucault βλέπει τον χώρο ή, σωστότερα, τη σύγχρονη αντίληψη του χώρου ως την ίδια τη χωρικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό περισσότερο τον ενδιαφέρει και όχι μια στείρα χω­ρική υλικότητα. Βλ. Michel Foucault, «Of Other Spaces: Utopias and Heterotopias», στο J. Ocman (επιμ.), Architecture Culture 1943-1968: A Documentary An­thology, Rizzoli, Vintage, Νέα Υόρκη 1993, σ. 420-426.

16. Βλ. James Ferguson, Akhil Gupta, «Spatializing States: Towards an Ethnography of Neoliberal Governmentality», American Ethnologist 29, 2002, σ. 981-1002, και Shelly Tremain (επιμ.), Foucault and the Government of Disability, University of Michigan Press, Μίσιγκαν 2005.

17. Κατερίνα Λουκίδου, Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, «Αναζητώντας την κοινωνία πολιτών κατά την πρώτη περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση: Δρώντες, αιτήματα και διεκδικήσεις», στο Έφη Αβδελά, Χάρης Εξερτζόγλου, Χρήστος Λυριντζής (επιμ.), Μορφές δημόσιας κοινωνικότητας στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα, Ανάγραμμα, Αθήνα 2016, σ. 337-353.

18. Για παράδειγμα, στον τομέα της εκπαίδευσης με τον Ν. 1566/85 (Ελληνική Δημοκρατία, Νόμος 1566, Δομή και Λειτουργία της Ειδικής Αγωγής και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ 167/85), η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δηλώνει την πολιτική της βούληση για κατάργηση των διαχωριστικών δομών, προωθώντας τη στρατηγική της ένταξης, μέσω της λειτουργίας ειδικών τάξεων στα γενικά σχολεία. Το 1995, η ίδια κυβέρνηση επιχειρεί την εξάλειψη των αδυναμιών του Ν. 1566, που αφορούσαν την ειδική αγωγή, με τη σύνταξη ενός σχεδίου νόμου με τίτλο «Ειδική Εκπαίδευση, Αγωγή Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες». Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου ψηφίστηκε ύστερα από πέντε χρόνια και δημοσιεύτηκε στις 14 Μαρτίου 2000 επί κυβερνήσεως Κώστα Σημίτη, έπειτα από πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της σύγκλισης των εκπαιδευτικών πολιτικών των κρατών-μελών της (Ελληνική Δημοκρατία, Νόμος 2817, Εκπαίδευση των Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ Α΄ 78/14.03.2000).

19. Erevelles Nirmala, Andrea Minear, «Unspeakable Offenses: Untangling Race and Disability in Discourses of Intersectionality», Journal of Literary & Cultural Disability Studies, 4(2), 2010, σ. 127-145.

20. Joshua St. Pierre, «Becoming Dysfluent Fluency as Biopolitics and Hegemony», Journal of Literary & Cultural Disability Studies, 11(3), 2017, σ. 339-356.

21. Robert McRuer, Crip Theory: Cultural Signs of Queerness and Disability, New York University Press, Νέα Υόρκη 2006.

22. Christopher Eagle (επιμ), Literature, Speech Disorders, and Disability: Talking Normal, Routledge, Νέα Υόρκη 2013.

23. Joshua St. Pierre, «Distending Straight-Masculine Time: A Phenomenology of the Disabled Speaking Body», Hypatia 30 (1), 2015, σ. 49-65.

24. Γιάννης Ζαϊμάκης, Κοινωνικός Χώρος και Ετεροτοπία: Δικτυακές κοινότητες και ανθεκτικές τεχνοπολιτικές στον κυβερνοχώρο, στο https://student.cc.uoc.gr/uploadFiles/181-%CE%A0%CE%9F%CE%93%CE%9A329/heterotopias%20%201.pdf, 2009 (πρόσβαση 05.09.2019).

25. Pierre Bourdieu, Outline of a Theory of Practice, μτφρ. Richard Nice, Policy Press, Κέιμπριτζ 1977, σ. 72, 77.

26. Joy Sperling, «Reframing the Study of American Visual Culture: From National Studies to Transnational Digital Networks», The Journal of American Culture 34 (1), 2011, σ. 26-35· Amelia Jones, The Feminism and Visual Culture Reader, Routledge, Λονδίνο 2003.

27. Moya Balley, «Transform(ing) DH Writing and Research: An Autoethnography of Digital Humanities and Feminist Ethics», Digital Humanities Quarterly, 9 (2), στο http://www.digitalhumanities.org/dhq/vol/9/2/000209/000209.html 2015 (πρόσβαση 02.02.2019).

