Παναγιώτης Κουστένης
Τχ. 149
Οι επικείμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ στις 3 Νοεμβρίου, για κάποιους οι κρισιμότερες της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας, πρόκειται να διεξαχθούν στη σκιά της πανδημίας του COVID-19, της ανησυχίας για τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειές της, αλλά και της κοινωνικής έντασης που προκλήθηκε μετά τη δολοφονία του George Floyd (25.05.2020) και την έξαρση του κινήματος «Βlack Lives Matter». Οι διαστάσεις αυτές, όχι ασύνδετες μεταξύ τους, φέρνουν στην επιφάνεια τις φυλετικές αλλά και τις ευρύτερες κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, οι οποίες εκ των πραγμάτων αποτυπώνονται και στο εκλογικό σώμα, όπως συνέβη και στις προηγούμενες εκλογές του 2016.
Οι φυλετικές ειδικά διαφοροποιήσεις, που στις ΗΠΑ έχουν βαθιά ιστορική παράδοση, είναι απολύτως προσδιοριστικές της συνολικότερης πολιτισμικής φυσιογνωμίας της χώρας, αλλά και της διαμόρφωσης του εκλογικού της χάρτη, ενώ το γεγονός ότι παραμένουν ακόμα ενεργές, παρά τα ενδιάμεσα δείγματα κοινωνικής και πολιτικής ομογενοποίησης, αποδεικνύουν ότι η τελευταία αποτελεί ακόμα ζητούμενο.
Στο παρακάτω κείμενο επιχειρείται, αρχικά, μια συνοπτική εξιστόρηση της σταδιακής συγκρότησης των φυλετικών (ή εθνοτικών) διαφοροποιήσεων, η σκιαγράφηση της σημασίας τους για τη διαμόρφωση της αμερικανικής εκλογικής γεωγραφίας, με έμφαση στον Αμερικανικό Νότο, αλλά και η σύνδεσή τους με τις βασικές διαιρετικές τομές που εξακολουθούν να προσδιορίζουν τον κομματικό ανταγωνισμό στις ΗΠΑ. Τέλος διατυπώνονται μία σειρά υποθέσεις ή ερωτήματα ενόψει της επερχόμενης αναμέτρησης του Νοεμβρίου.
Φυλετικές και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της ψήφου
Η φυλετική διαφοροποίηση της ψήφου στις ΗΠΑ αποτελεί μία από τις πιο μακροχρόνιες και ίσως την ισχυρότερη σταθερά της εκλογικής τους ιστορίας, αφού το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων διατηρεί πάντα την πλειοψηφία στους (αμιγώς, χωρίς τους Ισπανόφωνους) Λευκούς Αμερικανούς (έστω και οριακά, όπως το 1992), ενώ το Δημοκρατικό κόμμα υπερισχύει κατά κράτος στις μειονότητες. Ιδιαίτερα μεταξύ των Μαύρων Αφροαμερικανών (οι οποίοι το 2019 αποτελούσαν το 13,4% του συνολικού πληθυσμού), τα ποσοστά των Δημοκρατικών κυμαίνονται σταθερά μεταξύ 80% και 95% σε όλες τις εκλογές από το 1976 και μετά, για τις οποίες είναι διαθέσιμα τα αναλυτικά στοιχεία από Exit Polls (Γράφημα 1).
Ανάλογη, αν και σαφώς ηπιότερη, είναι η εικόνα για τους Ισπανόφωνους, τη μεγαλύτερη αριθμητικά μειονότητα της χώρας (18,5% επί του συνόλου), όπου και πάλι οι Δημοκρατικοί προηγούνται, κατά κανόνα με ποσοστά 60%-75%, με τις υψηλότερες επιδόσεις των Ρεπουμπλικάνων (άνω του 30%) να έχουν καταγραφεί στις αναμετρήσεις του 1980-1984 και του 2000-2004, όταν οι υποψήφιοί τους (και εν ενεργεία πρόεδροι) προέρχονταν από περιοχές με υψηλή συγκέντρωση Ισπανοφώνων (R. Reagan από California και G.W. Bush από Texas, αντίστοιχα). Εντελώς παρόμοια είναι δε η κατανομή στη μικρότερη κοινότητα, των Ασιατών (5,9%), από το 2000 και μετά. Η σημασία των παραπάνω διαφοροποιήσεων αναμένεται μάλιστα να αποκτήσει αυξημένη βαρύτητα τα επόμενα χρόνια, καθώς, σύμφωνα με τις δημογραφικές τάσεις, υπολογίζεται ότι οι τρεις αυτές (κύριες) μειονότητες το 2050 θα αντιστοιχούν αθροιστικά στο 52,2% του πληθυσμού (από 37,9% σήμερα) έναντι μόνο 46,3% των αμιγώς Λευκών (από 60,3%).
Γράφημα 1: Ποσοστά προεδρικών εκλογών ανά φυλετική-εθνοτική ομάδα 1976-2016.
Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω εικόνα προσδιορίζει ως βασικό ερώτημα για κάθε εκλογική αναμέτρηση το κατά πόσο η υπεροχή των Ρεπουμπλικάνων στους Λευκούς θα είναι ικανή να αντισταθμίσει τη δεδομένη (και συνήθως απόλυτη) κυριαρχία των Δημοκρατικών στις μειονότητες (και ειδικά στους Μαύρους). Οι εκλογικές αυτές ταυτίσεις όμως δεν ήταν ανέκαθεν δεδομένες, αφού η σημερινή τους μορφή αποκρυσταλλώθηκε σταδιακά και μετά από ανατροπές μέσα στον ιστορικό χρόνο, ειδικά σε ό,τι αφορά την ευρύτερη περιοχή του Νότου, στην οποία κατοικεί πάνω από το 1/3 του πληθυσμού των ΗΠΑ.
Ο ορισμός του αμερικανικού Νότου ως γεωγραφικής οντότητας δεν είναι αυστηρά μονοσήμαντος. Ιστορικά ορίζεται από τις 11 πρώην «Συνομόσπονδες» πολιτείες, οι οποίες συγκροτούσαν το επίδοξο κρατικό μόρφωμα των Νοτίων κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο από το 1861 έως το 1865 (Virginia, Tennessee, Texas, Florida, Arkansas, N.Carolina, S.Carolina, Alabama, Georgia, Louisiana, Mississippi). Συχνά, σε αυτές προστίθενται και κάποιες «συνοριακές» πολιτείες, που παρέμειναν υπό τον έλεγχο των Βορείων αλλά συνιστούσαν διεκδικούμενα εδάφη για τους Νότιους: Oklahoma, Kentucky, W.Virginia, Maryland, Delaware και η σημερινή περιφέρεια της Washington D.C. Όλες οι παραπάνω συναποτελούν τον αμερικάνικο Νότο, σύμφωνα με τον γεωγραφικό διαχωρισμό του Ομοσπονδιακού Γραφείου Απογραφών (US Census Bureau).
Παρ’ όλα αυτά, για τις ανάγκες της παρούσης εκλογικής ανάλυσης και για λόγους πολιτικής ομοιογένειας, οι τρεις τελευταίες περιοχές συγκαταλέγονται στις Βορειοανατολικές πολιτείες, ενώ στον αμερικανικό Νότο συμπεριλαμβάνεται η (επίσης «συνοριακή») πολιτεία του Missouri (Χάρτης 1). Παρομοίως, οι (σταθερά ρεπουμπλικανικές από το 1968) πολιτείες της North και South Dakota, της Nebraska και του Kansas συγκαταλέγονται στη Δυτική Ενδοχώρα και όχι στις Μεσοδυτικές, οι οποίες εδώ περιορίζονται στις Βορειοκεντρικές (North Central) περιοχές. Τέλος, ως διακριτή εκλογική ζώνη αποσπώνται οι τρεις πολιτείες της Δυτικής Ακτής (California, Oregon, Washington).
