Βασίλης Κερασιώτης
τχ. 145-146
Τελευταία μέρα της δίκης της «Μανωλάδας» στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πατρών, 30/7/2014
Καθισμένος στα έδρανα της Πολιτικής Αγωγής, αναμένω ανήσυχος την ετυμηγορία της Έδρας. Παρά το κλίμα αισιοδοξίας που είχε δημιουργηθεί, ιδίως μετά την τεκμηριωμένη εισαγγελική πρόταση η οποία περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονταν επί 6 μήνες οι 35 μάρτυρες κατηγορίας, υπήκοοι Μπαγκλαντές, στη Νέα Μανωλάδα, μέχρι τα γνωστά γεγονότα των πυροβολισμών εναντίον τους από τους επιστάτες τον Απρίλιο του 2013, το Δικαστήριο (3 τακτικοί δικαστές και 4 ένορκοι), καθ’ όλη τη διάρκεια της δίμηνης ακροαματικής διαδικασίας, δεν έδωσε σε καμιά περίπτωση την αίσθηση ότι είχε αντιληφθεί την έννοια των «σύγχρονων μορφών δουλείας». Οι ερωτήσεις της προέδρου σχετικά με το αν οι μάρτυρες έπαιζαν κρίκετ(!) ή αν πήγαιναν για ψώνια στην πλατεία του χωριού κατέτειναν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο είχε κατά νου κάτι διαφορετικό για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του τράφικινγκ. Η διεθνής θεωρία και νομολογία, στις οποίες αναφερθήκαμε εκτενώς στο στάδιο των αγορεύσεων, σε αντιδιαστολή με την εικόνα του Σπάρτακου σε συνθήκες ρωμαϊκής γαλέρας, έχουν αποσαφηνίσει τα κρίσιμα στοιχεία που διαφοροποιούν το εργασιακό τράφικιγνκ ως σύγχρονη μορφή δουλείας από την παράνομη απασχόληση αλλοδαπού χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, με την οποία συχνά συγχέεται: Το πρώτο αδίκημα στρέφεται κατά του έννομου αγαθού της προσωπικής ελευθερίας, ενώ το δεύτερο είναι ήσσονος σημασίας και αφορά την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας.
Άπαντες διαβιούσαν και εργάζονταν υπό τις αυτές συνθήκες, που συνίσταντο στην απατηλή υπόσχεση παροχής εργασίας που θα τους εξασφάλιζε χρήματα, χωρίς καμιά εγγύηση ότι τα ποσά που οφείλονταν πράγματι θα καταβληθούν και χωρίς δυνατότητα νομικής αντίδρασης απέναντι στους εκβιασμούς, τις απειλές και την άσκηση ψυχολογικής βίας εκ μέρους των επιστατών και του εργοδότη.
Οι κατηγορούμενοι, έχοντας διαμορφώσει σχετική υποδομή, εκμεταλλεύονταν το γεγονός ότι τα θύματα βρίσκονταν στη χώρα σε ευάλωτη θέση, δηλαδή κοινωνικά αποκλεισμένοι, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα παραμονής, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, λόγοι εξαιτίας των οποίων φοβόντουσαν να προσφύγουν στις αρμόδιες αρχές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνέχιζαν να δουλεύουν αμισθί, παρά την προφανή οικονομική δυσπραγία, μη έχοντας άλλη επιλογή. Η παράνομη διαμονή αλλοδαπού συνιστά παράγοντα που καθιστά τη θέση του θύματος ευάλωτη, ιδίως όταν συνοδεύεται από την αντιμετώπιση δυσκολιών τέτοιων, ώστε η υποταγή στην κατάχρηση να αποτελεί τη μόνη δυνατή επιλογή. Συνεπώς οι κατηγορούμενοι εκμεταλλεύτηκαν την ευάλωτη θέση των θυμάτων προκειμένου να ποριστούν εισόδημα, καθώς αξιοποίησαν τον εγκλωβισμό σε μια κατάσταση, στην οποία το να παραχωρήσουν πλήρως την ελευθερία στη σφαίρα επιρροής αυτών διαφαινόταν ως η μόνη επιλογή.
