Μακάριος Δρουσιώτης
Τχ. 149
Όταν τον Δεκέμβριο του 2002, στην Κοπεγχάγη, η ΕΕ αποφάσισε να δεχτεί την Κύπρο ολόκληρη στην ΕΕ με ή χωρίς λύση του πολιτικού της προβλήματος, υπήρξε μια θεαματική μετατόπιση στο ισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ της ισχυρής –γεωγραφικά, στρατιωτικά και οικονομικά– Τουρκίας και της μικρής και διαιρεμένης Κύπρου. Μέχρι τότε, η Τουρκία δεν είχε κανένα κίνητρο να βιαστεί για τη λύση του Κυπριακού. Ο χρόνος εργαζόταν υπέρ της, διότι εδραιωνόταν ο εκτουρκισμός του κατεχόμενου βόρειου τμήματος της Κύπρου. Τότε, η τουρκική αδιαλλαξία ήταν για όλους δεδομένη, όπως δεδομένη θεωρείτο και η επιθυμία των Ελληνοκυπρίων για επίλυση του Κυπριακού.
Το παιχνίδι άρχισε να αλλάζει από το 1999, μετά την απόφαση του Ελσίνκι, με την οποία άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η αντίληψη που είχε διαμορφωθεί μετά το Ελσίνκι στηριζόταν στο τρίπτυχο: επίλυση του Κυπριακού, ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας – ΕΕ.
Το εγχείρημα αυτό ήταν βασισμένο στα πρότυπα της ίδρυσης της ΕΕ, όπου τα κοινά συμφέροντα θα απορροφούσαν όλους τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Στην Ευρώπη το πείραμα αυτό εξελίχθηκε στο πιο επιτυχές πρότζεκτ ειρήνης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από τον βάρβαρο και αιματηρό παγκόσμιο πόλεμο, η Ευρώπη πέρασε σε μια περίοδο διαρκούς ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας για τους κατοίκους της.
Κάποτε ο Χένρι Κίσσινγκερ είπε ότι οι πιο παρανοϊκοί λαοί είναι συγκεντρωμένοι γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο. Κοιτάζοντας κανείς το χάρτη της περιοχής, δύσκολα εντοπίζει δύο γειτονικά κράτη να έχουν κανονικές σχέσεις, αν και όλα έχουν ανάγκες και εξαρτήσεις μεταξύ τους. Στο επίκεντρο αυτού του διεθνούς φρενοκομείου, υπάρχει ένα νησί, η Κύπρος, που είναι το μοναδικό κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο που θα μπορούσε να έχει άριστες σχέσεις με όλα τα υπόλοιπα, υπό μια προϋπόθεση: την επίλυση του Κυπριακού.
Η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ, με το κοινοτικό κεκτημένο σε ισχύ σε όλη της την επικράτεια, θα γινόταν το σημείο σύγκλισης των συμφερόντων όλων αυτών των κρατών. Θα αποκτούσε τεράστια γεωπολιτική και οικονομική αξία, η οποία θα πρόσφερε ασφάλεια και ευημερία όχι μόνο στους κατοίκους της αλλά και στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίες θα ήταν οι βασικοί εταίροι μιας τέτοιας συμμαχίας.
Σε αυτή την ιστορική συγκυρία, σχεδόν όλες οι ηγεσίες της Κύπρου αποδείχτηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Χωρίς όραμα και ανίκανες να παρακολουθήσουν τις διεθνείς εξελίξεις, δεν μπόρεσαν να κεφαλαιοποιήσουν τη δυναμική της ένταξης στην ΕΕ και για σχεδόν είκοσι χρόνια βαδίζουν ενάντια στο ρεύμα. Η ΕΕ, αντί να λειτουργήσει ως καταλύτης στην επίλυση των προβλημάτων, χρησιμοποιείται ως αρένα για να τιμωρηθεί η Τουρκία, έστω κι αν, μέσα από αυτή την τακτική, εκείνος που τελικά τιμωρείται είναι η Κύπρος με τη διαιώνιση της κατοχής.
Το σύνδρομο της περικύκλωσης
Ένα από τα πιο βολικά αφηγήματα στην ιστορία του Κυπριακού είναι πως το νησί είναι θύμα μιας διαρκούς συνωμοσίας με συνήθεις ύποπτους τους Άγγλους και τους Αμερικανούς –τώρα προστέθηκε και η Γερμανία– σε συνεργασία με την Τουρκία, η οποία επιδιώκει τη διχοτόμηση, σε αντίθεση με τους Έλληνες της Κύπρου που δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους κανένα σοβαρό λάθος. Μέρος αυτού του σεναρίου είναι πως η Τουρκία δεν θέλει λύση και ότι η επιδίωξή της είναι η διχοτόμηση της Κύπρου. Για να κάνουμε μια σωστή ανάλυση της τουρκικής πολιτικής έναντι της Κύπρου, θα πρέπει να επιχειρήσουμε μια αξιόπιστη διάγνωση των αιτίων της τουρκικής εισβολής:
Από τη δεκαετία του ’50, η Τουρκία υιοθέτησε ως εθνική πολιτική της την αντιμετώπιση του κινδύνου περικύκλωσης (siege syndrome). Η αντίληψη που επικράτησε τότε στην Τουρκία ήταν πως η χώρα ήταν περικυκλωμένη από εχθρικά ή εν δυνάμει εχθρικά κράτη και ότι η Ανατολική Μεσόγειος ήταν το μόνο άνοιγμα που είχε για να αναπνέει. Εάν αφηνόταν η Κύπρος να ενωθεί με την Ελλάδα, όπως στόχευσε το ενωτικό κίνημα στην Κύπρο, η Τουρκία έβλεπε ότι θα σχηματιζόταν ένας ελληνικός κλοιός γύρω από τα μεσογειακά παράλιά της. Όταν, το 1954, η Ελλάδα κατέθεσε προσφυγή στη Γενική Συνέλευση των ΗΕ με σαφή στόχο την ένωση, ενεργοποιήθηκαν στην Τουρκία τα αντανακλαστικά του «συνδρόμου περικύκλωσης» και τέθηκε σε εφαρμογή αυτό που ο τότε Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ζορλού ονόμασε «προληπτική άμυνα» (preemptive defense) στην τριμερή διάσκεψη του Λονδίνου, το 1955. Τόσο στη διάσκεψη όσο και με το πογκρόμ της Πόλης (6-7 Σεπτεμβρίου 1955) κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, η Τουρκία κατέδειξε την αποφασιστικότητά της να ματαιώσει την ένωση με κάθε μέσο.