28. Η πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες της πληροφορίας άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες, με το διαδίκτυο να έχει βοηθήσει σημαντικά τα ανάπηρα άτομα, όπως σημείωσαν στην έρευνά τους οι Rebeka Naslund και Asa Gardelli, «“I know, I can, I will try”: Youths and Adults With Intellectual Disabilities in Sweden Using Information and Communication Technology in Their Everyday Life», Disability & Society, 28(1), 2013, σ. 28-40, καθώς και η έρευνα των Susan Moisey και Rinonda van de Keere, «Inclusion and the Internet: Teaching Adults With Developmental Disabilities to Use Information and Communication Technology», Developmental Disabilities Bulletin, 35(1), 2007, σ. 72-102.

Ωστόσο, το υψηλό κόστος της απόκτησης υπολογιστών είναι ένα σημαντικό εμπόδιο, το οποίο κρατά αρκετά ανάπηρα άτομα μακριά από τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας. Όπως εξηγεί η Beth Haller: «Η τεχνολογία δεν δημιουργεί μια ουτοπία χωρίς εμπόδια για τα ανάπηρα άτομα· ένα μεγάλο μέρος της νέας τεχνολογίας … παρέχει στα ανάπηρα άτομα μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης στην αμερικανική και καναδική κοινωνία, εάν διαθέτουν όμως τους οικονομικούς πόρους για να καλύψουν το κόστος της νέας τεχνολογίας» (Beth Haller, Representing Disability in an Ableist World: Essays on Mass Media, Advocado Press, Λούισβιλ 2010, σ. 26). Τέλος, η δυνατότητα της διεύρυνσης της δικτύωσης και της διάδοσης της πληροφορίας έφερε στην επιφάνεια περισσότερες όψεις της κουλτούρας της αναπηρίας με τη διακίνηση ειδήσεων και ιστοριών ζωής ανάπηρων ατόμων, όχι πάντα προς όφελός τους, αναπαράγοντας τα στερεότυπα για «την τραγικότητα της αναπηρίας», όπως συνέβη σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική τηλεόραση με την κάθετη αύξηση του τηλεοπτικού χρόνου μετά τη δημιουργία ιδιωτικών σταθμών στην αρχή της δεκαετίας του ’90 (βλ. Athima Zoniou-Sideri κ.ά., «Inclusive Discourse in Greece: Strong Voices, weak Policies», International Journal of Inclusive Education, 10 [2-3], 2006, σ. 279-291).

29. Seremetakis N., «Toxic Beauties: Medicine Information and Body Consumption in Transnational Europe», Social Text, τόμ. 19, No. 3, Fall 2001: σ. 115-129.

30. Ε. Παπαγαρουφάλη, Δώρα Ζωής Μετά Θάνατον: Πολιτισμικές Εμπειρίες, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.

31. Seremetakis, 2001, ό.π., σ. 117.

32. Στο Γιάννης Σταυρακάκης κ.ά., «Λαϊκισμός και Δημοκρατία», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 2015, τχ. 43, σ. 47-78, καθώς και στο Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός: Μύθοι, στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί, ΕΑΠ, Αθήνα 2019.

33. Γιώργος Κατσαμπέκης, Λαϊκισμός και μεταδημοκρατία, εκσυγχρονισμός, «μεσαίος χώρος» και λαϊκιστική αριστερά στην ύστερη Μεταπολίτευση, Διδακτορική Διατριβή, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2015, σ. 214.

34. Shelly Τremain, Foucault and Feminist Philosophy of Disability, University of Michigan Press, Μίσιγκαν 2017, σ. 86.

35. Rosemarie Garland-Thomson, «Integrating Disability, Transforming Feminist Theory», NWSA Journal, 14 (3), 2002, σ. 1-32 και σ. 20.

36. Βλ. Fiona A. Campbell Kumari, «Inciting Legal Fictions: Disability’s Date with Ontology and the Ableist Body of the Law», Griffith Law Review, τχ. 10, 2001, σ. 42-62 (σ. 44).

37. Fiona A Campbell Kumari, Contours of Ableism: The Production of Disability and Abledness, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 2009, σ. 166.

38. Nirmala Erevelles, Alison Kafer, «Committed Critique: An Interview with Nirmala Erevelles», στο Susan Burch, Alison Kafer (επιμ.), Deaf and Disability Studies, Gallaudet University Press, Ουάσινγκτον 2010, σ. 204-221 (σ. 213).

39. Kelly Fritsch, «Cripping Neoliberal Futurity: Marking the Elsewhere and Elsewhen of Desiring Otherwise», Feral Feminisms, 5, σ. 11-26, στο https://feralfeminisms.com/cripping-neoliberal-futurity/ (πρόσβαση 11.12.2019), σ. 11· Kafer, «Compulsory Bodies: Reflections on heterosexuality and Able-Bodiedness», ό.π., σ. 1-3.

40. Melinda C Hall, The Bioethics of Enhancement: Transhumanism, Disability, and Biopolitics, Lexington Books, Λάνχαμ 2016.