[…]
Ο Βασίλης Κερασιώτης είναι δικηγόρος Αθηνών και νομικός παραστάτης των θυμάτων σε εθνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια
Το χρονικό μετατροπής της Μανωλάδας σε de facto ειδική οικονομική ζώνη
Βασίλης Κερασιώτης
τχ. 145-146
Τελευταία μέρα της δίκης της «Μανωλάδας» στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πατρών, 30/7/2014
Καθισμένος στα έδρανα της Πολιτικής Αγωγής, αναμένω ανήσυχος την ετυμηγορία της Έδρας. Παρά το κλίμα αισιοδοξίας που είχε δημιουργηθεί, ιδίως μετά την τεκμηριωμένη εισαγγελική πρόταση η οποία περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονταν επί 6 μήνες οι 35 μάρτυρες κατηγορίας, υπήκοοι Μπαγκλαντές, στη Νέα Μανωλάδα, μέχρι τα γνωστά γεγονότα των πυροβολισμών εναντίον τους από τους επιστάτες τον Απρίλιο του 2013, το Δικαστήριο (3 τακτικοί δικαστές και 4 ένορκοι), καθ’ όλη τη διάρκεια της δίμηνης ακροαματικής διαδικασίας, δεν έδωσε σε καμιά περίπτωση την αίσθηση ότι είχε αντιληφθεί την έννοια των «σύγχρονων μορφών δουλείας». Οι ερωτήσεις της προέδρου σχετικά με το αν οι μάρτυρες έπαιζαν κρίκετ(!) ή αν πήγαιναν για ψώνια στην πλατεία του χωριού κατέτειναν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο είχε κατά νου κάτι διαφορετικό για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του τράφικινγκ. Η διεθνής θεωρία και νομολογία, στις οποίες αναφερθήκαμε εκτενώς στο στάδιο των αγορεύσεων, σε αντιδιαστολή με την εικόνα του Σπάρτακου σε συνθήκες ρωμαϊκής γαλέρας, έχουν αποσαφηνίσει τα κρίσιμα στοιχεία που διαφοροποιούν το εργασιακό τράφικιγνκ ως σύγχρονη μορφή δουλείας από την παράνομη απασχόληση αλλοδαπού χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, με την οποία συχνά συγχέεται: Το πρώτο αδίκημα στρέφεται κατά του έννομου αγαθού της προσωπικής ελευθερίας, ενώ το δεύτερο είναι ήσσονος σημασίας και αφορά την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας.
Άπαντες διαβιούσαν και εργάζονταν υπό τις αυτές συνθήκες, που συνίσταντο στην απατηλή υπόσχεση παροχής εργασίας που θα τους εξασφάλιζε χρήματα, χωρίς καμιά εγγύηση ότι τα ποσά που οφείλονταν πράγματι θα καταβληθούν και χωρίς δυνατότητα νομικής αντίδρασης απέναντι στους εκβιασμούς, τις απειλές και την άσκηση ψυχολογικής βίας εκ μέρους των επιστατών και του εργοδότη.
Οι κατηγορούμενοι, έχοντας διαμορφώσει σχετική υποδομή, εκμεταλλεύονταν το γεγονός ότι τα θύματα βρίσκονταν στη χώρα σε ευάλωτη θέση, δηλαδή κοινωνικά αποκλεισμένοι, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα παραμονής, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, λόγοι εξαιτίας των οποίων φοβόντουσαν να προσφύγουν στις αρμόδιες αρχές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνέχιζαν να δουλεύουν αμισθί, παρά την προφανή οικονομική δυσπραγία, μη έχοντας άλλη επιλογή. Η παράνομη διαμονή αλλοδαπού συνιστά παράγοντα που καθιστά τη θέση του θύματος ευάλωτη, ιδίως όταν συνοδεύεται από την αντιμετώπιση δυσκολιών τέτοιων, ώστε η υποταγή στην κατάχρηση να αποτελεί τη μόνη δυνατή επιλογή. Συνεπώς οι κατηγορούμενοι εκμεταλλεύτηκαν την ευάλωτη θέση των θυμάτων προκειμένου να ποριστούν εισόδημα, καθώς αξιοποίησαν τον εγκλωβισμό σε μια κατάσταση, στην οποία το να παραχωρήσουν πλήρως την ελευθερία στη σφαίρα επιρροής αυτών διαφαινόταν ως η μόνη επιλογή.
[…]
Ο Βασίλης Κερασιώτης είναι δικηγόρος Αθηνών και νομικός παραστάτης των θυμάτων σε εθνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια