Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
τχ. 130-131
Η μελέτη των μουσουλμάνων της Ελλάδας, και ειδικά εκείνων εκτός Θράκης, πριν και μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ήταν, και εξακολουθεί να είναι, ένα θέμα που δεν έλκει το επιστημονικό ενδιαφέρον των ερευνητών. Όχι γιατί δεν έχει ύλη προς διερεύνηση. Αντίθετα, πολλά μένουν να συζητηθούν και ακόμα περισσότερα να ανακαλυφθούν στα σκοτεινά ντουλάπια αρχείων, εντός και εκτός της χώρας. Η πρόοδος στο πεδίο αυτό, δηλαδή τη μελέτη του ελληνικού Ισλάμ, που έχει γίνει τα τελευταία 10-15 χρόνια είναι σημαντική, εάν συγκριθεί με την επιστημονική παραγωγή παλαιότερων δεκαετιών. Σε αυτή την εξέλιξη μέγιστη συμβολή έχει ο Σάσα Πόποβιτς, ο οποίος έθεσε τις βάσεις τις ισλαμολογίας και μάλιστα σε συγκριτική βάση στα μετα-οθωμανικά Βαλκάνια. Το έργο του L’Islam balkanique (Osteuropa-Institut an der Freien Universität Berlin, Balkanologische Veröffentlichungen, Βερολίνο 1986) αποτελεί έργο αναφοράς και έμπνευσης. Ο ίδιος ώθησε μαθητές του και αυτοί δικούς τους να εστιάσουν σε ειδικότερες πτυχές του φαινομένου στον ελλαδικό χώρο. Από την κληρονομιά αυτή εμπνεύστηκα και ο ίδιος. Η ιδέα για την ιστορικότητα των σύγχρονων φαινομένων με κράτησε ενεργό για πάνω από 12 χρόνια που καταλήγοντας σε μελέτη εξετάζει τη νομική θέση των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ελλάδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, συνδέοντας την περίοδο πριν την ανταλλαγή, μετά την ανταλλαγή και τη σύγχρονη εποχή.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του θέματος αφορά την αποφυγή ενασχόλησης της επιστημονικής έρευνας με τη μουσουλμανική Ελλάδα, επί ελληνικού κράτους. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι τα σχετικά με τις μουσουλμανικές κοινότητες της Ελλάδας πριν και μετά την ανταλλαγή πληθυσμών δεν έχουν σχεδόν καθόλου συζητηθεί παρά μόνο αποσπασματικά σε κεφάλαια βιβλίων ή μέσα από τη συζήτηση ειδικών θεματικών ή σποραδικά μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης έρευνας για συγκεκριμένο τόπο ή χρονική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Η πολύ μικρή έλξη που ασκεί το θέμα στην επιστημονική κοινότητα αντανακλά την ηγεμονική ιδεολογικοποίηση των θεματικών επιλογών που περιορίζει εν τέλει και την επιστημονική κοινότητα. Φαίνεται ότι η εθνική αφήγηση δύσκολα ανέχεται αναφορές σε ένα μη «καθαρό» εθνικό παρελθόν, που περιλαμβάνει και «άλλους» σύνοικους στον εθνικό χώρο. Η πρόσληψη της Ελλάδας ως τόπου μέσα από το παρελθόν του, καθώς και η προβολή της ελληνικής κοινωνίας στο παρόν και μέλλον, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν εστιαστεί στον μουσουλμανικό, εκριζωμένο πια, χαρακτήρα της: πώς αυτός παραμένει αόρατος, πώς υποβάλλει τη χρήση όρων, πώς διαμορφώνει ταυτότητες και ομογενοποιεί, πώς υποθάλπει επίπλαστες νοσταλγίες μέσα από μια παθολογία της μνήμης των κοινών και ταυτόχρονα πολλαπλών πραγματικοτήτων. Εν τέλει πώς ρυθμίζεται κανονιστικά η θέση των μουσουλμάνων σε μια νεωτερική έννομη τάξη και ποια η θεσμική γενεαλογία με το άμεσα προγενέστερο οθωμανικό παρελθόν. Τα ερωτήματα αυτά σε σχέση με τη μετάβαση από την οθωμανική στην ελληνική κυριαρχία έθεσαν τους μουσουλμάνους κατοίκους σε δύσκολη θέση: όχι μονάχα επειδή ήταν μη ελληνόφωνοι ή μη χριστιανοί, αλλά επειδή εν πολλοίς ταυτίζονταν με τον οθωμανικό ζυγό και τον κατ’ εξοχήν ιδεολογικό αντίπαλο του ελληνισμού.
O Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης διδάσκει στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.