Χάρτης 1: Εκλογικός-γεωγραφικός διαχωρισμός των ΗΠΑ.
Πράγματι, ο αμερικανικός Νότος υπήρξε το επίκεντρο εγκατάστασης των Αφροαμερικανών σκλάβων του εμπορίου δουλείας των προηγούμενων αιώνων, απόγονοι των οποίων είναι στην πλειονότητά τους οι σημερινοί μαύροι κάτοικοι των ΗΠΑ, με το 90% της μειονότητας να συγκεντρώνεται στην περιοχή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτελώντας σε αρκετές από τις πολιτείες της ακόμα και την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού. Σε ένα μεγάλο μέρος τους όμως, μετακινήθηκαν στη συνέχεια, αρχικά στα αστικά κέντρα και κατόπιν προς τις Βορειοανατολικές και τις Νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, κατά την περίοδο της Μεγάλης Μετανάστευσης 1916-1970 (The Great Migration). [1] Εντούτοις, ακόμα και σήμερα η πλειοψηφία τους (κατά 55%) εξακολουθεί να κατοικεί στον Νότο, προσδιορίζοντας και επηρεάζοντας καθοριστικά την τοπική πολιτισμική ταυτότητα και τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Παρόμοια βεβαίως ήταν και η επίδραση του λευκού πληθυσμού, με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά κυρίως στις νοτιότερες πολιτείες της πρώην Κάτω Γαλλικής Λουιζιάνα (Dixieland), αλλά και με μία συνολικότερη συντηρητική κουλτούρα, στην οποία συνέβαλε η διακριτή θρησκευτική ταυτότητά τους, των Ευαγγελικών προτεσταντών ή «αναγεννημένων» χριστιανών (born-again Christian), εξού και ο θρησκευτικός χαρακτηρισμός του αμερικανικού Νότου ως «Ζώνης της Βίβλου» (Bible belt). [2]
Η αρχική πολιτική και κοινωνική φυσιογνωμία της περιοχής έχει ωστόσο τις βάσεις της στη λήξη του αμερικανικού εμφυλίου και στον οικονομικό μαρασμό που προκάλεσε ειδικά στην αγροτική οικονομία η κατάργηση της δουλείας, με την καταγραφή της μέχρι και σήμερα ως της φτωχότερης της αμερικανικής επικράτειας, εμφανίζοντας και άλλα συναφή χαρακτηριστικά, όπως τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας (14,8%) ή το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο (Πίνακας 1). Η εξέλιξη αυτή έμελλε να αποτελέσει την πρώτη αιτία της πληθυσμιακής μετακίνησης των Αφροαμερικανών. Επιπλέον, η ήττα στον εμφύλιο οδήγησε αυτόματα στην απόλυτη σχεδόν ταύτιση της λευκής πλειοψηφίας με το Δημοκρατικό κόμμα, ενώ, αντίθετα, οι μαύροι έδειχναν προτίμηση κυρίως στους Ρεπουμπλικάνους, στους οποίους αποδίδεται ιστορικά η επικράτηση των Βορείων και συνακόλουθα η επίσημη κατάργηση του δουλοκτητικού καθεστώτος.
Πίνακας 1: Δημογραφικά – κοινωνικά χαρακτηριστικά ανά γεωγραφική ζώνη.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ % 2019 | ΦΥΛΕΤΙΚΕΣ-ΕΘΝΟΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ (2019) | 3οΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ | Μ.ΕΙΣΟΔΗΜΑ 2018 (κκ) USD | ||||
ΜΑΥΡΟΙ | ΑΣΙΑΤΕΣ | ΙΣΠΑΝΟΦ. | ΛΕΥΚΟΙ | ||||
Β/ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ | 19,4% | 15,5% | 6,9% | 14,4% | 63,2% | 36,6% | 37.977 |
ΝΟΤΟΣ | 37,8% | 18,9% | 3,4% | 18,2% | 57,7% | 28,6% | 29.524 |
ΔΥΤΙΚΗ ΑΚΤΗ | 15,6% | 5,9% | 13,8% | 33,3% | 44,3% | 33,5% | 35.045 |
Β/ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ | 17,0% | 11,5% | 3,8% | 8,4% | 74,3% | 30,1% | 31.863 |
ΔΥΤ. ΕΝΔΟΧΩΡΑ | 9,6% | 4,5% | 3,4% | 22,1% | 65,5% | 31,2% | 30.643 |
ΣΥΝΟΛΟ* | 100% | 13,4% | 5,9% | 18,5% | 60,3% | 31,5% | 32.621 |
Πηγή: https://www.census.gov/quickfacts/fact/table/US/PST045219.
* Συμπεριλαμβάνονται οι πολιτείες της Alaska και της Hawaii.
Οι τοπικές δημοκρατικές κυβερνήσεις που προέκυψαν λοιπόν, με την υποστήριξη των λευκών πλειοψηφιών, επέβαλαν μία σειρά μέτρων και νομοθετημάτων (τα λεγόμενα Jim Crow laws) που είχαν ως αποτέλεσμα την de facto διατήρηση των φυλετικών διακρίσεων, ως καταλοίπων της προηγούμενης περιόδου και οι οποίες εν τέλει οδηγούσαν στην αποστέρηση όχι μόνο των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών, αλλά και στον δραστικό περιορισμό του ίδιου του εκλογικού τους δικαιώματος. [3]
Το αποτέλεσμα ήταν η παραπάνω πολιτική αντίθεση μεταξύ μαύρων και λευκών να μην εκφράζεται εκλογικά, εξασφαλίζοντας δε στο Δημοκρατικό κόμμα την απόλυτη πολιτική κυριαρχία για σχεδόν έναν αιώνα (Solid South), επί τη βάσει (πάντα) της διατήρησης των φυλετικών διακρίσεων, που αποτέλεσαν τη δεύτερη αλλά ίσως και τη σημαντικότερη αιτία της μετακίνησης του μαύρου πληθυσμού εκτός του αμερικανικού Νότου.
Πράγματι, στο σύνολο του Νότου οι Δημοκρατικοί διατηρούσαν κατά κανόνα την απόλυτη πλειοψηφία μέχρι το 1960 (με εξαίρεση το 1928), φτάνοντας το 70% στη δεκαετία του 1930, ενώ στον σκιασμένο «Βαθύ Νότο» (Deep South) του Χάρτη 1, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν της τάξης του 70%-75%, για να εκτιναχθούν στο 85%-90% επί εποχής Roosevelt, οπότε για πρώτη φορά παρατηρήθηκε μία μεταστροφή του (περιορισμένου ακόμα αριθμητικά) εκλογικού σώματος των μαύρων υπέρ του Δημοκρατικού κόμματος, επηρεασμένου από το ανορθωτικό πρόγραμμα του New Deal. [4]
Το ιδιόμορφο αυτό μονοκομματικό καθεστώς, που σε τοπικό επίπεδο διατηρήθηκε, σε κάποιες περιπτώσεις, μέχρι και τη δεκαετία του 1980, είχε ως συνέπεια οι Δημοκρατικοί του Νότου να εξελιχθούν σε μια ισχυρότατη διακριτή πολιτική οντότητα (Dixiecrats), ακόμα και σε σχέση με το ίδιο το Δημοκρατικό κόμμα, [5] με εκτεταμένο δίκτυο ελέγχου της τοπικής εξουσίας και της κοινωνικής ζωής. Αυτή ακριβώς η κατάσταση αποτέλεσε το βασικό αντικείμενο του μνημειώδους έργου του V.O. Key, Southern Politics in State and Nation, το 1949, που ως πεδίο μελέτης είχε τις 11 πρώην Συνομόσπονδες πολιτείες.
