Βασίλης Πεσμαζόγλου
τχ. 140-141
Σε προηγούμενο τεύχος των ΣΘ, έκανα μια επισκόπηση των συνεπειών του Brexit, με έμφαση στα οικονομικά θέματα. Στο παρόν σύντομο κείμενο γίνεται επικαιροποίηση, υπό το φως των εξελίξεων έως την άνοιξη του 2018 και της αυξανόμενης επί του θέματος βιβλιογραφίας.
Οι επιλογές της Βρετανίας κυμαίνονται ανάμεσα στη λεγόμενη ήπια έξοδο και στη σκληρή (soft- hard Brexit). Διαφαίνεται ότι η πρώτη εκδοχή, της παραμονής στην ενιαία εσωτερική αγορά, απομακρύνεται ως ενδεχόμενο. Είναι οικονομικά ορθολογική, αλλά πολιτικά δύσπεπτη: συνεπάγεται ελευθερία μετανάστευσης από την ΕΕ καθώς και υπαγωγή στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που αποτελούν «κόκκινες γραμμές» για τους ακραιφνείς θιασώτες του Brexit. Το άλλο άκρο, του λεγόμενου σκληρού Brexit, σημαίνει «μη συμφωνία»: η Βρετανία θα συναλλάσσεται τότε με την ΕΕ στο πλαίσιο των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), εξομοιούμενη με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα κ.ά. Οι άκρως αρνητικές οικονομικές συνέπειες ενός τέτοιου σεναρίου το καθιστούν ελάχιστα ελκυστικό και μάλλον απίθανο. Απρίλιος 2018, επικρατέστερο σενάριο είναι μια ενδιάμεση λύση: συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, στα πρότυπα περίπου της υφιστάμενης μεταξύ Καναδά και ΕΕ (που επετεύχθη προ διετίας, κατόπιν πολυετών δύσκολων διαπραγματεύσεων). Μια άλλη λύση θα ήταν τελωνειακή ένωση, που θα εξασφάλιζε μεν το αδασμολόγητο των βρετανικών εξαγωγών, αλλά θα περιόριζε τις δυνατότητες σύναψης συμφωνιών με τρίτες χώρες.
Ως προς το γενικό μακρο-οικονομικό τοπίο, η κάμψη στο βρετανικό ΑΕΠ μετά το δημοψήφισμα υπήρξε αισθητή, αλλά όχι τόσο καταστρεπτική όσο ορισμένοι προέβλεπαν. Στον μετριασμό αυτόν συνέβαλαν τρεις παράγοντες: η σημαντική υποτίμηση της λίρας, η χαλάρωση της βρετανικής νομισματικής πολιτικής και ο ισχυρός ρυθμός μεγέθυνσης της Ευρωζώνης. Σύμφωνα όμως με πρόσφατες επίσημες εκτιμήσεις, που διέρρευσαν στις αρχές του 2018 εις πείσμα του Βρετανού υπουργού-διαπραγματευτή D. Davies, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις προβλέπονται αρνητικές. Σε βάθος 15ετίας θα είναι σχετικά μικρές σε περίπτωση ήπιας εξόδου (-1,6%), δυσμενέστερες σε περίπτωση συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου (-4,8%) και ακόμα οξύτερες σε περίπτωση «μη συμφωνίας» (δηλαδή καθεστώτος ΠΟΕ) (-7,7%). Οι κλάδοι που θα θιγούν περισσότερο είναι χημικά, ποτά και τρόφιμα, αυτοκίνητα, οι δε περιοχές που θα πληγούν περιλαμβάνουν προπύργια του Brexit, όπως η Βορειοανατολική και Βορειοδυτική Αγγλία. Τα παραπάνω δεδομένα επιδρούν δυσμενώς στη βρετανική διαπραγματευτική θέση. Η συμφωνηθείσα, Μάρτιο του 2018, μεταβατική περίοδος αμβλύνει βραχυπρόθεσμα την ανασφάλεια, καθότι προβλέπει συνέχιση του παρόντος καθεστώτος για τις εμπορικές δοσοληψίες μέχρι το τέλος του 2020. Αλλά η Βρετανία δεν θα έχει, στο διάστημα αυτό, λέγειν στη λήψη αποφάσεων της ΕΕ, τα δε χρονικά περιθώρια περάτωσης της διαπραγμάτευσης είναι πιεστικά – δεδομένου ότι εκείνη χρειάζεται περισσότερο τη συμφωνία.
[…]
Ο Βασίλης Πεσμαζόγλου διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.