Στην Κύπρο οι Έλληνες ήταν η πλειονότητα (80%), όμως στην περιοχή ήταν μειονότητα, μόλις 400.000 ψυχές έναντι των 40 εκατομμυρίων Τούρκων τη δεκαετία του ’60. Στην Κύπρο δεν υπήρχε πολιτική ζωή και η Εκκλησία που αποφάσιζε για τις τύχες των Ελληνοκυπρίων στεκόταν στο 80% της πλειοψηφίας στο νησί και, παραβλέποντας εντελώς το περιφερειακό ανισοζύγιο, πίστευε ότι θα επιβαλλόταν πλήρως στην τουρκική μειονότητα η οποία ήταν διασπαρμένη σε όλη την Κύπρο. Το τραγικό είναι ότι, μέχρι τη δεκαετία του ’50, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου ήταν γενικά ειρηνικές. Τις δύο κοινότητες ένωνε η κοινή κουλτούρα, αλλά τις χώριζε η θρησκεία, αν και οι Τούρκοι της Κύπρου είναι ίσως οι πιο light μουσουλμάνοι της υφηλίου. Οι Ελληνοκύπριοι ήταν οι οικονομικά ισχυρότεροι και οι Τουρκοκύπριοι, μέσα από την καθημερινή επικοινωνία, μιλούσαν και Ελληνικά. Το αντίστροφο βέβαια συνέβαινε σε μεικτά χωριά, όπου κυριαρχούσε το τουρκικό στοιχείο.
Μολονότι η Τουρκία αντιμετώπιζε την Κύπρο ως απειλή, μια ματιά στον χάρτη θα έπειθε τον κάθε Ελληνοκύπριο ότι αυτός ήταν που πραγματικά κινδύνευε από τον Βορρά. Αυτός ο κίνδυνος επέβαλλε μια καλή συνεργασία με τους Τούρκους της Κύπρου, η οποία όμως ήταν αδιανόητη εάν ο στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Η Εκκλησία βάδισε προς αυτόν τον δρόμο και παρέσυρε μαζί της όλη την κοινωνία. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν η απαρχή όλων των δεινών της σύγχρονης Κύπρου. Ο αγώνας προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση τόσο της Τουρκίας όσο και των Τουρκοκυπρίων. Πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε διακοινοτική σύγκρουση και κατέληξε σε τραγική αποτυχία. Το τίμημα αυτής της αποτυχίας ήταν οι Συμφωνίες της Ζυρίχης, που προέβλεπαν την ίδρυση ενός ανεξάρτητου συνεταιρικού κράτους με τους Τουρκοκυπρίους.
Η λύση του 1960 ικανοποίησε τις ανησυχίες της Τουρκίας σε τρία επίπεδα: Ματαίωσε τα σχέδια για την ένωση, εξασφάλισε την αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη διοίκηση της Κύπρου και διασφάλισε ρόλο εγγυητή του αμετάβλητου των συμφωνιών, με δικαίωμα μονομερούς επέμβασης σε περίπτωση απόπειρας ανατροπής του συντάγματος της Ζυρίχης.
Ο σοβιετικός παράγοντας
Ο Μακάριος αποδέχθηκε τη Ζυρίχη για να αποφύγει τη διχοτόμηση. Ωστόσο, όπως ο ίδιος θα ομολογήσει αργότερα, «Ουδ’ επί στιγμήν […] επίστευσα ότι αι Συμφωνίαι θα απετέλουν μόνιμον καθεστώς». Από την επομένη της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας (16 Αυγούστου 1960), ο Μακάριος άρχισε να σχεδιάζει την ανατροπή των Συμφωνιών. Αρνείτο πεισματικά να εφαρμόσει ουσιώδεις πρόνοιες του συντάγματος που αφορούσαν δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, παρέκαμπτε προκλητικά τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο στη χάραξη και εφαρμογή εξωτερικής πολιτικής και από τον επόμενο χρόνο ανέθεσε στον Γιωρκάτζη την ίδρυση και λειτουργία της παρακρατικής οργάνωσης «Ακρίτας», η οποία στρατολογούσε και εξόπλιζε πρώην αγωνιστές της ΕΟΚΑ, με στόχο την ένοπλη επιβολή στην προβλεπτή βίαιη αντίδραση των Τουρκοκυπρίων. Αυτή η στάση τον έφερε σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία, διά του υπουργού Εξωτερικών, Ευάγγελου Αβέρωφ, προειδοποίησε σε δραματικούς τόνους τον Μακάριο για την επικίνδυνη ατραπό στην οποία έμπαινε η πολιτική του.