Το ιστορικό σχίσμα των παραπάνω τοπικών εκλογικών ταυτίσεων επήλθε πια στα μέσα της δεκαετίας του 1960, επί προεδρίας L. Johnson, με τις δύο βασικές (και περιπετειώδεις) μεταρρυθμίσεις της απελευθέρωσης των πολιτικών δικαιωμάτων στις 02.07.1964 (Civil Rights Act) και της κατοχύρωσης του εκλογικού δικαιώματος των Αφροαμερικανών στις 06.08.1965 (Voting Rights Act), επιφέροντας το πρώτο εκλογικό ρήγμα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, με ένα σημαντικό μέρος των λευκών ψηφοφόρων να επιλέγει τους Ρεπουμπλικάνους ήδη από τις εκλογές του 1964. Εντούτοις, η δύναμη των Δημοκρατικών και πάλι κρατήθηκε στα επίπεδα του 55%, αλλά για πρώτη φορά στα χρονικά ήταν εμφανώς χαμηλότερη του εθνικού ποσοστού (60%), με το κόμμα μάλιστα να χάνει και τις 5 πολιτείες του Βαθέως Νότου. Οι απώλειες αυτές αντισταθμίστηκαν βέβαια με την, έστω και πρόσκαιρη, επέκταση της επιρροής του, για πρώτη φορά στις πολιτείες του Βορρά, οδηγώντας σε μια ευρεία ανασύνθεση της εκλογικής του βάσης [6] και εν τέλει στη θριαμβευτική επανεκλογή του προέδρου Johnson. [7]
Το ρήγμα ωστόσο επιβεβαιώθηκε και βάθυνε στις εκλογές του 1968, όπου η εκλογή του R. Nixon (υπό το βάρος των αναταραχών για τη δολοφονία του M.L. King), αλλά και η αυτόνομη κάθοδος του Δημοκρατικού κυβερνήτη της Alabama, G. Wallace, ο οποίος ήρθε πρώτος σε 5 πολιτείες (4 εκ των οποίων είχαν κερδίσει οι Ρεπουμπλικάνοι το 1964), συμπίεσαν τα ποσοστά των Δημοκρατικών στο 25%-35%. Στα ίδια επίπεδα διατηρήθηκαν και στις επόμενες εκλογές του 1972, οριστικοποιώντας την απώλεια του αμερικανικού Νότου.
Η τελευταία φορά που οι Δημοκρατικοί κέρδισαν μια συμπαγή πλειοψηφία στην ευρύτερη περιοχή (και με ποσοστά υψηλότερα από τον εθνικό τους μέσο όρο) ήταν το 1976, με την υποψηφιότητα του J. Carter, πρώην κυβερνήτη της Georgia και δηλωμένου ευαγγελικού χριστιανού στο θρήσκευμα. [8] Έκτοτε η κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων είναι αδιαμφισβήτητη και δεν ανατράπηκε ούτε το 1992-1996, στις δύο εκλογικές νίκες του B. Clinton, κυβερνήτη του άλλοτε «ακλόνητα» Δημοκρατικού Arkansas, παρά τις επιμέρους τοπικές πλειοψηφίες που πέτυχε για πρώτη και τελευταία φορά μετά το 1976.
Η παγίωση συνεπώς της μεταστροφής του αμερικανικού Νότου από τη δεκαετία του 1980 και μετά σε προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων συνιστά τη μεγαλύτερη ιστορική τομή στην εκλογική γεωγραφία των ΗΠΑ, με δευτερεύουσες εκείνες της Δυτικής Ακτής και των Βορειοανατολικών περιοχών προς όφελος των Δημοκρατικών, οι οποίες επίσης σταθεροποιήθηκαν μετά τις (ιδιαίτερα κομβικές, ως εκ τούτου) εκλογές του 1992 και με την περιοχή της Δυτικής Ενδοχώρας να παραμένει η μοναδική με διαχρονική την κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων. Τείνοντας έτσι στον μετασχηματισμό του παλαιότερου γεωγραφικού διαχωρισμού Βορρά – Νότου στη σημερινή αντίθεση ακτών – ενδοχώρας (βλ. Χάρτες 2 και 3), όπως αποτυπώθηκε ξεκάθαρα το 2016.
Χάρτης 2: Αριθμός τοπικών πλειοψηφιών στις 12 προεδρικές εκλογές 1932-1976.
Χάρτης 3: Αριθμός τοπικών πλειοψηφιών στις 10 προεδρικές εκλογές 1980-2016.
Πράγματι, στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, η παραπάνω εικόνα επιβεβαιώθηκε απόλυτα, τόσο ως προς τη διάσταση της κυριαρχίας των Ρεπουμπλικάνων όσο και ως προς τη φυλετική διαφοροποίηση της ψήφου. Συγκεκριμένα, το συνολικό ποσοστό του D. Trump στον Νότο, όπως εδώ ορίζεται, έφτασε στο 53,5%, δηλαδή στην υψηλότερη τιμή του μεταξύ των ευρύτερων περιοχών των Ηνωμένων Πολιτειών, κερδίζοντας όλες τις πολιτείες πλην της Virginia και λόγω του πλειοψηφικού συστήματος, 177 από τους 190 εκλέκτορες (Πίνακας 2). Αναλυτικότερα, ο Trump πλειοψήφησε σε 1.296 από τις 1.509 συνολικά κομητείες του Νότου, στις οποίες μάλιστα το μέσο ποσοστό των Αφροαμερικανών ψηφοφόρων είναι 13,5% και των Ισπανοφώνων 10,8%, έναντι 71% των λευκών. Αντίθετα, η επικράτηση της H. Clinton (42,3%) περιορίστηκε μόλις σε 213 κομητείες, με υπερδιπλάσια τα ποσοστά των δύο μειονοτήτων (28,1% και 24% αντίστοιχα) και με το αντίστοιχο των (αμιγώς) λευκών να πέφτει σε 41,8%.
Πίνακας 2: Εκλογικό αποτέλεσμα 2016 ανά γεωγραφική ζώνη.
ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ | ΨΗΦΟΙ % | ΕΚΛΕΚΤΟΡΕΣ | ||||
D. Trump | H. Clinton | D. Trump | H. Clinton | D. Trump | H. Clinton | |
ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ | 1 | 10+1* | 39,4% | 55,6% | 21 | 91 |
ΝΟΤΟΣ | 14 | 1 | 53,5% | 42,3% | 177 | 13 |
ΔΥΤΙΚΗ ΑΚΤΗ | 0 | 3 | 33,3% | 59,0% | 0 | 74 |
ΒΟΡΕΙΟΚΕΝΤΡΙΚΕΣ | 5 | 2 | 47,4% | 46,8% | 61 | 30 |
ΔΥΤΙΚΗ ΕΝΔΟΧΩΡΑ | 9 | 3 | 49,8% | 40,3% | 44 | 20 |
ΣΥΝΟΛΟ** | 30 | 20+1* | 46,1% | 48,2% | 306 | 232 |
* Συμπεριλαμβάνεται η περιφέρεια της Washington D.C.