41. Ο Teodor Adorno περιγράφει έναν κόσμο που κυριαρχείται από την ομογενοποίηση της σκέψης, που «εξαλείφει την αντίφαση, τον ανταγωνισμό και τη διαφορά» και «βοηθάει και επιβάλλει τον καπιταλισμό» σε έναν κόσμο όπου ο διαφορετικός άλλος εμφανίζεται ως το μεταμορφωμένο κρύπτωμα ικανό να στοιχειώσει τον κόσμο (Teodor Adorno, Negative Dialectics, μτφρ. E. B. Ashton, Routledge and Kegan, Λονδίνο 1973 [1966], στο Kelly Fritsch, «Neoliberal Circulation of Good Affects: Happiness, Accessibility, and the Capacitation of Disability», Health, Culture and Society 5(1), 2013, σ. 135-49 [σ. 11]).

42. Δέσπω Κριτσωτάκη, «Συλλογικότητες για την ψυχική υγεία των παιδιών και των νέων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Το παράδειγμα της Πανελλήνιας Ένωσης Γονέων και Κηδεμόνων Απροσαρμόστων Παίδων (1950-1980)», στο Ε. Αβδελά, Χ. Εξερτζόγλου, Χ. Λυριντζής (επιμ.), Μορφές δημόσιας κοινωνικότητας στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2016, σ. 279-291.

43. Θεωρείται ότι η μελέτη αυτής της αντίστασης μπορεί να δώσει νέα στοιχεία για την αναπηρία, όπως σημείωσαν οι Susan Peters, Susan Gabel, Simoni Symeonidou, «Resistance, Transformation and the Politics of Hope: Imagining a Way Forward for the Disabled People’s Movement», Disability & Society, 24(5), 2009, σ. 543-556 (σ. 544)· Carol Thomas, «How is Disability Understood? An Examination of Sociological Approaches», Disability & Society, 19(6), σ. 569-83 (σ. 581)· Len Barton, «Disability, Struggle and The Politics of Hope», στο Len Barton (επιμ.), Disability, Politics and the Struggle for Change, David Fulton Publishers, Λονδίνο 2001, σ. 1-10 (σ. 3).

44. Sharon L. Snyder, David T. Mitchell, Cultural Locations of Disability, University of Chicago Press, Σικάγο – Λονδίνο 2006.

45. Michael Davidson, Concerto for the Left Hand: Disability and the Defamiliar Body, University of Michigan Press, Μίσιγκαν 2008, σ. 234.

 

Δείτε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

IΔPYTHΣ Σταμάτης Χρυσολούρης

EKΔOTEΣ Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου

ΣYNTAKTIKH EΠITPOΠH Έφη Αβδελά, Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Νικόλας Βαγδούτης, Θανάσης Βαλαβανίδης, Οντέτ Βαρών Βασάρ, Λίνα Βεντούρα, Κώστας Βλασόπουλος, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Έλλη Δρούλια, Χάρης Εξερτζόγλου, Ελευθερία Ζέη, Όλγα Θεμελή, Βίκυ Ιακώβου, Γιώργος Ιωαννίδης, Γιώργος Καραβοκύρης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Λούση Κιουσοπούλου, Ηλίας Κούβελας, Μάκης Κουζέλης, Νίκος Κουραχάνης, Δημήτρης Κυρτάτας, Σαράντης Λώλος, Γιώργος Μαλάμης, Αχιλλέας Μητσός, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Ρίκα Μπενβενίστε, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Στρατής Μπουρνάζος, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Κατερίνα Ροζάκου, Άκης Παπαταξιάρχης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Ειρήνη Σκαλιώρα, Αθηνά Σκουλαρίκη, Γιάννης Σταυρακάκης, Κώστας Τσιαμπάος, Σάββας Τσιλένης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Κώστας Χριστόπουλος, Θωμάς Ψήμμας.

ΓPAMMATEIA ΣYNTAΞHΣ Γρηγόρης Ανανιάδης, Βίκυ Ιακώβου, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Γιώργος Μαλάμης, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Σάββας Τσιλένης

KAΛΛITEXNIKH EΠIMEΛEIA Βουβούλα Σκούρα

ΔIEYΘYNTHΣ EKΔOΣHΣ Γιώργος Γουλάκος

ΔIOPΘΩΣH KEIMENΩN Αναστασία Λαμπροπούλου

HΛEKTPONIKH ΣEΛIΔOΠOIHΣH-ΦIΛMΣ Eκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 105 53 Αθήνα, τηλ.: 210.3250058

EKTYΠΩΣH Kωστόπουλος Γιώργος, Aκομινάτου 67-69, τηλ.: 210.8813.241

BIBΛIOΔEΣIA Βασ. & Ζαχ. Μπετσώρη O.Ε., Στ. Γονατά 13A, τηλ.: 210.5743.783

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Εισάγετε το email σας για να ενημερώνεστε για τα νέα άρθρα