Αθέατος υποστηρικτής του Μακαρίου στην πορεία προς την καταστροφή ήταν η Σοβιετική Ένωση, με όχημα το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η Ζυρίχη ρύθμισε μια διαφωνία μεταξύ τριών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και η αμφισβήτησή της αποσταθεροποίησε τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας, στο αποκορύφωμα του ναυτικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Μόσχα έφτασε μέχρι του σημείου να προωθεί τάχα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Βέβαια, η Ένωση ήταν το πρόσχημα, ο πραγματικός, όμως, στόχος της Μόσχας ήταν να υποδαυλίζει τη σύγκρουση με την Τουρκία. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ύπουλης πολιτικής της ΕΣΣΔ έναντι της Κύπρου από την «Πορεία Ειρήνης», τη μεγαλύτερη σε όγκο διαμαρτυρία ενάντια στις βρετανικές βάσεις, που έγινε ποτέ στην Κύπρο. Διοργανώθηκε το 1965, από το Παγκόσμιο Κίνημα Ειρήνης, που ήταν μια μετωπική οργάνωση της Σοβιετικής Ένωσης και είχε ως κυρίαρχο σύνθημα: «ΝΑΤΟ όχι, ΕΝΩΣΙΣ ναι»! Στην εκδήλωση μίλησαν ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου, ο εθνικιστής εκδότης και μετέπειτα πρόεδρος του πραξικοπήματος Νίκος Σαμψών και η εκπρόσωπος της χριστιανικής οργάνωσης ΟΧΕΝ Ουρανία Κοκκίνου. Αυτή η ετερόκλητη συμμαχία των κομμουνιστών, των εθνικιστών και των παπάδων, υπό την ομπρέλα της σοβιετικής προπαγάνδας με σύνθημα την Ένωση, συμπυκνώνει όλο τον παραλογισμό στη διαχείριση του εθνικού προβλήματος από την κυπριακή ηγεσία.
Η Μόσχα χρησιμοποιούσε την Κύπρο ως ταραχοποιό στοιχείο στους κόλπους της Δύσης καθ’ όλη τη δεκαετία του ’60. Δύο φορές η Τουρκία αποπειράθηκε να εισβάλει στην Κύπρο, το 1964 και το 1967, και την απέτρεψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να μην προκληθεί σχίσμα στο ΝΑΤΟ. Η ΕΣΣΔ αξιοποίησε το αντιαμερικανικό αίσθημα που προκλήθηκε στην τουρκική κοινωνία και έκανε επίθεση φιλίας στην Τουρκία. Ο στόχος της Μόσχας ήταν να αποσπάσει την Τουρκία από τη Δύση και να τη θέσει υπό τη δική της επιρροή. Και η καημένη Κύπρος έπαιζε το παιχνίδι της Ρωσίας εις βάρος των δικών της συμφερόντων.
Το 1974, με αφορμή το πραξικόπημα του Ιωαννίδη εναντίον του Μακαρίου, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Το πρόσχημα ήταν η προστασία των Τουρκοκυπρίων, αλλά ο λόγος ήταν να αποτρέψει την Ένωση και να επιβάλει διά της βίας νέες ισορροπίες στην Κύπρο, χειρότερες από εκείνες της Ζυρίχης. Η Σοβιετική Ένωση ήταν το μόνο ισχυρό κράτος στον πλανήτη που στήριξε την τουρκική εισβολή, αλλά, μέσω του πανίσχυρου προπαγανδιστικού μηχανισμού της, έπεισε τους Έλληνες ότι επρόκειτο για ΝΑΤΟϊκή συνωμοσία. Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ ανέχθηκαν την εισβολή, διότι φοβόντουσαν ότι εάν παρενέβαιναν, όπως το 1964 και το 1967, θα έχαναν οριστικά την Τουρκία προς τη Ρωσία. Ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση που υπονόμευσε τις δομές ασφάλειας της Δύσης, με επιπτώσεις μέχρι και τις μέρες μας.
Η ΕΣΣΔ παρέσυρε τον Μακάριο να καταγγείλει την Ελλάδα στα Ηνωμένα Έθνη για εισβολή στην Κύπρο, καλλιεργώντας του ψευδαισθήσεις ότι ο σκοπός της εισβολής θα ήταν η αποκατάστασή του στην εξουσία και η επαναφορά της Ζυρίχης, την οποία για 15 χρόνια αρνείτο να εφαρμόσει. Ύστερα από την εθνική τραγωδία, ο Μακάριος στράφηκε ξανά προς τη Σοβιετική Ένωση, υιοθέτησε το αφήγημα της δυτικής συνωμοσίας και κήρυξε τον μακροχρόνιο αγώνα απελευθέρωσης. Στο μεταξύ, η Ελλάδα αποχώρησε από το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο στην πώληση όπλων στην Τουρκία, η οποία –σε αντίδραση– έκλεισε τις αμερικανικές βάσεις στο έδαφός της.