** Συμπεριλαμβάνονται οι πολιτείες της Alaska (με 3 εκλέκτορες για τον D. Trump) και της Hawaii (με 4, για τη H. Clinton). Επίσης δεν λαμβάνονται υπόψη οι διαφοροποιήσεις των εκλεκτόρων στην ψηφοφορία.
Η μεγάλη αυτή ανισορροπία στον αριθμό των κερδισμένων κομητειών δεν οφείλεται μόνο στα γενικά ποσοστά, αλλά και στο εκλογικό χάσμα μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών, το οποίο ακόμα στις ΗΠΑ (όπως και στο Ηνωμένο Βασίλειο) είναι ιδιαίτερα ενεργό και μάλιστα με ολοένα αυξημένη ένταση τα τελευταία χρόνια, αποτελώντας ένα συνολικότερο φαινόμενο για την αμερικανική επικράτεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρότι με μεγαλύτερο εθνικό ποσοστό κατά 2% από τον D. Trump, η H. Clinton κέρδισε συνολικά σε 487 από τις 3.113 κομητείες των ΗΠΑ, όταν ο B. Clinton ήταν ο τελευταίος Δημοκρατικός υποψήφιος που ξεπέρασε τις 1.000, αφού και ο B. Obama, με ποσοστά 52,9% το 2008 και 51,1% το 2012, πλειοψήφησε μόλις σε 873 και 689 αντίστοιχα.
Διατηρείται έτσι και στον αμερικανικό Νότο η εικόνα της σαφούς επικράτησης των Δημοκρατικών στις πυκνοκατοικημένες αλλά ολιγάριθμες (400) αστικές περιοχές-κομητείες (με συνολικά ποσοστά 55%-40% το 2016), αλλά και της συμπαγούς και ιδιαίτερα εκτεταμένης πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων (με 60%-36% αντίστοιχα) στις πολυάριθμες (1.109) μη αστικές, δηλαδή με πληθυσμό κάτω των 50.000 κατοίκων, σύμφωνα με τον ορισμό του Ομοσπονδιακού Γραφείου Απογραφών. Ειδικά για τις δεύτερες, η αντιπαραβολή των εκλογικών ποσοστών με εκείνα των φυλετικών/εθνοτικών ομάδων ανά κομητεία (τα εκτιμώμενα για το 2016) [9] επιτρέπει με τη μέθοδο της ανάλυσης παλινδρόμησης (regression analysis) [10] μια πιο λεπτομερή εκτίμηση της επιμέρους επιρροής των δύο υποψηφίων μεταξύ αυτών, με τη σχετική ωστόσο επιφύλαξη ως προς την αντιμετώπιση των συμπερασμάτων που επιβάλλουν η σημαντική πληθυσμιακή ανομοιογένεια των κομητειών και ο άγνωστος βαθμός ταύτισης κατοίκων – εκλογικού σώματος.
Γράφημα 2: Ποσοστά D. Trump 2016 και λευκών κατοίκων στις 1.109 μη αστικές κομητείες του Νότου.
Συγκεκριμένα, η επιρροή του Trump μεταξύ των λευκών υπολογίζεται περίπου σε 76% (με βάση την εξίσωση του Γραφήματος 2), έντονα δηλαδή ενισχυμένη σε σχέση με τις αστικές περιοχές, όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου ισοδύναμο με εκείνο στο σύνολο της χώρας (59% αντί 57%). Από την άλλη πλευρά, τα ποσοστά της H. Clinton στην κοινότητα των Αφροαμερικανών εκτιμώνται με τον ίδιο τρόπο σε 86% (Γράφημα 3), χωρίς δηλαδή να διαφέρουν ουσιαστικά από τα αντίστοιχα στις πόλεις του Νότου (περίπου 90%) ή από τα συνολικά στη χώρα (89%). Επαληθεύοντας και σε αυτό το σημείο τη διαφοροποίηση μαύρων – λευκών ως μία από τις ισχυρότερες των εκλογικών αποτελεσμάτων στις ΗΠΑ, με τον αγροτικό Νότο να παραμένει πολιτικά το επίκεντρό της.
Γράφημα 3: Ποσοστά H. Clinton και μαύρων κατοίκων στις 1.109 μη αστικές κομητείες του Νότου.
Σημαντικές εσωτερικές διαφοροποιήσεις προκύπτουν παρ’ όλα αυτά στην περίπτωση των Ισπανοφώνων, οι οποίοι, ενώ στα αστικά κέντρα παρουσιάζουν αυξημένη προτίμηση υπέρ των Δημοκρατικών (σε ποσοστό 70%), στον μη αστικό χώρο δίνουν μια ελαφρά πλειοψηφία στον D. Trump (52% έναντι 44% της H. Clinton). Βεβαίως, η εν λόγω αντιστροφή δεν αλλοιώνει σημαντικά τη συνολική εικόνα για τον Νότο, αφού η συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα εμφανίζει υπερδιπλάσια πληθυσμιακή παρουσία στις πόλεις παρά στην ύπαιθρο (25,9% και 10,5% αντίστοιχα), σε αντίθεση με τους Αφροαμερικανούς, των οποίων τα ανάλογα ποσοστά ως προς το συνολικό πληθυσμό είναι πιο ισορροπημένα (22,2% και 18,1%).
Πράγματι, οι Ισπανόφωνοι αποτελούν μεν την ισχυρότερη μειονότητα στις ΗΠΑ, η οποία όμως δεν είναι ομοιογενής ούτε πληθυσμιακά (όχι πάντα με σαφή διαχωρισμό από τους λευκούς), ούτε πολιτικά, με την πιο προοδευτική εκλογική συμπεριφορά να την παρουσιάζουν εκείνοι των αστικών και δη των νοτιοδυτικών περιοχών, με επίκεντρο την California και τις γειτονικές πολιτείες (Ν. Mexico, Arizona, Colorado, Nevada). Εντελώς αντίθετη περίπτωση δε μεταξύ των Ισπανοφώνων αποτελεί η κοινότητα των Κουβανών, κυρίως στην περιοχή της Florida, που συνολικά αντιστοιχούν περίπου στο 6% του πληθυσμού της πολιτείας. Παραδοσιακά αποτέλεσαν ένα άκρως συντηρητικό κοινό, απολύτως προσδεμένο στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, με την ψήφο τους να αποδεικνύεται καθοριστική στις εκλογές του 2000, όταν έδωσαν στο G.W. Bush 75%. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αυτή η μονομερής πολιτική τοποθέτηση έχει αμβλυνθεί σημαντικά, με τη νεότερη γενιά να διάκειται θετικότερα προς το Δημοκρατικό κόμμα. [11]
Όπως φάνηκε έως τώρα λοιπόν, η φυλετική διαφοροποίηση της ψήφου παραμένει ισχυρή και επαληθεύεται σε κάθε αναλυτική της προσέγγιση. Εντούτοις, στις εκλογές του 2016 δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η ελαφρά μείωση της επιρροής των Δημοκρατικών, στο πρόσωπο της H. Clinton, ειδικά μεταξύ των Αφροαμερικανών, όπου η σχετική υπεροχή περιορίστηκε στις 81 μονάδες από 87 το 2012 (Πίνακας 3), δεδομένης και της ελάχιστης μεν αλλά γενικής ενίσχυσης του αντιπάλου της στις κύριες μειονοτικές ομάδες. Η μικρή αυτή μεταβολή ενδεχομένως και να απέβη μοιραία σε πολιτείες στις οποίες το τελικό αποτέλεσμα ήταν οριακό (π.χ. Florida, Michigan, Pennsylvania), χαρίζοντας τελικά στον D. Trump την πλειοψηφία των εκλεκτόρων, με αποτέλεσμα την αντιστροφή της λαϊκής ψήφου για 4η φορά στην αμερικανική ιστορία (μετά το 1876, το 1888 και το 2000).
