ΤΟ «ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ», ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ;

Ευθύμιος Παπαταξιάρχης

Τχ. 149

 

Πανδημία, η ώρα του «νοικοκυριού»[1]

«Μάχη με τον αόρατο εχθρό». Με αυτήν την πολεμική ορολογία ο επίσημος κυβερνητικός λόγος περιγράφει την υγειονομική κρίση που έφερε η πανδημία του κορονοϊού. Σε αυτήν τη «μάχη», λοιπόν, η Ελλάδα μπήκε έχοντας στη διάθεσή της ένα πανίσχυρο όπλο, το «νοικοκυριό». Με αυτό αντιμετώπισε, μάλλον αποτελεσματικά, την απειλή της πανδημίας στην πρώτη φάση της υγειονομικής κρίσης. Όταν η ελληνική κυβέρνηση, αντιδρώντας γρήγορα και ακολουθώντας πιστά το μοντέλο πολιτικής που ήδη εφαρμοζόταν από άλλες χώρες με μεγαλύτερο πρόβλημα, υιοθέτησε την οικιακή καραντίνα, φαίνεται ότι αυτό το όπλο έκανε τη διαφορά. Η κυβερνητική πολιτική ταίριαξε καλά, θα λέγαμε πάτησε πάνω σε ένα ιστορικά κυρίαρχο πλέγμα αντιλήψεων και πολιτισμικών δεξιοτήτων γύρω από τον οικιακό χώρο, και έτσι βρήκε πρόσφορο έδαφος εφαρμογής.

Σπεύδω να διευκρινίσω: άλλο σπίτι, δηλαδή οικιακός χώρος, και άλλο «νοικοκυριό». Ο οικιακός χώρος αναφέρεται στην κατεστημένη, κοινή μορφή εγκατοίκησης στις λεγόμενες εδραίες κοινωνίες. Το «νοικοκυριό», ως ημική κατηγορία (εξ ου και τα εισαγωγικά), αποτελεί μια ιστορικά και πολιτισμικά ορισμένη αντίληψη, κορυφαία μεταφορά, γύρω από την οποία συγκροτείται ο οικιακός χώρος στην ελληνική κοινωνία. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το πολιτισμικό υπόβαθρο του οικιακού χώρου, οργανωμένο στη βάση ενός ιστορικά ηγεμονικού, κανονιστικού μοντέλου, που αναγορεύει τον ετεροκανονικό γάμο σε απαραίτητο όρο της βιολογικής αναπαραγωγής, δίνει προτεραιότητα στη συζυγική οικιακότητα απέναντι σε άλλες μορφές κοινωνικότητας και προκρίνει τον αυτόνομο οικιακό χώρο του συζυγικού ζευγαριού σε ιδανικό περιβάλλον ανατροφής των παιδιών.

Τα αποτυπώματα της διαχρονικής ισχύος αυτού του μοντέλου φαίνονται και σε μια σειρά από δείκτες, όπως, για παράδειγμα, το σχετικά χαμηλό, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ποσοστό των γεννήσεων εκτός γάμου ή των διαζυγίων, το υψηλό ποσοστό των συζυγικών οικιακών ομάδων, η μεγάλη ηλικία αποχώρησης των νέων από την οικογενειακή εστία αλλά και ο υψηλός βαθμός ιδιοκατοίκησης. Επίσης είναι ορατά σε σημαντικές παραμέτρους του βίου, όπως η μεταβίβαση της περιουσίας, ο έμφυλος καταμερισμός της οικιακής εργασίας ή η φροντίδα των ηλικιωμένων.[2] Προφανώς αυτό το πολιτισμικό πλέγμα αλλάζει μέσα στον χρόνο, καθώς συναρτάται, για παράδειγμα, με θεσμικές αλλαγές, όπως το «σύμφωνο συμβίωσης» ή την αυξανόμενη διαφοροποίηση λόγω μετανάστευσης, ωστόσο φαίνεται να αλλάζει με μεγάλη βραδύτητα, ιδιαίτερα στον βαθμό που διαχρονικά καλύπτει τα μεγάλα κενά του κράτους πρόνοιας. Εκκρεμεί να κατανοήσουμε συστηματικά τι αναπαράγεται και τι μετασχηματίζεται μέσα στην πανδημία. Εκτιμώ ότι αυτό το κανονιστικό μοντέλο, καθώς μεσολαβεί πολιτισμικά στην πρόσληψη της πανδημίας, παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπισή της.

Διεθνώς το «Μένουμε σπίτι», δηλαδή η οικιακή καραντίνα, σε ποικίλες εκδοχές και εντάσεις, αποτέλεσε τον πυρήνα της πολιτικής με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά η πανδημία. Η εξαίρεση του οικιακού χώρου από το γενικό πεδίο εφαρμογής της λεγόμενης «κοινωνικής αποστασιοποίησης», που απαιτεί οι πολίτες να διατηρούν απόσταση ορισμένων μέτρων στις καθημερινές τους συναναστροφές, δεν προέκυψε μόνο από την αναγκαιότητα του περιορισμού των πολιτών στη στοιχειώδη μονάδα εγκατοίκησης αλλά επίσης βασίστηκε και στην υπόρρητη παραδοχή ότι η υγειονομική του θωράκιση είναι εφικτή. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο οικιακός χώρος, μεταμορφωμένος σε «οχυρό ζωής»,[3] έγινε, όπου ήταν δυνατόν, η βασική γραμμή άμυνας απέναντι στην πανδημία. Επρόκειτο για πρωτοφανές «κοινωνικό πείραμα» ολκής. Αυτό πια είναι κοινός τόπος.

Ήταν όμως εξίσου αποτελεσματική αυτή η άμυνα σε όλες τις εθνικές περιπτώσεις ή διέφερε ανάλογα και με τα ειδικά χαρακτηριστικά της οικιακότητας κατά περίπτωση; Εδώ υποστηρίζω ότι η πολιτισμική συγκρότηση του οικιακού χώρου, στον βαθμό που διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία, είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες οι οποίοι, στην ελληνική περίπτωση, σε συνδυασμό με την ταχύτητα λήψης μέτρων ή τον σχετικά μικρό βαθμό ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην παγκοσμιοποίηση, καθόρισαν τον βαθμό αποτελεσματικότητας της άμυνας απέναντι στην πανδημία.[4] Χωρίς να υπερασπίζομαι μια δήθεν ελληνική ιδιαιτερότητα, υποστηρίζω ότι η αναγνώριση του ειδικού βάρους της πολιτισμικής παραμέτρου στη συγκριτική αποτίμηση της πανδημίας και των επιπτώσεών της έχει μεγάλη σημασία.

Ένα συντηρητικό έθος

Το «νοικοκυριό» συνιστά μια εξαιρετικά πολυσημική όσο και κοινωνικά και πολιτικά πολυσθενή μεταφορά. Οι ισχυρές μεταφορικές συσχετίσεις του «νοικοκυριού» με την αυτάρκεια, την ευταξία και την ασφάλεια το έχουν καταστήσει βαθιά εμπεδωμένο έθος, ένα είδος κοσμολογικού ορίζοντα στο πλαίσιο του οποίου διευθετούνται κορυφαία ζητήματα, όπως η ταυτότητα, η σχέση του υποκειμένου με τον κόσμο και ο τρόπος δράσης μέσα σε αυτόν, καθώς και οι έμφυλες σχέσεις.

Όπως έχει δείξει η πλούσια εθνογραφική έρευνα στην Ελλάδα, το «νοικοκυριό», ως βαθιά εμπεδωμένη νοοτροπία, διαθέτει ορισμένα χαρακτηριστικά, που απορρέουν από τη βασική κοσμολογική παραδοχή ότι η ιδανική μορφή οικιακής ομάδας, δηλαδή η συζυγική οικογένεια, συνιστά μια συνεκτική ολότητα που πρέπει να αγωνιστεί για την επιβίωση και την αναπαραγωγή της σε έναν κατά τα άλλα εχθρικό, και συχνά επικίνδυνο, κόσμο πεπερασμένων αγαθών, σε ανταγωνισμό με άλλες ομοειδείς συλλογικές οντότητες.[5] Πρόκειται για ένα συντηρητικό και ανταγωνιστικό έθος, για το ίδιο το περιεχόμενο του συντηρητισμού. Το λεγόμενο έθος του «νοικοκυραίου», καθώς είναι θεμελιωμένο στον υπολογισμό των δυνατοτήτων και των απειλών, σε διαρκή, αμυντική ετοιμότητα απέναντι σε ποικίλους, υπαρκτούς ή φανταστικούς, εχθρούς, και προσανατολισμένο στη συντήρηση, την ασφάλεια και την ευταξία, είναι επιφυλακτικό μπροστά στην αλλαγή και εχθρικό απέναντι στο ρίσκο, διαρκώς αιωρούμενο ανάμεσα στην ιδανική κλειστότητα (της αυτάρκειας) και την ανοικτότητα που επιβάλλει η αναπόφευκτη εξάρτηση από τρίτους.

Αυτό το έθος, λοιπόν, διαπερνά κατά μήκος και πλάτος την ελληνική κοινωνία και όλες τις κοινωνικο-οικονομικές θέσεις, τις ηλικίες, τα φύλα ή τις ιδεολογίες. Υπ’ αυτή την έννοια αντιστοιχεί στη μικρο-αστική συγκρότηση της κοινωνίας μας, κατά βάση μιας κοινωνίας «νοικοκυραίων», με σημαντικές επιπτώσεις στις σφαίρες της εργασίας ή της κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο, το ειδικό βάρος του έθους του «νοικοκυριού» ποικίλλει: είναι ισχυρότερο σε όσους έχουν ευθύνες υποστήριξης μιας συζυγικής οικογενειακής μονάδας και αντίστοιχες «οικογενειακές υποχρεώσεις» παρά σε ανύπανδρους χωρίς παιδιά, σε γυναίκες παρά σε άνδρες, στους ηλικιωμένους παρά στους νέους, στον αγροτικό χώρο παρά στον αστικό. Όπως επίσης, προσεγγίζεται με διαφορετικούς τρόπους και ανάλογα με την κοινωνικο-οικονομική θέση και τον πολιτικο-ιδεολογικό προσανατολισμό.

Η παρούσα εργασία κινείται σε δύο επίπεδα, της συμπεριφοράς και των πολιτισμικών αξιών. Ο στόχος της είναι διττός: πρώτον, να εξετάσει τι συμβαίνει στον οικιακό χώρο στην πρώτη φάση της υγειονομικής κρίσης, και, δεύτερον, να διερευνήσει τις επιπτώσεις που έχει το ηγεμονικό μοντέλο συγκρότησης του οικιακού χώρου, δηλαδή το «νοικοκυριό», στη διαχείριση της πανδημίας. Οι εθνογραφικές εντυπώσεις που ακολουθούν, υποθέσεις εργασίας παρά συμπεράσματα, αφορούν περισσότερο στις κοινωνικές κατηγορίες όπου το έθος του «νοικοκυριού» είναι ισχυρότερο και στον αστικό χώρο, όπου η πανδημία έγινε πιο αισθητή, και βασίζονται στη μακροχρόνια ερευνητική μου εξοικείωση με τη μελέτη του οικιακού χώρου.[6] Δεν έκανα συστηματική, σε βάθος εθνογραφική έρευνα για τον οικιακό χώρο στην πανδημία, κάτι που στις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν αδύνατο και απαιτούσε έναν άλλον, ευρύτερο χρονικό ορίζοντα.[7] Ωστόσο το υλικό από πολλές συνομιλίες, οργανωμένες γύρω από κάποια ειδικά ερωτήματα, σε έναν αρκετά διαφοροποιημένο κύκλο συνομιλητριών και συνομιλητών από ποικίλους χώρους, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση πολλών πηγών (αρθρογραφία, τεκμήρια επίσημου λόγου, «ημερολόγια» και άλλα) τροφοδότησαν την ανθρωπολογική μου σκέψη πάνω στο ζήτημα.

«Μένουμε σπίτι»: Ο οικιακός χώρος στο επίκεντρο

Η στροφή στον οικιακό χώρο την περίοδο της πανδημίας έχει πολλές όψεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο, περιόρισε δραστικά τον βίο στον οικιακό χώρο αλλάζοντας τον συσχετισμό των δυνάμεων στη σχέση οικιακού/δημόσιου, μια σχέση που έτσι κι αλλιώς είναι ιστορικά ορισμένη και άρα διαρκώς μεταβαλλόμενη. Στη διάρκεια της γενικευμένης οικιακής καραντίνας, η οποία επισήμως άρχισε στις 23 Μαρτίου και τελείωσε στις 4 Μαΐου, ο χρόνος καθηλώθηκε σε ένα διαρκές, ομοιογενές παρόν, σε ένα επίπεδο παρόν που επώδυνα παρατεινόταν όσο η αβεβαιότητα υπονόμευε τη σύλληψη του μέλλοντος.[8] Σε εκείνη τη φάση, καθώς πολλές εξω-οικιακές δραστηριότητες σταμάτησαν ή συνέχισαν με μειωμένους ρυθμούς και ο δημόσιος χώρος υποβιβάστηκε σε απλό σημείο διεπαφής των μυριάδων ιδιωτικών χώρων,[9] το σπίτι έγινε σχεδόν το αποκλειστικό γεωγραφικό σημείο αναφοράς του παγωμένου χωροχρόνου της πανδημίας.