Η Σοβιετική Ένωση εγκολπώθηκε ξανά την Τουρκία που κατέρρεε οικονομικά. Η Τουρκία έγινε ο μεγαλύτερος λήπτης σοβιετικής βοήθειας από όλα τα κράτη που ήταν εκτός του ανατολικού μπλοκ. Την ίδια ώρα, η ελληνική και η κυπριακή κοινή γνώμη βομβαρδίζονταν από σενάρια συνωμοσίας με συνήθεις υπόπτους τους Αγγλοαμερικανούς. Η Ανατολική Μεσόγειος έγινε ένα μπάχαλο, προς όφελος της Μόσχας, η οποία ανέπτυξε μια μοναδική ικανότητα να συνεργάζεται με την Τουρκία και ταυτοχρόνως να θεωρείται φίλη στην Ελλάδα και την Κύπρο, υποδαυλίζοντας και τον αντιαμερικανισμό που ήταν στα ύψη και στις τρεις αυτές χώρες.
Από το 1960 μέχρι και το 1990, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, η Κύπρος ήταν όμηρος των συμφερόντων της Μόσχας. Η σοβιετική επιρροή είχε εξαπλωθεί σε όλο το σύστημα εξουσίας της Κύπρου και στα Μέσα Ενημέρωσης. Κάθε άλλο παρά σύμπτωση είναι το γεγονός ότι η Κύπρος υπέβαλε αίτηση ένταξης στην ΕΕ το 1990, δηλαδή αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Χρειάστηκαν 12 χρόνια προσπαθειών, με λεπτούς χειρισμούς από τις κυβερνήσεις Σημίτη και Κληρίδη, και με διαπραγματευτή τον Βασιλείου, για να καταστεί εφικτή η ένταξη της Κύπρου, με άλυτο το Κυπριακό.
Η αποδοχή όλης της Κύπρου στους κόλπους της ενωμένης Ευρώπης, με το κοινοτικό κεκτημένο να αναστέλλεται στα Κατεχόμενα, ήταν η πιο ριζοσπαστική εξέλιξη στην ιστορία του Κυπριακού. Αυτό το πλεονέκτημα δόθηκε στην Κύπρο και ως απάντηση της Ευρώπης στην άρνηση του τότε ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς, να συνεργαστεί για τη λύση του Κυπριακού και την εκπλήρωση του ευρωπαϊκού οράματος για ολόκληρη την Κύπρο. Η ένταξη της Κύπρου με άλυτο το πρόβλημά της δεν ήταν επιλογή για την ΕΕ και ουδέποτε θεωρήθηκε μια μόνιμη κατάσταση.
Η ένταξη της Κύπρου συνέπεσε χρονικά με την αλλαγή ηγεσίας στην Τουρκία. Το ΑΚΡ έθεσε προτεραιότητά του τη σύσφιξη των σχέσεων με την Ευρώπη και έβλεπε το Κυπριακό ως εμπόδιο σε αυτή την πορεία. Αργότερα, η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων δημιούργησε ένα επιπρόσθετο κίνητρο για την Τουρκία. Από το 2004 και μετά, η Τουρκία είχε πλέον ανάγκη τη λύση του Κυπριακού και η Κύπρος απέκτησε, για πρώτη φορά στην ιστορία των σχέσεών της με την Τουρκία, διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Αυτή η θετική τροπή των εξελίξεων ανακόπηκε με την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία στη Ρωσία και την υιοθέτηση μιας νέας προσέγγισης στις εξωτερικές σχέσεις της Μόσχας, που στόχο είχε να ανακτήσει η χώρα την παλιά της αίγλη ως υπερδύναμη. Το καθεστώς Πούτιν ανέσυρε από τα ντουλάπια όλες τις πρακτικές της Σοβιετικής Ένωσης. Η προσέγγιση με την Τουρκία και η απόσπασή της από τη Δύση ήταν ψηλά στις προτεραιότητες της νέας ρωσικής ηγεσίας. Το πρώτο βέτο που άσκησε η Ρωσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ήταν στο ψήφισμα για υιοθέτηση του Σχεδίου Ανάν και την ανάθεση ρόλου στο διεθνή οργανισμό για την εφαρμογή της λύσης (2004). Ο τότε γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας συνέπραξε με τον Τάσσο Παπαδόπουλο συστήνοντας ξανά τις συμμαχίες του ’60.
Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η επιρροή της Ρωσίας στην Κύπρο επεκτάθηκε σε όλη την κοινωνία και σε όλες τις αποχρώσεις του πολιτικού φάσματος. Στα Αριστερά ήταν το κομμουνιστικό κόμμα ΑΚΕΛ που παρέμεινε βαθιά αντιδυτικό και εξ αντανακλάσεως φιλορωσικό. Στα Δεξιά, ήταν όλα τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα από τη χρησιμοποίηση της Κύπρου για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος από τους Ρώσους ολιγάρχες. Και στον ενδιάμεσο χώρο υπήρχε ένας δημόσιος ανταγωνισμός ως προς το πιο κόμμα ήταν περισσότερο φιλορωσικό. Επιπλέον η Εκκλησία, λόγω της κοινής ορθόδοξης θρησκείας, και τα μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης, που προβάλλουν τη Ρωσία ως μια δεύτερη μητέρα πατρίδα, δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ρωσικής ηγεμονίας στο νησί.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή το ότι η ρωσική πρεσβεία στη Λευκωσία ορίζει από το παρασκήνιο την ατζέντα των συζητήσεων στο Κυπριακό. Είναι η Μόσχα που παρενέβη το 2004 για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, που παρεμπόδισε την ολοκλήρωση των συνομιλιών Χριστόφια – Ταλάτ το 2010, και ήταν η κύρια αιτία για τη μεταστροφή του Αναστασιάδη και το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, το 2017.
