Μαρία Ιατρού
τχ. 122-123, σ. 71-81
«Τη λυπούμαστε, βλέπω, τη ζωούλα μας, ε;», παρατηρεί ο οδηγός του νυχτερινού λεωφορείου, όταν ο μοναδικός επιβάτης του τον ρωτά γιατί δεν έχει τα φώτα πορείας αναμμένα. Ο επιβάτης, στον οποίο ο οδηγός θυμίζει έναν σερβιτόρο που γνώριζε στα φοιτητικά του χρόνια στο Παρίσι, απαντά ότι δεν νοιάζεται και τόσο για τη ζωή του: “Όπως κατάντησε, πικρή και άδεια, σαν ξένη φορτική, που είπε κάποιος…” –Γι’ αυτό ήρθα, τον έκοψε ο σοφέρ.– Ήρθες να κάνεις τι; ρώτησε ο ξένος.»
Έτσι ονειρικά, ανάμεσα σε μια σπληνική παρισινή εικόνα και έναν προαναγγελθέντα θάνατο, εισάγεται ο Καβάφης στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Σε ένα κομβικό σημείο της πλοκής της Λέσχης, όπου ο Μάνος αφηγείται στην ομήγυρη της γνωστής πανσιόν ένα όνειρό του. Το όνειρο του Mάνου, ένα αρχετυπικό ταξίδι θανάτου, λειτουργεί ως κέντρο που συγκεντρώνει γύρω του προσωρινά τα βασικά πρόσωπα της Λέσχης, τα οποία από το σημείο αυτό και πέρα σκορπίζουν, ακολουθώντας διαφορετικά νήματα της πλοκής. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι ότι η εσπευσμένη αναχώρηση του Xανς στη διάρκεια της αφήγησης την αφήνει οριστικά ημιτελή και δρομολογεί τις εξελίξεις που θα σημαδέψουν τη σχέση Έμμης και Mάνου, που επίσης θα παραμείνει ημιτελής. Kαθώς κινούνται γύρω, μέσα και έξω από τον λόγο του Mάνου, έναν λόγο που συνδέει τις λειτουργίες του υποσυνείδητου με τον συμβολικό μύθο του περάσματος στην άλλη όχθη, τα πρόσωπα και οι διαδρομές τους φορτίζονται ειρωνικά από το βάρος μιας αναπόδραστης, αρχέγονης αναγκαιότητας. H πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι, βέβαια, η Έμμη, η οποία εμφανίζεται στη μέση της αφήγησης (παρόλο που ο Mάνος την περιμένει όσο μπορεί, σ. 110) και στη μέση πάλι φεύγει μαζί με τον Xανς, προκαλώντας τη διακοπή που προαναφέρθηκε.
Στο πλαίσιο αυτό, η καβαφική μνεία αναδεικνύει υπαινικτικά την ειρωνική ποιότητα μιας πλοκής που βασίζεται σε πρόσωπα παγιδευμένα σε ένα δίχτυ παθών και συγκυριών, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου της ίδιας τους της ζωής. Επιπλέον, όπως έχει επισημάνει η κριτική, η παρουσία αυτής της αναφοράς στα εν λόγω κρίσιμα συμφραζόμενα είναι απόλυτα λειτουργική, εφόσον το συγκεκριμένο συμβολιστικό ποίημα του Καβάφη, το «Όσο μπορείς», εναρμονίζεται με την μπωντλερική ατμόσφαιρα που ανακαλεί η ανάμνηση από τα φοιτητικά χρόνια του Μάνου στο Παρίσι. Αυτή η εισαγωγή είναι χαρακτηριστική για τον τύπο της καβαφικής παρουσίας που προκρίνεται στο πρώτο βιβλίο της Τριλογίας: όλες οι σχετικές αναφορές προέρχονται από φιλοσοφικά και ερωτικά ποιήματα, καθώς και ποιήματα ποιητικής. Απουσιάζει, δηλαδή, η κατηγορία που κατ’ εξοχήν έχει απασχολήσει τον Τσίρκα ως ερευνητή και δοκιμιογράφο, τα ιστορικά ποιήματα. Στη συνάφεια αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο ένα ποίημα από τα τρία μνημονευόμενα στη Λέσχη αναλύεται (θετικιστικά, βέβαια) στη μελέτη του Τσίρκα για τον Καβάφη, το «Μέρες του 1896».
Η Μαρία Ιατρού διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο ΑΠΘ.