Λύντια Τρίχα
Για το βιβλίο:
Λύντια Τρίχα, Χαρίλαος Τρικούπης, Ο πολιτικός του «Τις πταίει» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2016, 598 σ.
τχ. 136
Δεν θα σας μιλήσω για το έργο του Τρικούπη, επειδή ό,τι είχα να πω σχετικά, το είπα στο βιβλίο. Θα παρουσιάσω το παρασκήνιο, το πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή μου με τον Τρικούπη, πώς αποφάσισα τη συγγραφή της βιογραφίας του και τα πρώτα διλήμματα που αντιμετώπισα. Λόγω του περιορισμένου χρόνου δεν θα επεκταθώ σε άλλους προβληματισμούς μου σχετικά με την αξιοπιστία και την αξιολόγηση των πηγών μου, με την ακροβασία μου μεταξύ νομικού και ιστορικού, καθώς ο Τρικούπης προσφέρεται για πολλαπλή θεώρηση, ή με την επιλογή των θεμάτων που πραγματεύομαι ή δεν πραγματεύομαι και με την έκτασή τους, επειδή είναι προφανές ότι δεν έχουν περιληφθεί όλα τα θέματα που άπτονται του Τρικούπη. Αν άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο, το βιβλίο θα είχε υπερβεί τις 1.000 σελίδες. Επικεντρώθηκα λοιπόν στον ίδιο τον Τρικούπη και κάπου έβαλα τελεία.
Η γνωριμία μου με τον Χαρίλαο Τρικούπη έγινε πριν από 30 χρόνια μέσω του Μάνου Χαριτάτου και του Δημήτρη Πόρτολου, ιδρυτών του ΕΛΙΑ. Ωστόσο, ο τρόπος που έγινε δεν θα έλεγα ότι συνάδει με τη σπουδαιότητα του Τρικούπη.
Το ΕΛΙΑ βρισκόταν τότε στα πρώτα του βήματα, αλλά είχε ήδη πολλά αρχεία που χρειάζονταν καταγραφή. Ελλείψει χρημάτων στηριζόταν γι’ αυτή τη δουλειά σε εθελοντές, μεταξύ των οποίων ήμουν κι εγώ. Αφού κατέγραψα δυο-τρία μικρά αρχεία θέλησα να αναλάβω και κάποιο πιο σημαντικό. Κοίταξα, λοιπόν, τον κατάλογο και επέλεξα τον Βενιζέλο. Τον Βενιζέλο, σωστά το λέω. Όταν γύρισα σπίτι και το είπα στον Νίκο, τον σύζυγό μου, εκείνος μου λέει: «Δεν προτιμάς καλλίτερα τον Τρικούπη, με τον Βενιζέλο ασχολείται τόσος κόσμος». Και είχε δίκιο.
Οι συλλογές του ΕΛΙΑ, τότε, ήταν διασκορπισμένες σε διάφορα σημεία και το αρχείο Τρικούπη βρισκόταν στο γραφείο του Δημήτρη Πόρτολου, όπου έπρεπε να πάω να το δω. Με παίρνει λοιπόν μια μέρα τηλέφωνο ο Μάνος Χαριτάτος και μου λέει: «καβαλάς μηχανή;». Όποιος τον ήξερε, καταλαβαίνει τι εννοούσε. Εγώ τότε δεν τον ήξερα και δεν είχα και καμιά σχέση με μηχανές. Έτσι θα λέει αυτός το αυτοκίνητο, σκέφθηκα. «Ναι», του απαντάω, «έχω αυτοκίνητο». Ξανά εκείνος: «καβαλάς μηχανή;» Δεν με άκουσε, σκέπτομαι, και ξαναλέω πιο δυνατά: «Ναι, έχω αυτοκίνητο». Απηύδησε εκείνος: «Στη μοτοσυκλέτα, παιδί μου, ανεβαίνεις στη μοτοσυκλέτα;» «Όχι, δεν ανεβαίνω». Αργότερα ανέβηκα πολλές φορές, αλλά τότε φοβόμουν.
[…]
Η Λύντια Τρίχα είναι νομικός και ιστορικός.