Η πολιτική της «κοινωνικής αποστασιοποίησης», που ενοχοποίησε τη δημόσια κοινωνικότητα από την άποψη της υγιεινής, εξαίρεσε τον οικιακό χώρο του σπιτιού στη βάση τής, μάλλον πραγματιστικής, παραδοχής ότι στο εσωτερικό του σπιτιού υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ελαχιστοποιηθεί η απειλή της μόλυνσης και να διασφαλιστεί η ασφάλεια των πολιτών. Μιλάμε για μια διπλή προϋπόθεση, την τεχνική προϋπόθεση του ευκολότερου ελέγχου του οικιακού χώρου από αυτούς που τον ενοικούν αλλά και την κοινωνική προϋπόθεση της ηθικής συνάφειας και αλληλεγγυότητας, της συνευθύνης και της λειτουργικής ενότητας, δηλαδή των χαρακτηριστικών της συζυγικής οικογένειας που είναι κατά τεκμήριο η πιο πιθανή συγκρότηση του οικιακού χώρου. Θεωρείται, με άλλα λόγια, αυτονόητο ότι η οικογενειακή ομάδα έχει την ικανότητα να διαμοιραστεί τον κίνδυνο και να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην πρόκληση της πανδημίας.

Υπ’ αυτούς τους όρους, η κυβερνητική πολιτική της οικιακής καραντίνας, ενισχυμένη από μια πρωτοφανή επικοινωνιακή καμπάνια, κατέστησε «το σπίτι» σήμα κατατεθέν της πανδημίας (βλ. σχετική αφίσα). Η καμπάνια έδεσε καλά με τις πολιτισμικές προσλαμβάνουσες αυτών στους οποίους απευθυνόταν. Η πολιτική της οικιακής καραντίνας πάτησε στο «νοικοκυριό» προσφέροντας ταυτόχρονα ένα πεδίο αναπαραγωγής αυτού του συντηρητικού έθους, με σημαντικά αποτελέσματα και για τα δύο μέρη που ήρθαν σε διαλεκτική αλληλεπίδραση.

Στον οικιακό χώρο μεταφέρθηκαν αναγκαστικά πολλές δραστηριότητες που σε κανονικές συνθήκες γίνονταν «έξω», στον δημόσιο ή σε άλλους χώρους, από την εργασία ή την εκπαίδευση μέχρι την άθληση και την αναψυχή. Η συρρίκνωση αυτή του χώρου της καθημερινότητας διευκολύνθηκε πολύ από την ψηφιακή επανάσταση που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες, αφού αρκετές σημαντικές δραστηριότητες στην ψηφιακή τους εκδοχή μετατοπίστηκαν στο σπίτι.[10] Η πανδημία έδωσε τεράστια ώθηση στη γενικευμένη ψηφιακή μεσολάβηση στις σφαίρες της επικοινωνίας, της κοινωνικότητας, της εργασίας, της εκπαίδευσης και της αναψυχής. Ειδικά στη σφαίρα της εργασίας, το «Μένουμε σπίτι» ενίσχυσε το «Από το σπίτι», μια διεργασία που έχει αρχίσει εδώ και καιρό σε αρκετούς τομείς της οικονομίας.[11] Κάτι αντίστοιχο συνέβη σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, όπου η διεξαγωγή της εκπαιδευτικής διαδικασίας μεταφέρθηκε από τη σχολική αίθουσα στο σπίτι, για να γίνει «εξ αποστάσεως».

Ακόμη παραπέρα, ο ιδιωτικός χώρος του σπιτιού αναδείχθηκε σε γεωγραφικό επίκεντρο της νέας δυνητικής πραγματικότητας την οποία παρήγαγε η πανδημία, εκεί που συντελείται μια θαυμαστή υπέρβαση των κλειστών συνόρων. Η μέθη της εξαιρετικά πιο ελεύθερης κοινωνικότητας στον κυβερνοχώρο, την οποία βίωσαν πολλοί από αυτούς που είχαν τα μέσα για να συμμετάσχουν μέσω ποικίλων πλατφορμών σε συλλογικές δραστηριότητες (από συναντήσεις με φίλους μέχρι διαδικτυακά σεμινάρια), οι οποίες δεν είχαν χωρικό περιορισμό και δεν απαιτούσαν τη φυσική μετακίνηση, υπήρξε από τα πρώτα συμπτώματα της αντίδρασης στον οικιακό εγκλεισμό. Η κοινωνικότητα της ψηφιακής πλατφόρμας, ιδιαίτερα αν συνδεόταν με επαγγελματικές υποχρεώσεις, αναπτύχθηκε δραστικά σε βαθμό που απαιτούσε τη διαμόρφωση ειδικά αφιερωμένου χώρου στο σπίτι. Υπ’ αυτήν την έννοια κάλυψε ένα μέρος του κενού που δημιούργησε η απαγόρευση συμβατικών μορφών εξω-οικιακής δραστηριότητας.

Σε κάθε περίπτωση, αν στη διάρκεια της καραντίνας ο κυβερνοχώρος διείσδυσε ακόμη περισσότερο στον οικιακό χώρο, άλλο τόσο καταλήφθηκε από αυτόν. Στις διάφορες μορφές διαδικτυακής επικοινωνίας με skype, zoom ή άλλες πλατφόρμες, από τις πιο ιδιωτικές έως τις πιο δημόσιες στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων ή τις εκπομπές λόγου, καθώς οι (συν)ομιλητές επικοινωνούν πλέον από το σπίτι, το εκθέτουν ως σκηνικό. Είναι σαν να το φοράνε. Παρουσιάζονται να είναι «ενδεδυμένοι» τον οικιακό τους χώρο εκθέτοντάς τον έτσι σε μια αναγκαστική, αν και παράδοξη, εκδήλωση εξωστρέφειας. Υπ’ αυτήν την έννοια, το σπίτι έχει μετατραπεί σε προστατευτικό κέλυφος του υποκειμένου, το καβούκι του, που αναγκαστικά φέρει «πάνω» του σε κάθε του «έξοδο» στον κυβερνοχώρο.

Επιπτώσεις της πανδημίας στον οικιακό χώρο

Αν προσεγγίσουμε τον οικιακό χώρο υπό το πρίσμα του κλασικού ορισμού της οικιακής ομάδας, δηλαδή ως το σύνολο των ανθρώπων που ζουν κάτω από την ίδια στέγη, εισέρχονται στον χώρο από την ίδια είσοδο και τρώνε από το ίδιο τσουκάλι, τότε οι οικιακές επιπτώσεις της πανδημίας μπορεί κατ’ αρχήν να αναλυθούν ως προς τη σύνθεση, τη μορφή και τις λειτουργίες της οικιακής ομάδας.