Η τελευταία παρτίδα
Οι απανωτές αποτυχίες και η συνήθεια της καθημερινότητας συνέβαλαν στην αποδοχή από τους Κυπρίους του στάτους κβο ως της δεύτερης καλύτερης λύσης. Η πρώτη καλύτερη λύση είναι να γυρίσει ο χρόνος πίσω, στην προ ’74 –και μετά το 1964– κατάσταση, στην οποία οι Ελληνοκύπριοι είχαν τον απόλυτο έλεγχο του κράτους σε ολόκληρη –σχεδόν– την κυπριακή επικράτεια. Έτσι επικράτησε και η αντίληψη ότι το Κυπριακό είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα και όσοι πιστεύουν το αντίθετο είναι ονειροπόλοι που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα.
Κι όμως, το Κυπριακό είναι στα χαρτιά λυμένο από το 2017. Η λύση που συμφωνήθηκε στις συνομιλίες Αναστασιάδη – Ακιντζί είναι πιο λειτουργική και από το Σχέδιο Ανάν, ακόμη και από το Σύνταγμα του 1960. Η μη επικύρωση αυτής της συμφωνίας, στη Διάσκεψη του Κραν Μοντανά, δεν έχει να κάνει με την τουρκική αδιαλλαξία, αλλά με τις εξαρτήσεις του διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας της Κύπρου από ξένα συμφέροντα. Το ίδιο αυτό διεφθαρμένο και εξαρτημένο σύστημα εξουσίας, αντί της λύσης και της εγκαθίδρυσης σχέσεων φιλίας και συνεργασίας με την Τουρκία, μια πολιτική που θα άνοιγε τον δρόμο στην επίλυση και των ελληνοτουρκικών διαφορών, επέλεξε την αντιπαλότητα και την έχει. Μια αντιπαλότητα που εξυπηρετεί μόνο τη Ρωσία και οπωσδήποτε όχι την Κύπρο και την Ελλάδα.
Βέβαια, η Τουρκία δεν είναι μια εύκολη χώρα. Τα τραγικά γεγονότα του 1974, η δραστηριότητα της Τουρκίας στα ανατολικά σύνορά της και η συρρίκνωση της δημοκρατίας στη χώρα προκαλούν δικαιολογημένη φοβία στους Ελληνοκυπρίους. Η απάντηση σε αυτές τις ανησυχίες είναι πως η Κύπρος δεν είναι μια ελεύθερη χώρα που της ζητείται να συνασπιστεί με την Τουρκία. Η Τουρκία βρίσκεται μέσα στην Κύπρο και ο σκοπός είναι να την βγάλουμε έξω. Και ο Ερντογάν είναι ο μόνος ηγέτης που είχε η Τουρκία από το 1974, ο οποίος ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί για μια λύση που θα χωράει στην Ευρώπη, για τον πολύ απλό λόγο ότι τα οφέλη μιας λύσης είναι μεγαλύτερα από το κόστος της μη λύσης. Και αυτό οφείλεται στην ένταξη στην ΕΕ. Ένα πρόσθετο κίνητρο που έχει η Τουρκία είναι η ανάγκη σε ενέργεια και η πρόσβασή της στα αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου. Η δυναμική που ανέπτυξαν αυτές οι δύο συγκυρίες τείνει να εξανεμιστεί και η Κύπρος να παραμείνει για πάντα υπό τη σκιά της απειλής της Τουρκίας.
Δυστυχώς, δεν είναι ρεαλιστική πιθανότητα η Τουρκία να σηκωθεί και να φύγει από την Κύπρο, χωρίς να εξασφαλίσει τα νώτα της. Στις συνομιλίες του Κραν Μοντανά διαβεβαίωσε τον γενικό γραμματέα των ΗΕ ότι θα αποδεχόταν την κατάργηση των εγγυήσεων και την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Κύπρο με χρονοδιάγραμμα δυόμισι χρόνων, υπό τον όρο ότι θα υπήρχαν εναλλακτικές δικλείδες ασφαλείας. Μια από αυτές –ίσως η σημαντικότερη– είναι η πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων σε ένα ομόσπονδο κράτος. Μια άλλη ήταν η δημιουργία μηχανισμού εφαρμογής της λύσης και μια Τρίτη, η δημιουργία ενός μηχανισμού ασφάλειας με αρμοδιότητα τους εξωτερικούς κινδύνους και δη την ενεργειακή ασφάλεια.
Το τι ανταλλάγματα θα δίνονταν στην Τουρκία για να πάρει τον στρατό της και να φύγει από την Κύπρο ήταν ζήτημα ικανότητας αντίληψης της κατάστασης και διαπραγματευτικής δεινότητας. Δυστυχώς δεν υπήρχε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι απολύτως επιβεβαιωμένο ότι, την παραμονή της μεγάλης διαπραγμάτευσης, ο Αναστασιάδης συνάντησε τον Τσαβούσογλου για να του πει ότι το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί, διότι οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούν να μοιραστούν τίποτα με τους Τουρκοκυπρίους. Ζήτησε να υπάρξει αναμονή μέχρι τις εκλογές του Φεβρουαρίου 2018 και υποσχέθηκε ότι μετά θα προωθούσε λύση δύο κρατών και διαμοιρασμού των φυσικών πόρων. Αφού οδήγησε τη Διάσκεψη του Κραν Μοντανά σε ναυάγιο, ο Αναστασιάδης αφαίρεσε από το λεξιλόγιό του την ομοσπονδία και άρχισε να προπαγανδίζει στο παρασκήνιο τη λύση δύο κρατών.