Από την άλλη πλευρά, αυτή η (φυσιολογική κατά τα άλλα) εκλογική μεταβολή, όπως θα φανεί παρακάτω, ίσως να μην είναι εντελώς ασύνδετη με τις φυλετικές ανισότητες ως προς το κοινωνικο-οικονομικό στάτους, οι οποίες παραμένουν έντονες, παρότι αναμφισβήτητα αμβλυμένες σε σχέση με το παρελθόν. Οι Ισπανόφωνοι και οι Αφροαμερικανοί άλλωστε εξακολοθούν να παρουσιάζουν με σημαντική διάφορά τα χαμηλότερα εισοδήματα και τα υψηλότερα επίπεδα φτώχειας σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, [12] αλλά και τις λιγότερες προσβάσεις στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, όπως αναδείχθηκε ιδιαίτερα και στην περίπτωση της πανδημίας του COVID-19, με βάση τα ποσοστά θανατηφόρων κρουσμάτων ανά φυλετική ή εθνοτική ομάδα. [13]
Κοινωνικός και πολιτισμικός-ιδεολογικός διαχωρισμός. Οι μεταβολές του 2016
Η προηγούμενη παρατήρηση αναδεικνύει την αντανάκλαση της φυλετικής διαφοροποίησης στον γενικότερο κοινωνικό διαχωρισμό της ψήφου, ο οποίος στις Ηνωμένες Πολιτείες σηματοδοτεί τη μία (από τις δύο) και την κυρίαρχη, μέχρι τη δεκαετία του 1980, διαιρετική τομή του εκλογικού ανταγωνισμού. Αυτός εκφράζεται πρωτίστως και ευρύτερα με τη διαχρονική υπερεκπροσώπηση των Δημοκρατικών στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα (και δευτερευόντως στους μη έχοντες πανεπιστημιακή εκπαίδευση έως απόφοιτους Λυκείου), τάση η οποία σε γενικές γραμμές επαληθεύθηκε και το 2016, καταγράφοντας ωστόσο μεταβολές πολύ σημαντικότερες και πολύ πιο αισθητές.
Διότι αν τα ποσοστά της H. Clinton στις φυλετικές (ή εθνοτικές) μειονότητες παρουσίασαν απλώς μια υποχώρηση, σε ευρύτερες κοινωνικές μεταβλητές όπως τα χαμηλά εισοδήματα, η τάση αυτή ήταν κατά πολύ εμφανέστερη, με αποτέλεσμα η διαφορά υπέρ της να περιοριστεί δραστικά (μόλις 12%, όταν ο B. Obama το 2012 είχε επικρατήσει με 21%, Πίνακας 3). Ταυτόχρονα μάλιστα συνοδεύτηκε από την ενίσχυσή της στα ανώτερα εισοδήματα, με την επιρροή της για πρώτη φορά να ισοδυναμεί απολύτως με εκείνη του Ρεπουμπλικάνου αντιπάλου της, αφού οι μεταβολές για τον D. Trump κινήθηκαν σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις, με τα αντίστοιχα χάσματα (μεταξύ ανώτερων και χαμηλότερων εισοδημάτων) για τους δύο υποψηφίους να κλείνουν εν τέλει στα ιστορικά μικρότερα επίπεδά τους (6%).
Αυτές οι μεταβολές στην κοινωνιολογία της ψήφου προσέλαβαν δε και συγκεκριμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά, με επίκεντρο τις Βορειοκεντρικές πολιτείες, οι οποίες περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της «Rust Belt», δηλαδή τις μεγαλουπόλεις και την ευρύτερη βιομηχανική ζώνη γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες. Η αποβιομηχάνιση των τελευταίων 40 χρόνων και η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας εκφράστηκαν στις προηγούμενες εκλογές, δίνοντας στον D. Trump, κατόπιν και των προεκλογικών εξαγγελιών του για ενίσχυση της «εγχώριας» απασχόλησης, μια έστω και οριακή πλειοψηφία (47,4% έναντι 46,8% της H. Clinton, Πίνακας 1), αλλά και τη συμπαγέστερη γεωγραφικά αύξηση των ποσοστών του σε σύγκριση με αυτά του Μ. Romney το 2012, καταδεικνύοντας τις δυνατότητες εισχώρησής του στα οικονομικά επισφαλέστερα, ακόμα και εργατικά κοινά. [14] Την ίδια στιγμή, αυτές οι πολιτείες επεφύλαξαν στη H. Clinton την μεγαλύτερη πτώση των ποσοστών της (και γενικευμένη, συνολικά κατά 6% περίπου) σε σχέση με εκείνα του B. Obama το 2012, σε μια περιοχή η οποία από τη δεκαετία του 1960 αποτελούσε ένα σταθερό σχεδόν προπύργιο του Δημοκρατικού κόμματος. [15]
Μάλιστα, η κυριαρχία των Δημοκρατικών διατηρήθηκε ακλόνητη στο Illinois, όπου επικράτησαν και πάλι με ευρεία διαφορά 17%, ενώ στη Minnesota περιορίστηκε μόλις στο 1,6%. Έτσι, η οριακή συνολική υπεροχή του D. Trump αρκούσε για να του δώσει την πλειοψηφία στις υπόλοιπες 5 από τις 7 πολιτείες (Πίνακας 2), γεγονός καθοριστικό για το εκλογικό αποτέλεσμα, [16] ενώ μεταξύ αυτών ήταν και η «βαρομετρική» πολιτεία («bellwether» state) του Ohio, ο νικητής της οποίας είναι και ο τελικός κινητής των εκλογών, σταθερά από το 1964. Παρόμοια άλλωστε ήταν η επικράτηση του Trump και στη γειτονική Pennsylvania (η οποία αποτελεί και το γεωγραφικό σύνορο της Rust Belt), τη μόνη πολιτεία που κέρδισε από τις Βορειοανατολικές, όπου, όπως και στην περίπτωση του Wisconsin και του Michigan, οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν να κερδίσουν από τη δεκαετία του 1980 και τώρα επιβλήθηκαν με διαφορές μικρότερες του 1%. Οι τρεις τελευταίες πολιτείες, με 46 εκλέκτορες στο σύνολο, ουσιαστικά διαμόρφωσαν την τελική διαφορά, ενώ στην αδυναμία πρόβλεψης αυτών των ιστορικών ανατροπών εντοπίστηκε και η κύρια δημοσκοπική αστοχία των προηγούμενων εκλογών. [17]
Ανάλογη διασάλευση των παραδοσιακών συσχετισμών καταγράφηκε και στη ριζικά (κατά το ήμισυ) μειωμένη υπεροχή της H. Clinton (μόλις 9%, Πίνακας 3) στους ψηφοφόρους με συμμετοχή (των ίδιων ή των οικείων τους) στα εργατικά συνδικαλιστικά σωματεία («Union Household»), στους οποίους οι Δημοκρατικοί υπερίσχυαν με ποσοστά σχεδόν 60% και με διαφορές 20%-30% από το 1992 και μετά. [18] Η συγκεκριμένη κατηγορία, ως ευρύ υποσύνολο της εργατικής τάξης (αντιστοιχεί ακόμα στο 15-20% του πληθυσμού), αντιμετωπίζεται συνήθως στην εκλογική κοινωνιολογία των ΗΠΑ ως ο βασικός δείκτης «ταξικότητας» της ψήφου, [19] υποτιμώντας τον συντεχνιακό χαρακτήρα που μπορεί συχνά να προσλαμβάνει, όπως στην προηγούμενη αναμέτρηση και ειδικά εντός των συγκεκριμένων γεωγραφικών πλαισίων, με κυριότερο παράδειγμα τους απασχολουμένους στην αυτοκινητοβιομηχανία του Detroit και με το ποσοστό του D. Trump (42%) να είναι το ανώτερο για τους Ρεπουμπλικάνους από τη δεκαετία του 1980.