Ως προς τη σύνθεση, η πολιτική προφύλαξης των ευάλωτων ομάδων, και ειδικότερα των ηλικιωμένων, επέφερε πλήγμα στη διαγενεακή κοινωνικότητα, ιδιαίτερα στη σχέση της «τρίτης και τέταρτης ηλικίας» με τις νεότερες γενιές. Σίγουρα επηρέασε αρνητικά τη λειτουργικά εκτεταμένη οικιακή ομάδα, η οποία περιλαμβάνει δύο ή και περισσότερα, κατά τα άλλα ονομαστικά αυτόνομα, «νοικοκυριά» συνδεδεμένα με συγγενικούς δεσμούς στο πλαίσιο ενός κοινού καταμερισμού της οικιακής εργασίας. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επινοήθηκαν ευφάνταστοι τρόποι για να διατηρηθεί ή να τροποποιηθεί ο διαγενεακός καταμερισμός των οικιακών καθηκόντων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις.[12] Στις περισσότερες ωστόσο φαίνεται ότι η οικιακή καραντίνα επέφερε ρήξη στη λειτουργική ενότητα της εκτεταμένης οικιακής ομάδας των τριών γενεών και δημιούργησε κενά στον καταμερισμό των οικιακών καθηκόντων, ιδιαίτερα σε οικογένειες όπου και οι δύο σύζυγοι εργάζονται, με συνέπεια την αύξηση των οικιακών εργασιών, ιδιαίτερα για τις συζύγους, μητέρες ανύπαντρων τέκνων.

Παράλληλα, το κλείσιμο των σχολείων και των παιδικών σταθμών σήμανε τη μαζική επιστροφή των παιδιών στο σπίτι τις ώρες της εργασίας με αντιφατικά αποτελέσματα. Από τη μια πλευρά, πρόσφερε την ευκαιρία της ενδυνάμωσης των σχέσεων των παιδιών με τους γονείς τους. Από την άλλη, ταυτόχρονα με την ενίσχυση του ειδικού βάρους των νεότερων συζυγικών μονάδων, φόρτωσε στους συζύγους, ιδιαίτερα στις γυναίκες, τα αυξημένα γονεϊκά καθήκοντα της πανδημικής συγκυρίας.

Η ενίσχυση της ενδογενεακής κοινωνικότητας, κυρίως ανάμεσα στους νέους, υπήρξε η άλλη όψη της υποχώρησης της διαγενεακής κοινωνικότητας των νέων με τους ηλικιωμένους. Οι νέοι, ως λιγότερο ευάλωτοι στον ιό, επέμειναν δυναμικά στις συνήθεις μορφές κοινωνικότητας, συχνά παραβλέποντας τις προτροπές για «ευλαβική» τήρηση των κανόνων υγιεινής και ιδιαίτερα της «κοινωνικής αποστασιοποίησης». Καθώς διανύουμε τη δεύτερη φάση της πανδημίας και οι νέοι έχουν «πάει πλατεία», κατά κανόνα υπερβαίνοντας τους κανόνες προστασίας, μοιάζει σαν να υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα «διαγενεακής αλληλεγγύης» και να αναδύεται ένα χάσμα γενεών στις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές.

Δεν πρέπει να αφήσουμε έξω από αυτόν τον πρώτο απολογισμό τα λεγόμενα «κατοικίδια», τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν ισχυρή παρουσία στον οικιακό χώρο. Η πανδημία ενίσχυσε τη θέση των οικιακών ζώων, ιδιαίτερα αφού στο πρωτόκολλο νόμιμης εξόδου από το σπίτι γινόταν ιδιαίτερη μνεία σε αυτά και στις ανάγκες τους. Οι σκύλοι και οι γάτες, απαλλαγμένοι από το στίγμα του επικίνδυνου φορέα, μπόρεσαν να αφοσιωθούν ακόμη περισσότερο στα βασικά τους καθήκοντα ως συνοδοί των αφεντικών τους. Παράλληλα αποτέλεσαν και παράγοντα νομιμοποίησης της όποιας εξόδου από το σπίτι, στο πλαίσιο πολλών, συχνά ευφάνταστων, στρατηγικών. Βέβαια, η ενίσχυση του ρόλου τους είχε και τις ευτράπελες, όσο και επικίνδυνες, πλευρές της. Η υπαγωγή των κατοικίδιων, και ειδικότερα των σκύλων, στη νέα πειθαρχία υγιεινής οδήγησε σε υπερβολές, όπως η αντιμετώπιση της πατούσας τους σαν να ήταν παπούτσι και η απολύμανσή τους με χλωρίνη, κάτι που φυσικά δημιούργησε πρόβλημα στα ζώα, αυξάνοντας έτσι τον κύκλο εργασιών των κτηνιάτρων!

Ως προς τη μορφή, η ρήξη της διαγενεακής ενότητας της λειτουργικά εκτεταμένης οικογένειας, αλλά και οι ανακατατάξεις στη σχέση των ανύπαντρων νέων με τις οικιακές ομάδες καταγωγής λόγω της κρίσης, δείχνουν την παραπέρα επιβεβαίωση της μικρής, συζυγικής οικιακής ομάδας των δύο γενεών ως το κυρίαρχο μόρφωμα. Μας λείπουν βέβαια τα στατιστικά στοιχεία για να εκτιμήσουμε την ακριβή έκταση (αλλά και διάρκεια) του φαινομένου, όμως κάποια ποιοτικά δεδομένα, όπως η, μάλλον αμφιλεγόμενη, επιστροφή των σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις οικογενειακές εστίες[13] ή οι στρατηγικές της οικιακής αναδίπλωσης των νέων εργαζομένων λόγω της αυξανόμενης ανεργίας, που ξεκίνησαν από την εποχή της δημοσιονομικής κρίσης,[14] δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Μετατοπίσεις στις οικιακές λειτουργίες: Από τον μετασχηματισμό στην απόκρουση

Ως προς τις λειτουργίες, η στροφή στον οικιακό χώρο με όρους καραντίνας αύξησε το συμβολικό βάρος κλασικών λειτουργιών και αναβίωσε ξεχασμένες η υποβαθμισμένες «παραδοσιακές» οικιακές δραστηριότητες, ενισχύοντας συνολικά την έντασή τους και ίσως μετασχηματίζοντας τις έμφυλες αναφορές τους.[15] Χωρίς αμφιβολία η καθαριότητα, όχι βέβαια μόνο του σπιτιού αλλά και του σώματος, ενισχυμένη με τα καθήκοντα της απολύμανσης, έγινε ύψιστη προτεραιότητα των ενήλικων μελών της οικιακής ομάδας. Στην πανδημία η συσχέτιση οικιακής και ατομικής υγιεινής έγινε ισχυρότερη. Μια νέα γενιά πολιτών, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένων στην αξία της υγιεινής, μεγαλώνει μέσα στην πανδημία. Ειδικά σε αυτόν τον τομέα, ο περιορισμός της έμμισθης οικιακής εργασίας αύξησε σημαντικά τα οικιακά βάρη στις μικρο-μεσαίες οικιακές ομάδες και τα άχθη όσων (στη συντριπτική πλειοψηφία γυναίκες) είχαν την ευθύνη τους.