Οι Τούρκοι δελεάστηκαν με την ιδέα, αλλά θα αποδέχονταν τη διχοτόμηση ως μόνιμη λύση μόνο εάν παραμείνουν εγγυητές της ουδετερότητας του νότιου τμήματος της Κύπρου, διότι φοβούνται ότι η όποια ξένη δύναμη αποκτήσει στο μέλλον επιχειρησιακή βάση στην Κύπρο, θα έχει τη δυνατότητα αεροπορικών επιδρομών μέχρι τα βάθη της Ανατολίας.
Σήμερα, η Κυπριακή Δημοκρατία υφίσταται ως διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος, δυνάμει της Συνθήκης Ανακήρυξής της, του 1960. Αναπόσπαστο μέρος των διεθνών συνθηκών που υπέγραψε η Κύπρος είναι ακόμα δύο συνθήκες, η Συνθήκη Εγγυήσεως και η Συνθήκη Συμμαχίας με την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βρετανία. Οι Συνθήκες αυτές έχουν ενσωματωθεί και στη Συνθήκη ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και αποτελούν ευρωπαϊκό κεκτημένο. Συνεπώς, μόνο μια νέα Συνθήκη μεταξύ των μερών μπορεί να ακυρώσει την υφιστάμενη. Αυτό το πλεονέκτημα, όσο άδικο και παράλογο κι αν θεωρείται από τους Ελληνοκυπρίους, η Τουρκία δεν πρόκειται να το εγκαταλείψει, εκτός εάν το αντικαταστήσει με κάτι άλλο. Το οποίο ήταν η συμμετοχή της στον υπό τον ΟΗΕ μηχανισμό Ασφάλειας και Εφαρμογής της Λύσης, σε ρόλο παρατηρητή, χωρίς δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Αυτήν τη διευθέτηση αρνήθηκε να διαπραγματευτεί ο Αναστασιάδης.
Για το κυπριακό πολιτικό σύστημα και τον Τύπο, κάθε δημιουργική προσέγγιση που μπορεί να οδηγήσει στον τερματισμό της διαίρεσης και την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κύπρο χαρακτηρίζεται «παγίδα». Ωστόσο, από το 1960 μέχρι τις μέρες μας, η Κύπρος πέφτει από τη μια παγίδα στην άλλη, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα όλων των άλλων εις βάρος των δικών της. Θύμα της αυτοπαγίδευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι και ο τρόπος διαχείρισης του ζητήματος της Ενέργειας.
Η Ενέργεια είναι ένας από τους μοχλούς που απέκτησε η Κύπρος για να διεκδικήσει μια βιώσιμη λύση του εθνικού της προβλήματος. Για να ισχύει αυτό το διαπραγματευτικό χαρτί, η προτεραιότητα έπρεπε να ήταν η κατασκευή αγωγού προς την Τουρκία. Αυτό εξάλλου επιβάλλει και ο νόμος της αγοράς, που ήταν και το κίνητρο των ξένων εταιρειών που εξασφάλισαν άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ.
Αντί, λοιπόν, η Κύπρος να επενδύσει σε αυτή την προοπτική, κινήθηκε προς την ακριβώς αντίθεση κατεύθυνση, με τη σύμπηξη τριμερών συμμαχιών με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που βρίσκονται σε ανταγωνισμό με την Τουρκία, για τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, τα οποία δεν ευθυγραμμίζονται με εκείνα της Κύπρου. Ακολούθως, η Λευκωσία έσυρε προς αυτή την κατεύθυνση και την Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει καμιά ρεαλιστική προοπτική αποκόμισης οποιουδήποτε οφέλους από αυτές τις συμμαχίες, είτε από την Ελλάδα είτε από την Κύπρο.
Μέχρι το 2016, το «φιλικό» Ισραήλ συνομιλούσε με την Τουρκία για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από το κοίτασμα «Λεβιάθαν» στο Τσεϊχάν. Οι Ισραηλινοί ενημέρωσαν μάλιστα την κυπριακή κυβέρνηση ότι θα προχωρούσαν ακόμη και χωρίς λύση του Κυπριακού. Οι συνομιλίες για αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών ναυάγησαν για λόγους που έχουν να κάνουν με τους ανταγωνισμούς στην περιοχή και την πολιτική της Τουρκίας προς τους Παλαιστίνιους.