Παρ’ όλα αυτά, τα φαινόμενα της φυλετικής κρίσης δεν μπορούν παρά να έχουν ευθύ αντίκτυπο και στον άλλον βασικό διαχωρισμό της ψήφου στις ΗΠΑ, τον πολιτισμικό, ο οποίος αποτυπώνεται κυρίως στην εκλογική συμπεριφορά των ατόμων υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου (κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος) και στους οποίους οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών εξασφαλίζουν ποσοστά ισοδύναμα ή (από τη δεκαετία του 1990 και μετά) ανώτερα ακόμα και από εκείνα των αποφοίτων Λυκείου, που κατά κανόνα αποτελούσαν τη δεύτερη ισχυρότερη δεξαμενή του κόμματος, σηματοδοτώντας τον συνδυασμό κοινωνικής και φιλελεύθερης ψήφου. Ωστόσο, στις εκλογές του 2016 το χάσμα μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών διογκώθηκε, καθώς η H. Clinton στους πρώτους εξασφάλισε ποσοστό 58% και διαφορά 21% από τον D. Trump (τη μεγαλύτερη στην εκλογική ιστορία των ΗΠΑ), ενώ αντίθετα στη δεύτερη, με ποσοστό μόλις 46% (και πτώση 7% σε σχέση με τον B. Obama το 2012), υπολείφθηκε κατά 5% του Ρεπουμπλικάνου αντιπάλου της (Πίνακας 3), επιβεβαιώνοντας την προβληματική απεύθυνση της υποψηφιότητάς της στα λαϊκά-εργατικά στρώματα, έχοντας περισσότερο τον χαρακτήρα της εκπροσώπησης των φιλελεύθερων κοινωνικών ελίτ.
Το στοιχείο αυτό αποτυπώνεται και στις όλο και πιο έντονες διαφοροποιήσεις της εκλογικής γεωγραφίας των Δημοκρατικών, με την περαιτέρω ενίσχυση των ποσοστών της στη Βορειοανατολική ακτή και ακόμα περισσότερο στη Δυτική, τις μόνες περιοχές όπου η H. Clinton διατήρησε την επιρροή της στα ίδια επίπεδα με εκείνης του B. Obama το 2012 (επικρατώντας χαρακτηριστικά στην California με διαφορά ανώτερη του 30%, δηλαδή τη μεγαλύτερη για υποψήφιο από την εποχή του Fr. Roosevelt). Η γεωγραφική αυτή απεικόνιση, η οποία προκύπτει από τη συχνή ταύτιση ανώτατου μορφωτικού επιπέδου και υψηλών εισοδημάτων, μπορεί στρεβλά να δημιουργήσει σύγχυση ως προς τη συσχέτιση εισοδήματος – ψήφου. [20] Η πραγματικότητα είναι ότι σε αυτές τις περιοχές η εισοδηματική διαφοροποίηση της ψήφου (μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων) δεν είναι τόσο αισθητή, με το σχετικό χάσμα να διατηρείται κυρίως στον Αμερικανικό Νότο και απλώς να αμβλύνεται σε εθνικό επίπεδο. [21]
Η πολιτισμική διαφοροποίηση της ψήφου εκφαίνεται όμως και σε μεταβλητές, όπως η ηλικία, ή ακόμα περισσότερο το φύλο, με το gender gap το 2016 να φτάνει στις μέγιστες διαστάσεις του (13 μονάδες η διαφορά στα ποσοστά γυναικών – ανδρών για τη H. Clinton και αντιστρόφως 11% για τον Trump, Πίνακας 3), γεγονός που δεν συσχετίζεται μόνο με το φύλο των υποψηφίων αλλά και με τον κατεξοχήν σεξιστικό (εκτός από ξενοφοβικό) λόγο του D. Trump. [22] Η τελευταία διάσταση φαίνεται να διαπερνά οριζόντια όλες τις κοινωνικές και δημογραφικές κατηγορίες, αφού ακόμα και μεταξύ των ανδρών Αφροαμερικανών ο Trump έλαβε 13%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά του μεταξύ των γυναικών εκτιμώνται σε 4%.
Συναφής δε ήταν και η ενίσχυση της υπεροχής των Δημοκρατικών σε άλλες κοινωνικές κατηγορίες με υψηλή ευαισθησία σε ζητήματα προστασίας των πολιτικών ή ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα η κοινότητα LGBT (η συγκεκριμένη ερώτηση υπάρχει στο Exit Poll των ΗΠΑ από το 1992) και οι μικρές θρησκευτικές μειονότητες. Αντιθέτως, ο D. Trump διεύρυνε κατά πολύ την (δεδομένη για τους Ρεπουμπλικάνους) κυριαρχία σε κατεξοχήν συντηρητικές υπο-ομάδες, όπως π.χ. τους βετεράνους (υπηρετήσαντες) του στρατού και τους λευκούς ευαγγελικούς χριστιανούς (κυρίως προτεστάντες) του Αμερικανικού Νότου (με 80%-16%), [23] αν και πρέπει να επισημανθεί το σπάνιο προβάδισμα που εξασφάλισε και μεταξύ των (συνήθως πλειοψηφικά Δημοκρατικών) Καθολικών (αναλυτικά, βλ. Πίνακα 3).
Οι προαναφερθείσες διαφοροποιήσεις παραπέμπουν άλλωστε και στον καθαυτό ιδεολογικό διαχωρισμό, όπου ο αρνητικός αριθμητικός συσχετισμός των αυτοχαρακτηριζόμενων ως «φιλελεύθερων» ψηφοφόρων (26% του εκλογικού σώματος) έναντι των «συντηρητικών» (35%) εκ των πραγμάτων αποτελούσε πρόκριμα για τον D. Trump, παρά την πλειοψηφία της H. Clinton μεταξύ των «μετριοπαθών» (52%-40%). Η μεταβολή των παραπάνω ποσοστών θα αποτελέσει βασικό ζητούμενο (αλλά και ερωτηματικό) για την επικείμενη αναμέτρηση.
Αν λοιπόν οι κοινωνικές αντιθέσεις της ψήφου το 2016 έδειξαν να αμβλύνονται, οι πολιτισμικές-ιδεολογικές αντιθέτως εντάθηκαν, με την πόλωση ωστόσο να έχει και σε αυτό το σημείο γεωγραφικό αντίκτυπο, καθώς από τις 30 πολιτείες στις οποίες πλειοψήφησε ο D. Trump, στις 12 πέτυχε τη μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγράψει Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος από τη δεκαετία του 1980. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητά του να εκφράζει όχι μόνο τα άκρως συντηρητικά κοινά, αλλά συνολικότερα τους λευκούς, χριστιανούς (προτεστάντες ή Καθολικούς), μεσαίου εισοδήματος ψηφοφόρους, με την παράλληλη επέκταση της επιρροής του στα λαϊκά ή εργατικά στρώματα, του επέτρεψε να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του «μέσου Αμερικανού», γεγονός που αποτέλεσε τη βάση της εκλογικής του επικράτησης. Κομβική άλλωστε για τον σημερινό πρόεδρο ήταν η σαφής υπεροχή του (47%-30%) στους λεγόμενους «haters», δηλαδή σε εκείνο το 18% των εκλογέων που αντιμετώπιζαν εξίσου αρνητικά το ενδεχόμενο εκλογής και των δύο υποψηφίων.