Όμως και η οικιακή παρασκευή της τροφής γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας, αφού έκλεισαν ταβέρνες και εστιατόρια, ενώ το «έτοιμο φαγητό» και το λεγόμενο «ντιλίβερι», υπό αμφισβήτηση ως εξ ορισμού «βρώμικο» ή ατελώς παρασκευασμένο, και άρα επικίνδυνο, λόγω της σχέσης του με το μιαρό «έξω», υποχώρησαν αισθητά.[16] Με την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων «μέσα» και «έξω» τροφής υπέρ της πρώτης, παράλληλα ενδυναμώθηκε και η αίσθηση αυτάρκειας της οικιακής ομάδας. Το ρεπερτόριο των φαγητών που παρασκευάζονταν στο σπίτι αυξήθηκε σημαντικά. Για παράδειγμα, η εξαφάνιση της μαγιάς από τα σούπερ μάρκετ υπήρξε η αναμφισβήτητη ένδειξη ότι η παρασκευή του ψωμιού επανήλθε στην ιστορική της βάση, το σπίτι.

Η αύξηση της μαγειρικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με τη γενικότερη ανασφάλεια για το μέλλον δημιούργησε πρόσθετες ανάγκες και μέριμνες στον ανεφοδιασμό του νοικοκυριού. Η υγειονομική κρίση, όπως κάθε κρίση, ενεργοποίησε στο έπακρο τα συντηρητικά ανακλαστικά του «νοικοκυριού», τα οποία κατεξοχήν εκφράζονται στην πρόνοια της εξασφάλιση όλων των αναγκαίων τροφίμων και άλλων ειδών για τη μακροχρόνια αναπαραγωγή της οικιακής ομάδας. Το λεγόμενο «στοκάρισμα», στο οποίο πολλοί επιδόθηκαν τις πρώτες μέρες της πανδημίας, προστέθηκε στη μακρά μεταπολεμική γενεαλογία των πρακτικών αποθήκευσης, που ιστορικά παραπέμπει στην οδυνηρή εμπειρία του μεγάλου λιμού στην κατοχική Αθήνα τον σκληρό χειμώνα του 1941-42.

Αξίζει να επιμείνουμε σε αυτές τις δύο οικιακές δραστηριότητες που ιστορικά έχουν εξάψει την εθνογραφική φαντασία οδηγώντας σε λαμπρά ανθρωπολογικά κείμενα.[17] Στον καθαρισμό του σπιτιού και την οικιακή παρασκευή της τροφής ορισμένοι ανθρωπολόγοι βλέπουν, εμπνεόμενοι από τις σχετικές δομιστικές αναλύσεις του Claude Lévi-Strauss και ίσως με κάποια υπερβολή, την αναμέτρηση του οικιακού χώρου, συμβολικού επίκεντρου του πολιτισμού, με τη φύση, απειλητική και επικίνδυνη «εξωτερική» δύναμη που πρέπει να τιθασευτεί. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι δύο πρακτικές διασφαλίζουν τη διάκριση των δύο οντολογικών πεδίων και παράγουν σε καθημερινή βάση την ευταξία με όλα της τα παράγωγα – ασφάλεια, υγεία, ηθική ακεραιότητα. Η παρατήρηση αυτή έχει γνωστική αξία, ιδιαίτερα στον βαθμό που η απειλή του κορονοϊού θεωρείται από κάποιους ότι σχετίζεται με το επικίνδυνο «έξω», ότι προκύπτει δηλαδή από μια οντολογική σύγχυση, αυτή των ανθρώπων με άλλα έμβια όντα, όπως τα ζώα.

Ωστόσο εδώ θα είχε αξία να επισημανθεί μια βασική διαφορά των δύο πρακτικών. Στην παρασκευή της τροφής αναδεικνύεται ο μετασχηματιστικός προσανατολισμός κάποιων οικιακών πρακτικών. Διότι τι άλλο είναι η επιμελής και συχνά δημιουργική διαδικασία παραγωγής της τροφής στην οικιακή κουζίνα που λέγεται «μαγείρεμα» παρά ένας μετασχηματισμός φυσικών αγαθών σε πολιτισμικά προϊόντα, και ειδικότερα σε αυτό που κατεξοχήν συμβολίζει την ευταξία και την υγεία που είναι το («σπιτικό», ένας πλεονασμός) «φαγητό». Αντίθετα, στο καθάρισμα του σπιτιού, σε αυτόν τον διαρκή αγώνα της «νοικοκυράς» ενάντια στον επίμονο και ακούραστο εισβολέα του οικιακού χώρου που λέγεται «σκόνη», το συνώνυμο της «βρωμιάς», μια μόνο απάντηση μπορεί να υπάρχει: η απόκρουση ή/ και ολοκληρωτική εξόντωση του εισβολέα.

Η διαχείριση της σκόνης και η επίτευξη του «καθαρού σπιτιού», ενδείκτη της ηθικής υπόστασης της καλής «νοικοκυράς», προϊδεάζουν λοιπόν για την προσπάθεια που πρέπει να γίνει ενάντια στον κορονοϊό, αποτελούν, ναι, παράδειγμα ενός είδους «προεικονιστικής πολιτικής» (!)[18] αφού προσβλέπουν στο, και για λίγο παράγουν το, απολύτως καθαρό –δηλαδή ιδανικό– σπίτι, σε μια οικιακή ουτοπία, που στην εποχή της πανδημίας έχει αναχθεί σε υποδειγματικό περιβάλλον ατομικής επιβίωσης.

Η αυξανόμενη διαφοροποίηση του οικιακού χώρου: Έμφυλες ανισότητες, ενδο-οικογενειακή βία και χωρικές ανακατατάξεις

Η πανδημία υπήρξε γενικότερα μια διαδικασία έντονη διαφοροποίησης, που όξυνε τις ιστορικές αντιφάσεις του οικιακού χώρου και ίσως πρόσθεσε νέες. Παρήγαγε νέες διαφοροποιήσεις, όπως αυτή ανάμεσα στους/στις εργαζόμενους/ες της πρώτης γραμμής (με μεγαλύτερη έκθεση στον κίνδυνο) και στους υπόλοιπους ή αυτή ανάμεσα στους περισσότερο και στους λιγότερο ευάλωτους, και διεύρυνε παλαιότερες, με πιο χαρακτηριστική τη διαφοροποίηση των γενεών, που ήδη αναφέρθηκε. Επίσης αναζωπύρωσε τις έμφυλες ιεραρχίες, ιδιαίτερα στον βαθμό που δυσανάλογα επιβάρυνε τα καθήκοντα των γυναικών και τις καθήλωσε στο σπίτι, καθιστώντας τες πιο εκτεθειμένες στην ενδεχόμενη πατριαρχική εξουσία και βία των ανδρών.[19] Τέλος όξυνε τις χωροκοινωνικές ανισότητες. Στο πλαίσιο της οικιακής καραντίνας, οι παραπάνω διαφοροποιήσεις επηρέασαν τον καταμερισμό των οικιακών καθηκόντων, βάζοντας και νέους δρώντες στο οικιακό γίγνεσθαι αλλά και αυξάνοντας τις ενδο-οικιακές ανισότητες.