Η απάντηση του Ισραήλ ήταν η σύγκληση στο Κάιρο, τον Μάρτιο του 2019, Διάσκεψης με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιταλία, κατά την οποία συμφωνήθηκε η κατασκευή του αγωγού EastMed, για μεταφορά του αερίου της Ανατολικής Μεσογείου στην Ιταλία, μέσω Ελλάδας. Όλες οι έγκυρες αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι ο EastMed έχει μηδενικές πιθανότητες υλοποίησης, ενώ η Ιταλία, στην οποία υποτίθεται θα καταλήγει ο αγωγός, αποχώρησε. Ο EastMed είναι ένα πολιτικό και όχι οικονομικό πρότζεκτ, με μόνο στόχο την παρενόχληση της Τουρκίας. Στη συνέχεια, με πρωτοβουλία της Αιγύπτου –που έχει σοβαρές διαφορές με την Άγκυρα– ιδρύθηκε το EastMed Forum που είναι ένας πολιτικός συνασπισμός για την αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου, με αποκλεισμό της Τουρκίας. Ύστερα προέκυψαν η επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη και η αντίδραση της Γαλλίας που υπερασπίζεται τα δικά της συμφέροντα στη Βόρειο Αφρική. Η Γαλλία επένδυσε στο αντιτουρκικό τόξο της Ανατολικής Μεσογείου και εισήγαγε στη συμμαχία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που είναι τόσο μακριά από την Ανατολική Μεσόγειο, όσο και η Πολωνία.
Το κρίσιμο ερώτημα για την Κύπρο και την Ελλάδα είναι: Τι κερδίζει από αυτές τις συμμαχίες; Για τη Γαλλία το διακύβευμα είναι τα συμφέροντά της στη Λιβύη. Τα Εμιράτα έχουν λογαριασμούς με την Τουρκία για την επιρροή στον μουσουλμανικό κόσμο, το ίδιο και η Αίγυπτος. Το δε Ισραήλ είναι ενοχλημένο για την ανάμειξη της Τουρκίας στο Παλαιστινιακό. Και στο βάθος είναι η Ρωσία που καρπούται τα οφέλη από την κρίση στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Η Κύπρος και η Ελλάδα, που έχουν και το πλεονέκτημα του κράτους-μέλους της ΕΕ, είναι τα μόνα κράτη που χάνουν από αυτή την κρίση.
Οι συμμαχίες αυτές αναζωπύρωσαν το τουρκικό σύνδρομο της περικύκλωσης, που είναι το βασικό επιχείρημα του Ερντογάν τόσο στις επαφές του στο εξωτερικό όσο και στις ομιλίες του στο εσωτερικό. Κι αν η κατάσταση δεν ελεγχθεί, μπορεί να προσλάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Να μην ξεχνάμε ότι αυτή ήταν η μεγάλη αφορμή για τη τραγωδία του 1974.
Μέχρι τα τέλη του 2018, δηλαδή σχεδόν ένα χρόνο μετά την επανεκλογή του Αναστασιάδη και ενάμιση μετά το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, η Τουρκία βρισκόταν σε αναμονή. Όταν ο Αναστασιάδης, ένεκα εσωτερικών αντιδράσεων, δεν υλοποίησε την πρότασή του για λύση δύο κρατών, και όταν Κύπρος και Ελλάδα έγιναν οι απαραίτητοι κρίκοι του αντιτουρκικού άξονα, η Τουρκία, με τον αέρα της περιφερειακής δύναμης, άρχισε να προκαλεί κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι προθέσεις ήταν πασιφανείς, με τις ναυτικές ασκήσεις υπό τον τίτλο «Γαλάζια Πατρίδα» στις αρχές του 2019. Κλιμακώθηκαν με την αποστολή γεωτρύπανων στα νότια και δυτικά της Κύπρου και κορυφώθηκαν με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Ο Αναστασιάδης, ενθαρρυμένος από τη στήριξη που βρήκε από τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν –ίσως και με ενθάρρυνση από τη Μόσχα– θεώρησε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη να δείξει πυγμή κατά της Τουρκίας, εξασφαλίζοντας τη στήριξη της ΕΕ. Ωστόσο, διασυνδέοντας τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας με το Κυπριακό, συνεισέφερε –από λάθος υπολογισμό– στην προσπάθεια της Τουρκίας να αναδείξει διά της κρίσης το Κυπριακό ως πρόβλημα της ΕΕ.
Με αφορμή το τελευταίο Συμβούλιο της ΕΕ, όπου συζητήθηκε το θέμα της Τουρκίας, ο Ερντογάν έστειλε γράμμα σε όλους τους ηγέτες της ΕΕ. Αφού υποστήριξε ότι η επιθυμία της Τουρκίας ήταν η δημιουργία συνεργασίας για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου στα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, που αποτέλεσε τον προπομπό της ίδρυσης της ΕΕ, ανέδειξε την προσπάθεια για αποκλεισμό της Τουρκίας από τους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Ανατολικής Μεσογείου. Τα επιχειρήματα της Τουρκίας βρήκαν απήχηση στην ΕΕ και ειδικά στην προεδρεύουσα Γερμανία και αντανακλώνται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Στα συμπεράσματα υπάρχει μια πολύ σημαντική αναφορά που αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Αφού υποστηρίζεται η ταχεία επανέναρξη των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, δηλώνεται η προθυμία της ΕΕ «να συμβάλει ενεργά στην υποστήριξη των διαπραγματεύσεων, μεταξύ άλλων διορίζοντας, αμέσως μετά την επανέναρξή τους, εκπρόσωπο στην αποστολή καλών υπηρεσιών του ΟΗΕ».
Στην ανακοίνωση αξιολόγησης των συμπερασμάτων του Συμβουλίου, το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας διατύπωσε τις διαφωνίες του σε διάφορα σημεία, αλλά δεν αντέδρασε στην πρόθεση αυτή της ΕΕ. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η γερμανική προεδρία διαβουλεύτηκε και με την Τουρκία και η συνεννόηση που προέκυψε ήταν η άμεση αποκλιμάκωση και η επιστροφή στις συνομιλίες, με στόχο τη συνολική επίλυση, με την ΕΕ να είναι αυτήν τη φορά ενεργά παρούσα.