Πίνακας 3: Στοιχεία Exit Poll 2012-2016.
Εκλογές 2016 | Εκλογές 2012 | |||||
D. Trump | H. Clinton | Διαφορά | M. Romney | B. Obama | Διαφορά | |
ΣΥΝΟΛΟ | 46,1% | 48,2% | +2,1% | 47,2% | 51,1% | -3,9% |
Φύλο | ||||||
Άνδρες | 52% | 41% | +11% | 52% | 45% | -7% |
Γυναίκες | 41% | 54% | -13% | 44% | 55% | -11% |
Ηλικία | ||||||
18-29 | 36% | 55% | -19% | 37% | 60% | -23% |
30-44 | 41% | 51% | -10% | 45% | 52% | -7% |
45-64 | 52% | 44% | +8% | 51% | 47% | +4% |
65+ | 52% | 45% | +7% | 56% | 44% | +12% |
Μορφωτικό Επίπεδο | ||||||
Μέχρι Λύκειο | 51% | 46% | +5% | 47% | 53% | -6% |
Πανεπιστημιακές Σπουδές | 51% | 43% | +8% | 48% | 49% | +1% |
Πτυχιούχοι Πανεπιστημίου | 44% | 49% | -5% | 51% | 47% | +4% |
Κάτοχοι Μεταπτυχιακού | 37% | 58% | -21% | 42% | 55% | -13% |
Ετήσιο Εισόδημα | ||||||
κάτω από $50.000 | 41% | 53% | -12% | 39% | 60% | -21% |
$50.000-$99.999 | 49% | 46% | +3% | 52% | 46% | +6% |
$100.000+ | 47% | 47% | – | 54% | 44% | +10% |
Φυλετική/Εθνοτική Ομάδα | ||||||
Λευκοί | 57% | 37% | +20% | 59% | 39% | +20% |
Μαύροι/Αφρο-αμερικανοί | 8% | 89% | -81% | 6% | 93% | -87% |
Λατινογενείς/Ισπανόφωνοι | 28% | 66% | -38% | 27% | 71% | -44% |
Ασιάτες | 27% | 65% | -38% | 26% | 73% | -43% |
Άλλοι | 36% | 56% | -20% | 38% | 58% | -20% |
Θρήσκευμα | ||||||
Προτεστάντες | 56% | 39% | +17% | 58% | 41% | +17% |
Καθολικοί | 50% | 46% | +4% | 48% | 50% | -2% |
Εβραίοι | 23% | 71% | -48% | 30% | 69% | -39% |
Άλλο Θρήσκευμα | 29% | 62% | -33% | 23% | 74% | -51% |
Χωρίς Θρήσκευμα | 25% | 67% | -42% | 26% | 70% | -44% |
(Λευκοί Ευαγγελικοί-Αναγ. Χριστιανοί) | 80% | 16% | +64% | 78% | 21% | +57% |
Λοιπές Μεταβλητές | ||||||
Συμμετοχή σε Συνδικ. Σωματεία | 42% | 51% | -9% | 40% | 58% | -18% |
Βετεράνοι Στρατού | 60% | 34% | +26% | – | – | – |
LBGT κοινότητα | 14% | 78% | -64% | 22% | 76% | -54% |
Πηγή: Exit Poll – CNN (https://edition.cnn.com/election/2016/results/exit-polls/national/president)
Ενόψει των επόμενων εκλογών
Με βάση τα παραπάνω, η επίδραση την οποία θα έχει για το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών το κίνημα «Black Lives Matter» αποτελεί ερωτηματικό, αφού ο φυλετικός διαχωρισμός της ψήφου θεωρείται ήδη δεδομένος και τα περιθώρια ενίσχυσής του περιορισμένα. Φυσικά, μια ανάκαμψη των ποσοστών των Δημοκρατικών στους μαύρους και η μαζική κινητοποίησή τους για συμμετοχή στις εκλογές θα αποτελέσει έναν παράγοντα για την εκλογική επιτυχία. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ερμηνεύεται και η επιλογή της γερουσιαστή της California, K. Harris, για την υποψηφιότητα της αντιπροέδρου, η οποία ωστόσο μένει ακόμα να αξιολογηθεί.
Από την άλλη πλευρά, η αναταραχή που έχει προκληθεί από τη φυλετική κρίση είναι λογικό να εντείνει την ιδεολογική φόρτιση των εκλογών, με το ενδεχόμενο αύξησης της δεξαμενής των «φιλελεύθερων» ψηφοφόρων να είναι μια αναμενόμενη μεταβολή έναντι της προηγούμενης αναμέτρησης. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί και μια επανασυσπείρωση των συντηρητικών ψηφοφόρων στο πρόσωπο του D. Trump, στην οποία προφανώς επενδύει ο ίδιος με την επίκληση του δόγματος «νόμος και τάξη» (συμβολικά απευθυνόμενος στο «silent majority», όπως ο Nixon το 1968 και με τη Βίβλο ανά χείρας).
Γενικότερο βέβαια ερώτημα αποτελεί το κατά πόσο η υποψηφιότητα του Biden είναι σε θέση να αποκαταστήσει την επιρροή των Δημοκρατικών στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα (τα οποία άλλωστε έρχονται ήδη αντιμέτωπα με τις οικονομικές επιπτώσεις του COVID-19), αντιστρέφοντας δηλαδή τη σχετική κάμψη της H. Clinton το 2016. Σημαντική επ’ αυτού μπορεί να αποδειχθεί η υποστήριξη στο πρόσωπο του J. Biden από τον αντιδιεκδικητή του χρίσματος των Δημοκρατικών, B. Sanders, η σιωπή του οποίου το 2016 εκτιμάται ότι είχε κοστίσει στη H. Clinton. Και σε αυτό το σημείο όμως κρίσιμος παράγοντας θα είναι ο βαθμός συμμετοχής στις εκλογές, καθώς και το επίμαχο θέμα της «επιστολικής» ψήφου (η οποία έως τώρα στις ΗΠΑ αντιστοιχούσε περίπου σε 5%).
Σε αυτήν τη φάση πάντως, πιο σημαντικό φαίνεται να είναι το ζήτημα του χειρισμού της πανδημίας από τον Trump, τόσο ως προς την (για πολλούς καταστροφική) υγειονομική αντιμετώπισή της, όσο κυρίως ως προς την αντιμετώπιση των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεών της, ειδικά με δεδομένη και τη βαρύτητα της αναδρομικής ορθολογικής ψήφου στις ΗΠΑ, με βάση την οποία οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν τις εκλογές ως δημοψηφίσματα, αξιολογώντας (καταδικάζοντας ή επιβραβεύοντας) τα πεπραγμένα της κυβέρνησης και του εν ενεργεία προέδρου, με έμφαση στα οικονομικά ζητήματα. [24] Η δημοσκοπική υπεροχή του J. Biden καταγράφηκε από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, αυξήθηκε στις 10 μονάδες μετά το ξέσπασμα του «Black Lives Matter», ενώ μέχρι και το τέλος Σεπτεμβρίου είχε μειωθεί στο 7%, που, εφόσον επαληθευθεί, μπορεί πιθανότατα να οδηγήσει τον υποψήφιο των Δημοκρατικών σε μία ασφαλή πλειοψηφία της τάξης των 330-360 εκλεκτόρων.