Με μια κουβέντα, η αυξημένη διαφοροποίηση συνοδεύτηκε από τη δημιουργία νέων τριβών, εντάσεων και συγκρούσεων και την αναπαραγωγή παλαιών, οι οποίες αντανακλούν γνωστές, ιστορικές «παθολογίες» του οικιακού χώρου.[20] Η αύξηση της ασύμμετρης έμφυλης κατανομής των οικιακών καθηκόντων επιβάρυνε τους συζυγικούς και συντροφικούς δεσμούς, ενώ ξαναήρθε στο προσκήνιο η συζήτηση για την αξιακή υποβάθμιση της οικιακής φροντίδας.[21] Σε αυτό το πλαίσιο δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυξήθηκε και η έμφυλη ενδοοικογενειακή βία, σε βαθμό που να υπάρξουν ειδικές μέριμνες από τους αρμόδιους φορείς και εκστρατείες ενημέρωσης και πρόληψης.[23] Η αύξηση των διαζυγίων είναι μια υπόθεση εργασίας που επίσης αξίζει διερεύνησης.

Οι νέες ανάγκες τις οποίες κλήθηκε να καλύψει ο οικιακός χώρος στις συνθήκες της οικιακής καραντίνας και οι αλλαγές στις λειτουργίες της οικιακής ομάδας οδήγησαν στην αύξηση της πολυλειτουργικότητας των επιμέρους χώρων. Η πιο σημαντική πίεση προήλθε από τη «δουλειά στο σπίτι», δηλαδή τη μείξη του οικιακού με τον επαγγελματικό χώρο – μια ανάμειξη που γενικότερα επηρέασε τον οικιακό χωροχρόνο (π.χ. με τη συρρίκνωση του χρόνου αναψυχής). Στην κατά τεκμήριο μικρή αστική κατοικία, κυρίως διαμέρισμα, χρειάστηκε σε πολλές περιπτώσεις να επιστρατευθούν, για παράδειγμα, η κρεβατοκάμαρα ή η κουζίνα και να παίξουν τον ρόλο γραφείου ή να φιλοξενήσουν την κοινωνικότητα και τη συνεργασία μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Παράλληλα, για τις πρόσθετες ανάγκες της αποθήκευσης οικιακών αγαθών και τροφίμων, ιδιαίτερα στις παλιές, αστικές πολυκατοικίες, επιστρατεύθηκαν τα εναπομείναντα «δωμάτια υπηρεσίας» αλλά και οι βεράντες. Τέλος, για τις νέες ανάγκες της απολύμανσης ανθρώπων, ρούχων, υποδημάτων και αντικειμένων, δεσμεύτηκαν ειδικά έπιπλα και χώροι κοντά στην είσοδο ή στον διάδρομο.

Από την άλλη, οι νέες ανάγκες οδήγησαν σε ανασημασιοδοτήσεις των επιμέρους στοιχείων του σπιτιού. Η πόρτα της εισόδου απέκτησε ειδικό βάρος, αφού η μέριμνα αποτελεσματικού ελέγχου του οικιακού συνόρου είχε προτεραιότητα. Οι ευφάνταστοι τρόποι περιφρούρησης της πύλης εισόδου στο οικιακό οχυρό (αλλά και του σχετικού πόμολου) από μόνοι τους αξίζουν ξεχωριστή διαπραγμάτευση. Για πρώτη φορά στα καθήκοντα του «νοικοκύρη» και της «νοικοκυράς» προστέθηκαν ο ρόλος του άγρυπνου φύλακα της εισόδου και η ευθύνη τήρησης του υγειονομικού πρωτοκόλλου από όσους τη διαβαίνουν, μέρος της νέας ιδιότητας του συνοριοφύλακα, στην οποία όλες και όλοι εκκοινωνίζονται μέσα από πρακτικές περιφρούρησης του σώματος (π.χ. με τη χρήση της μάσκας) και του σπιτιού από τον «αόρατο εισβολέα».

Μέσα σε αυτόν τον παροξυσμό υποχρεωτικού κλεισίματος, τα όποια ανοίγματα του σπιτιού ανέβηκαν σε αξία. Στις πόλεις, η βεράντα, και ακόμη περισσότερο ο κήπος, ήρθαν να συμβολίσουν το οικείο και ασφαλές «έξω», και υπ’ αυτήν την έννοια κλήθηκαν να καλύψουν το τεράστιο έλλειμμα της εξόδου στον δημόσιο χώρο, εκεί όπου οι άνθρωποι «παίρνουν τον αέρα τους». Ο κήπος έγινε αδιαμφισβήτητο σημείο διάκρισης για τους λίγους που τον διέθεταν. Στα διαμερίσματα και εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις, η βεράντα γνώρισε στιγμές δόξας, όχι μόνο διότι ήρθε να υποκαταστήσει τους γνωστούς δημόσιους χώρους αναψυχής, αλλά και διότι συχνά μετατράπηκε σε μεθοριακό χώρο απολύμανσης. Σε αυτόν τον χώρο, αναμεταξύ στο επικίνδυνο, ανεξέλεγκτο «έξω» και το ασφαλές «μέσα», συχνά γινόταν η απολύμανση των μιαρών αντικειμένων, όπως τα «έξω» ρούχα ή οι σακούλες με όσα από τα πράγματα μπορούσαν να περιμένουν για να μετασχηματισθούν σε ασφαλή με τη βοήθεια του χρόνου, του ήλιου ή κάποιων απολυμαντικών ουσιών. Δίπλα στη βεράντα αναβαθμίστηκαν και τα παράθυρα ως ασφαλή ανοίγματα στο εξωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα για τους ενοίκους ενός διαμερίσματος στους οποίους προσφέρουν λίγο από τον ορίζοντα που χάθηκε.[24]

Όσα περισσότερα από αυτά τα αναβαθμισμένα στοιχεία είχε ένα σπίτι, τόσο περισσότερο ελκυστικό ήταν. Στην κορυφή της οικιστικής ιεραρχίας που ανέδειξε η πανδημία βρίσκεται η μονοκατοικία με τον κήπο στη μικρή πόλη ή το χωριό. Ακολουθούν τα μεγάλα διαμερίσματα των υψηλών ορόφων με τις μεγάλες βεράντες. Ο μεγάλος χαμένος της υπόθεσης είναι το τυπικό διαμέρισμα στην πόλη των 70-80 τ.μ., με το μικρό μπαλκόνι και τον «λίγο αέρα». Εντέλει μέσα στην πανδημία αναδύεται μια νέα αρχιτεκτονική.[25]