Αναμένεται ότι σύντομα, μετά τις εκλογές στα Κατεχόμενα, ο Γενικός Γραμματέας θα καλέσει διάσκεψη για το Κυπριακό, για να καταβληθεί μια τελική προσπάθεια συνολικής λύσης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το Κυπριακό –τεχνικά– λύθηκε στο Κραν Μοντανά και όσες εκκρεμότητες έμειναν καλύπτονται από το λεγόμενο πλαίσιο Γκουτέρες, δηλαδή ρύθμιση του εδαφικού κοντά στους χάρτες του Σχεδίου Ανάν με επιστροφή και της Μόρφου υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Πολιτική ισότητα και εκ περιτροπής προεδρία για τους Τουρκοκύπριους στην ομοσπονδιακή διοίκηση, αποχώρηση του στρατού και αντικατάσταση της Συνθήκης Εγγυήσεως με Μηχανισμό Εφαρμογής της λύσης και ένα κοινό πρόγραμμα ανάπτυξης των υδρογονανθράκων και προορισμό τους στην τουρκική αγορά. Τα ζητήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν σε μερικές ώρες διαπραγμάτευσης.
Ενόψει των εξελίξεων αυτών, η Τουρκία προκρίνει για πρόεδρο της «ΤΔΒΚ» τον υποψήφιο Ερσίν Τατάρ ο οποίος είναι υπάκουος στην τουρκική κυβέρνηση, αντί του μετριοπαθούς Μουσταφά Ακιντζί, ο οποίος θέτει υπεράνω όλων τα συμφέροντα της Κύπρου ολόκληρης. Για να βοηθήσει τον Τατάρ, ο Ερντογάν ανακοίνωσε σε κοινή διάσκεψη με τον Τατάρ το άνοιγμα μιας μικρής περιοχής της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, η οποία προβλέπεται να επιστραφεί σε περίπτωση λύσης. Η κίνηση αυτή αποτελεί κι ένα μήνυμα προς την ελληνοκυπριακή πλευρά για το τι θα ακολουθήσει σε περίπτωση ναυαγίου και αυτής της πρωτοβουλίας.
Συμπερασματικά, η Τουρκία θεωρεί ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια αποκλεισμού της από την Ανατολική Μεσόγειο. Το ζήτημα έχει ξεπεράσει την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και είναι πλέον στη σφαίρα των γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Η εξέλιξη αυτή είναι απόρροια της μη λύσης του Κυπριακού, η οποία παρεμποδίζει την προσέγγισή της με την ΕΕ. Η πρόταση του Αναστασιάδη για λύση δύο κρατών, η υπαναχώρησή του και η συμμετοχή της Κύπρου σε έναν αντιτουρκικό άξονα στη Μεσόγειο διήγειρε τα αντανακλαστικά ανασφάλειας της Τουρκίας, η οποία προκάλεσε κρίση τόσο σε συνάρτηση με την Κύπρο όσο και με την Ελλάδα. Με τους χειρισμούς του ο πρόεδρος Αναστασιάδης και ο ΥΠΕΞ Χριστοδουλίδης αναβάθμισαν τις προβοκατόρικες δράσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο σε πρόβλημα της Ευρώπης. Θα δοθεί μια τελική ευκαιρία για πολιτική λύση, που είναι προτεραιότητα τόσο της ΕΕ όσο και της Τουρκίας. Η Κύπρος είτε θα πάρει την ευκαιρία και θα κάμει συμμαχίες με σκοπό μια βιώσιμη λύση, είτε θα επαναλάβει εαυτόν και θα κάνει συμμαχίες για να σκοτώσει τη λύση.
Υπάρχουν δύο δρόμοι, ο ένας είναι προς την Ευρώπη και ο άλλος προς τη Μόσχα. Τα συμφέροντα της Κύπρου είναι προς της Δύση, αλλά η χώρα είναι όμηρος των εξαρτήσεων από την Ανατολή. Σε αυτή την τελευταία προσπάθεια υπάρχουν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις από όλες τις προηγούμενες: Κατά πρώτον, η Τουρκία είναι αποφασισμένη να λύσει ή να κλείσει το Κυπριακό και έχει τη δυνατότητα να εκβιάσει τις εξελίξεις προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Κατά δεύτερον, η ΕΕ κατανόησε ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα της Ευρώπης, η προτεραιότητά της είναι η λύση και θα είναι παρούσα στις συνομιλίες. Συνεπώς, ένα νέο αδιέξοδο σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι όπως όλα τα προηγούμενα, πόσω μάλλον εάν η Κύπρος κριθεί υπεύθυνη ή έστω συνυπεύθυνη.
(08.10.2020)
Ο Μακάριος Δρουσιώτης είναι ερευνητής και συγγραφέας πολλών βιβλίων για την ιστορία του Κυπριακού. Στο τελευταίο του βιβλίο, Η εισβολή και οι Μεγάλες Δυνάμεις, υπάρχει όλη η τεκμηρίωση για τις ιστορικές αναφορές που υπάρχουν στο άρθρο αναφορικά με την περίοδο από το 1960 μέχρι το 1978