Η υπεροχή αυτή βεβαίως δεν φαίνεται να στηρίζεται τόσο στη (σχετικά περιορισμένη) δημοφιλία του ίδιου, όσο στο συνολικότερο αντι-Trump κλίμα που δημιουργήθηκε στη συγκεκριμένη συγκυρία, το οποίο και πάλι ωστόσο δεν φάνηκε να προσλαμβάνει την έκταση που ίσως θα αναμενόταν. Εντυπωσιακή αντιθέτως για τον εν ενεργεία πρόεδρο παραμένει η διατήρηση των ποσοστών αποδοχής του σε επίπεδα 39%-46%, τα οποία ναι μεν είναι χαμηλότερα από αντίστοιχες μετρήσεις άλλων προέδρων του παρελθόντος, [25] αλλά είναι αρκετά σταθερά από τις αρχές του 2018, ενώ ελάχιστα απέχουν από την αντίστοιχη πρόθεση ψήφου του (41%-45% από τον Μάρτιο), [26] εμφανίζοντας έτσι την εκλογική βάση του ιδιαίτερα συμπαγή. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος θα προσδοκούσε να πιστωθεί τόσο τη μείωση των δεικτών ανεργίας σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα 50ετίας πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, όσο και την ταχεία επαναφορά τους (8,4% τον Αύγουστο), μετά την εκτίναξή της τον Απρίλιο του 2020 (14,7%). [27] Εντούτοις, οι πιθανότητες της επανεκλογής του δείχνουν εξαιρετικά ισχνές, εφόσον η διαφορά των τελικών ποσοστών δεν κλείσει τουλάχιστον σε επίπεδα αντίστοιχα του 2016 (2% υπέρ του αντιπάλου του).
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα του τελικού αποτελέσματος οφείλει να παραμένει ανοιχτό. Θα μπορέσει ο D. Trump να ανατρέψει (ή να διαψεύσει) τις δημοσκοπήσεις για δεύτερη φορά; Ή ο J. Biden θα καταφέρει να είναι ο δεύτερος Καθολικός πρόεδρος, ιρλανδικής καταγωγής μετά τον J. Kennedy;
Ο Παναγιώτης Κουστένης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, διδάσκων στο Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] J.D. Woodward, The New Southern Politics, L. Rienner Publishers, Μπάουλντερ 2006, σ. 34 κ.ε.
[2] Αυτ., σ. 131-232
[3] R.H. Pildes, «Democracy, Anti-Democracy, and the Canon», Constitutional Commentary, 17, 2000, σ. 295-319
[4] Robert K. Fleck, «Electoral Incentives, Public Policy, and the New Deal Realignment», Southern Economic Journal, 65(3), 1999, σ. 377-404
[5] K. Frederickson, The Dixiecrat Revolt and the End of the Solid South, 1932-1968, University of North Carolina Press, Τσάπελ Χιλ 2001
[6] G. Pomper, «Classification of presidential elections», The Journal of Politics, 29 (3), 1967, σ. 535-566
[7] Ph.E. Converse, A.R. Clausen, W.E. Miller, «Electoral Myth and Reality: The 1964 Election», The American Political Science Review, 59 (2), 1965, σ. 321-336
[8] D.K. Williams, The Election of the Evangelical: Jimmy Carter, Gerald Ford, and the Presidential Contest of 1976, University Press of Kansas, Kansas 2020
[9] https://www.census.gov/quickfacts/fact/table/US/PST045219 (πρόσβαση 15.09.2020)
[10] L.A. Goodman, «Some alternatives to ecological correlation», American Journal of Sociology, 64 (6), 1959, σ. 610-625
[11] B.G. Bishin, C.A. Klofstad, «The Political Incorporation of Cuban Americans: Why Won’t Little Havana Turn Blue?», Political Research Quarterly, 65(3), 2012, σ. 586-599
[12] https://www.census.gov/content/dam/Census/library/visualizations/2018/demo/p60-263/figure1.pdf και
https://www.statista.com/statistics/200476/us-poverty-rate-by-ethnic-group/ (πρόσβαση 15.09.2020)
[13] https://www.apmresearchlab.org/covid/deaths-by-race (πρόσβαση 15.9.2020)
[14] J. Sides, M. Tesler, L. Vavreck, «How Trump Lost and Won», Journal of Democracy, 28 (2), 2017, σ. 34-44
[15] M. McQuarrie, «The revolt of the Rust Belt: place and politics in the age of anger», The British Journal of Sociology, 68 (S1), 2017, σ. 20-52
[16] Γενικότερα, αν η μεταβολή των τοπικών ποσοστών στις Βορειοκεντρικές πολιτείες ακολουθούσε το εθνικό ρεύμα, η H. Clinton θα επικρατούσε με 50,4%-44%, κερδίζοντας 6 από τις 7 και 80 εκλέκτορες έναντι μόνο 11 του D. Trump (από την Indiana), αντιστρέφοντας το τελικό αποτέλεσμα
[17] R. Zeeman, «The 2016 US Presidential Elections: What Went Wrong in Pre-Election Polls? Demographics Help to Explain», Multidisciplinary Scientific Journal, 2, 2019, σ. 84–101
[18] S.J. Best, B.S. Krueger, Exit Polls: Surveying the American Electorate, 1972-2010, Sage, Los Angeles 2012, σ. 227-229
[19] S. Sheppard, «Race, Class, and Values in Post-New Deal Presidential Politics: Inverted Class Loyalties as a Trend in Presidential Elections, 2000-2012», New Political Science, 35 (2), 2013, σ. 272-306
[20] A. Gelman, B. Shor, J. Bafumi, D. Park, «Rich State, Poor State, Red State, Blue State: What’s the Matter with Connecticut?», Quarterly Journal of Political Science, 2, 2007, σ. 345-367
[21] A. Gelman, L. Kenworthy, Yu-Sung Su, «Income Inequality and Partisan Voting in the United States, Social Science Quarterly», 91 (5), 2010, σ. 1203-1219
[22] B.F. Schaffner, M. Macwilliams, T. Ntenta, «Understanding White Polarization in the 2016 Vote for President: The Sobering Role of Racism and Sexism», Political Science Quarterly 133 (1), 2018, σ. 9-34
[23] Ph. Gorski, «Why evangelicals voted for Trump: A critical cultural sociology», American Journal of Cultural Sociology, 5(3), 2017, σ. 338-354 και S.J. Best, B.S. Krueger, Exit Polls: Surveying the American Electorate, 1972-2010, Sage, Los Angeles 2012, σ. 61-62
[24] M. Fiorina, Retrospective Voting in American National Elections, Yale University Press, New Haven 1981, σ. 26
[25] https://news.gallup.com/poll/203198/presidential-approval-ratings-donald-trump.aspx και https://projects.fivethirtyeight.com/trump-approval-ratings/?ex_cid=irpromo (πρόσβαση 15.09.2020)
[26] https://projects.fivethirtyeight.com/polls/president-general/national/ (πρόσβαση 15.09.2020)
[27]
https://tradingeconomics.com/united-states/unemployment-rate (πρόσβαση 15.09.2020)