Προφανώς η επίδραση της πανδημίας στον οικιακό χώρο εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρους: τον βαθμό πυκνοκατοίκησης, τη σύνθεση της οικιακής ομάδας, την κοινωνικο-οικονομική θέση των μελών της, το είδος σπιτιού, την τεχνολογική του υποδομή ή τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο και την οικιστική του διάρθρωση.[26] Οι επιπτώσεις ήταν πολύ βαρύτερες στο μικρό, πυκνοκατοικημένο διαμέρισμα πολυκατοικίας με χαμηλής ποιότητας κοινόχρηστους χώρους στη συνοικία μιας μεγάλης πόλης από αυτές σε μια άνετη μονοκατοικία ενός προαστίου ή ακόμη και ενός χωριού. Άλλες υπήρξαν οι επιπτώσεις σε μονομελείς οικιακές ομάδες και άλλες σε πολυμελείς, ιδιαίτερα αν αυτές περιλάμβαναν και άτομα που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες. Οι οικίες χωρίς καλή διαδικτυακή υποδομή και ευρυζωνική σύνδεση, όπως και οι χαμηλοί όροφοι των πολυκατοικιών, δοκιμάστηκαν περισσότερο. Και βέβαια όλα τα παραπάνω επι-καθορίζονται από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας σε διαφορετικές κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες πολιτών: οι φτωχοί επιβαρύνθηκαν πολύ περισσότερο από τους πλούσιους. Επιπλέον, είναι προφανές ότι οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις ενδέχεται να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστής της αρνητικής επίδρασης που θα έχει η πανδημία στον οικιακό χώρο. Είναι σίγουρο ότι οι μεγάλες ανισότητες, που χαρακτηρίζουν τη διάρθρωση των μεγαλουπόλεων, αυξήθηκαν μέσα στην πανδημία, στον βαθμό που καθόρισαν τις δυνατότητες ανταπόκρισης στη νέα πρόκληση.[27]

Πέρα από πρωτόγνωρο, το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα σύνθετο και γι’ αυτό εγείρει μια σειρά ερωτήματα. Πώς η περιφρούρηση των ευάλωτων μελών της εκτεταμένης οικογένειας αλλάζει τις καθημερινές οικιακές ρουτίνες; Πώς μετασχηματίζεται το οικιακό όριο για να γίνει καλά επιτηρούμενο σύνορο, με ποιους τρόπους και από ποιους γίνεται η φύλαξή του; Πόσο συγκυριακοί και εντέλει προσωρινοί είναι οι παραπάνω μετασχηματισμοί; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσει η μελλοντική έρευνα.

Ωστόσο, η ποικιλία των επιπτώσεων μειώνεται (και η σχετική εικόνα απλοποιείται), όταν προσεγγίσουμε τη σχέση πανδημίας και οικιακού χώρου όχι απλλως στο επίπεδο της μορφολογίας και της λειτουργίας, αλλά στο επίπεδο της πολιτισμικής του συγκρότησης. Σε αυτό το βαθύτερο επίπεδο βλέπουμε την παραγωγική συναρμογή του «νοικοκυριού» με την πανδημία. Με μια κουβέντα, η πανδημία προσέφερε μια μεγάλη ευκαιρία εφαρμογής (θα λέγαμε «αξιοποίησης») και αναπαραγωγής αυτού του πολιτισμικού προσανατολισμού που λέγεται «νοικοκυριό». Μπορεί σε άλλους τομείς, όπως αυτούς της τεχνικής υποδομής ή ακόμη και της ψυχικής οικονομίας, να μην υπήρχε προετοιμασία. Μπορεί επίσης η χρονική στιγμή που ξέσπασε η πανδημία να ήταν καταστροφική για μια κοινωνία που είχε αρχίσει να στρέφεται σε ένα «πραγματιστικό μέλλον»[28] και να δεσμεύεται σε αυτό με πράξεις που είχαν ρίσκο, όπως είναι οι επενδύσεις των μικροεπιχειρηματιών. Ωστόσο, στο επίπεδο των πολιτισμικών δεξιοτήτων η ελληνική κοινωνία ήταν έτοιμη από καιρό![29] Γι’ αυτό και γρήγορα ανταποκρίθηκε στο συντηρητικό κάλεσμα της οικιακής καραντίνας.

Πειθαρχία, φόβος ή μήπως η «πειθαρχία του “φόβου”»

Η παραπάνω ανάλυση μας προσφέρει ένα κλειδί για να προσεγγίσουμε ένα ζήτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη. Τι ήταν αυτό που οδήγησε τους «Έλληνες» στη συμμόρφωση «προς τας υποδείξεις» της κυβέρνησης και των ειδικών να μείνουν μέσα; Για ποιον λόγο οι πολίτες ακολούθησαν μαζικά και χωρίς διαμαρτυρίες την οικιακή καραντίνα; Η σχετική δημόσια συζήτηση πολώθηκε γύρω από δύο αιτιολογίες που προσφέρονται ως εναλλακτικές, σε μεγάλο βαθμό πολιτικά σημασιοδοτημένες, απαντήσεις στο ερώτημα.

Από την πλευρά της κυβέρνησης και κάποιων δημόσιων σχολιαστών τονίζεται η πειθαρχία, η οποία θεωρείται ότι προκύπτει στη βάση της ατομικής υπευθυνότητας. Το ζήτημα πρωτοτέθηκε από τον επίσημο κυβερνητικό λόγο και, ειδικότερα, από τα πολλά πρωθυπουργικά «μηνύματα» και τις καθημερινές παραινέσεις των υπεύθυνων κυβερνητικών παραγόντων για την τήρηση της καραντίνας και των κανόνων προφύλαξης.[30] Οι Έλληνες πολίτες κληθήκαμε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό «να μείνουμε υπεύθυνοι και πειθαρχημένοι».[31] Καθώς εφαρμόστηκε η οικιακή καραντίνα, η επιτυχής τήρηση του συγκεκριμένου μέτρου παρουσιάστηκε από την κυβερνητική πλευρά (και τα φίλια ΜΜΕ) ως αποτέλεσμα πειθάρχησης στη βάση μιας νέας συνείδησης της ατομικής ευθύνης, που βάζει το όλον πάνω από το άτομο. Σχολιαστές έσπευσαν να χαιρετίσουν την «πειθαρχία» που αναδεικνυόταν στη συγκυρία της πανδημίας ως ενδείκτη μιας νέας εθνικής χαρακτηρολογίας, στον πυρήνα της διεθνούς εικόνας της χώρας ως πρότυπου παραδείγματος για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Μάλιστα, για κάποιους δημοσκόπους, η «πειθαρχία» μαζί με την «αισιοδοξία» θωρήθηκε ότι αποτελούν τα κύρια γνωρίσματα της νέας εποχής στην οποία μπήκαμε μετά την αλλαγή κυβέρνησης.[32] Έμοιαζε σαν να είμαστε, λοιπόν, μπροστά στον Μεγάλο Μετασχηματισμό των νοοτροπιών. Μήπως οι Έλληνες της φοροαποφυγής, του παράνομου παρκαρίσματος, της αυθαίρετης δόμησης και της αδήλωτης εργασίας έχουν μετατραπεί μέσα στην πολυσθενή κρίση σε νομοταγείς πολίτες, το όνειρο σίγουρα κάθε «εκσυγχρονιστή»;

