Σωτήρης Μπαχτσετζής
τχ. 125, σ. 23-32
Είναι ευρέως γνωστό πως η μίμηση αποτέλεσε ίσως τη σημαντικότερη κατηγορία της αισθητικής και της τέχνης των νεότερων χρόνων, ακριβώς επειδή διατύπωσε με επιστημολογικούς όρους το βασικό ερώτημα περί της σχέσης του έργου τέχνης με την εμπειρική πραγματικότητα, αλλά και επειδή έθεσε εκ νέου το ερώτημα περί της κοινωνικοπολιτικής διάστασής της. Ο όρος μίμηση πρωτοεμφανίζεται ήδη στον Πλάτωνα και χρησιμοποιείται κυρίως για να απαντηθούν συγκεκριμένα ζητήματα που άπτονται γνωσιολογικών θεμάτων στο ευρύτερο πλατωνικό έργο, και σε δεύτερο στάδιο για να χρησιμοποιηθεί ως αισθητική κατηγορία, δηλαδή ως χρηστική κατηγορία για την ερμηνεία των καλών τεχνών.
Αν και στο συνολικό έργο του Πλάτωνα ο ορισμός της μίμησης μας δίδεται μόνο αποσπασματικά και ίσως χωρίς συστηματικό τρόπο (ακολουθώντας δηλαδή το διαλεκτικό ύφος των πλατωνικών διαλόγων, καθώς και την εξελικτική πορεία του πλατωνικού στοχασμού), η μίμηση δεν παύει να προσφέρει έναυσμα διερεύνησης του κοινωνικοπολιτικού εκείνου γεγονότος που ονομάζεται έργο τέχνης, ακόμη και στις τωρινές συνθήκες, οι οποίες με βάση τα δόγματα του μοντερνισμού θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μάλλον αντι-μιμητικές. Με ποιoν τρόπο θα μπορούσαν οι συνθήκες αυτές να αναχθούν σε μια γενεαλογία που έχει ως αρχή την πλατωνική αισθητική;
Ο Σωτήρης Μπαχτσετζής είναι ιστορικός της τέχνης