Από μια άλλη πλευρά, υποστηρίχθηκε ότι ήταν ο φόβος που εντέλει έκλεισε τους Έλληνες μέσα και τους ανάγκασε, όχι μόνο να μετατρέψουν το σπίτι τους σε φρούριο, αλλά ακόμη και όταν επιτρέπεται και μπορούν να βγουν χωρίς περιορισμούς από αυτό να διστάζουν.[33] Ο φόβος της μόλυνσης από τον ιό από κάποιους συναρτάται με την ορθολογική εκτίμηση των μεγάλων αδυναμιών του δημόσιου συστήματος υγείας, οι οποίες έγιναν εξαιρετικά ορατές στη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης, όταν τα κοινωνικά ιατρεία ήρθαν να καλύψουν τις τεράστιες ελλείψεις του ΕΣΥ. Από κάποιους άλλους ο φόβος θωρείται πρωτογενής ενστικτώδη αντίδραση σε μια μεγάλη απειλή.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, το επιχείρημα του φόβου είναι πολύ πιο πειστικό από αυτό της πειθαρχίας που βασίζεται στην ατομική ευθύνη. Σε μια κοινωνία της «τιμής και της ντροπής», όπου το αίτιο των πραγμάτων ανάγεται στις κινήσεις και τις πράξεις των «άλλων» (και όπου ο εαυτός είναι περιχαρακωμένος στο ίδιο, οικιακό «συμφέρον» στο πλαίσιο ενός γενικευμένου κοινωνικού ατομισμού), ο χώρος της ατομικής ευθύνης, ακόμη και της έγνοιας για τον «άλλο», είναι συρρικνωμένος. Γι’ αυτό που (μας) συμβαίνει κατά κανόνα φταίνε οι «άλλοι», οι ξένοι, αυτοί που βρίσκονται έξω από τον στενό κύκλο των «δικών μας» ανθρώπων. Ο αρνητικός τρόπος αντιμετώπισης της μάσκας, δηλαδή η μεγάλη δυστοκία στην τήρηση μιας ατομικής πρακτικής που κατεξοχήν προφυλάσσει τον «άλλο», τον άγνωστο συμπολίτη, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα έλλειψης ατομικής ευθύνης. Μήπως εντέλει η ρητορική επίκληση της ατομικής ευθύνης αποτελεί στρατηγική απόσεισης των ευθυνών της κυβέρνησης;

Από την άλλη, η τεράστια καμπάνια ενημέρωσης, και οι τραγικές εικόνες από γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες δοκιμάστηκαν νωρίς με οδυνηρές συνέπειες και με τις οποίες υπάρχουν δεσμοί συνάφειας και συμπάθειας, όπως η Ιταλία, έστειλαν το δυνατό και καθαρό μήνυμα μιας πραγματικά μεγάλης απειλής που, όπως δείχνουν οι σχετικές έρευνες, δημιούργησε άγχος και φόβο.[34] Οι ενδείξεις που έχουμε λοιπόν συνηγορούν ότι ο φόβος πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν το βασικό αίτιο της συλλογικής συμμόρφωσης στους κανόνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Ωστόσο πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με την ευθύνη, ο φόβος βρήκε πρόσφορο έδαφος καλλιέργειας και στηρίγματα στο πολιτισμικό υπόστρωμα της περίφρακτης οικιακότητας. Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει μεγαλύτερη διαθεσιμότητα για φόβο παρά για πειθαρχία που στηρίζεται στην ευθύνη. Εντέλει, ίσως αυτές οι δύο αιτιολογίες της πρόσφατης συμπεριφοράς μπορεί να μην απέχουν τόσο πολύ. Το σημείο αυτό γίνεται κατανοητό αν προσεγγίσουμε τον «φόβο», όχι ως ψυχική κατάσταση που ανάγεται σε νευροφυσιολογικές λειτουργίες, αλλά ως κοινωνικά και πολιτισμικά συγκροτημένη εννοιολογική κατηγορία. Από τη σκοπιά μιας κονστρουκτιβιστικής ανθρωπολογίας των συγκινήσεων,[35] ο «φόβος» είναι ιδιότητα του «νοικοκυριού», συνιστά μια από τις κύριες πολιτισμικές προδιαθέσεις που συνοδεύουν το συγκεκριμένο έθος. Από αυτήν την οπτική γωνία θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η αίσθηση της απειλής, όχι απλώς η ετοιμότητα στην αναγνώρισή της, αλλά η πεποίθηση της μονιμότητάς της, και συνακόλουθα ο φόβος δεν αντιπαρατίθενται στην πειθαρχία αλλά μάλλον τη συγκροτούν, συνιστούν δηλαδή την οικιακή πειθαρχία, την πειθαρχία του «νοικοκυραίου». Πρόκειται, βέβαια, για μια τελείως διαφορετική πειθαρχία από αυτήν της ατομικής ευθύνης (την οποία κατά τα άλλα προτείνει η νεοφιλελεύθερη πολιτική φαντασία).

Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το σημείο, αξίζει να σκεφτούμε το «νοικοκυριό» σε ένα άλλο, υψηλότερο επίπεδο από αυτό του οικιακού χώρου και να δούμε πώς συγκροτείται σε σχέση με το έθνος. Η συμβολική συσχέτιση «νοικοκυριού» και έθνους αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας (βλ., για παράδειγμα, το λεγόμενο «δημογραφικό ζήτημα»). Στην πρώτη φάση της πανδημίας, οι μεταφορικές συσχετίσεις του έθνους με το «νοικοκυριό» ή την οικογένεια ενισχύθηκαν με ποικίλους τρόπους, όπως τα συνεχή πρωθυπουργικά διαγγέλματα με τον πατερναλιστικά κανοναρχικό τόνο, αποκορύφωμα του οποίου υπήρξε η δήλωση «εμπιστοσύνης» που απηύθυνε, εν είδει πατριάρχη του έθνους, ο πρόεδρος της κυβέρνησης προς τους πολίτες με τη χαρακτηριστική φράση «σας εμπιστεύτηκα».[36] Αλλά και η αδιαμφισβήτητα κορυφαία επικοινωνιακή συνήθεια εκείνης της περιόδου, οι καθημερινές τηλεοπτικές ενημερώσεις του προέδρου της σχετικής επιτροπής ειδικών, ο οποίος εν είδει οικογενειακού γιατρού του έθνους, με συναισθηματική γλώσσα, έκανε διαρκείς παραινέσεις υπέρ της φροντίδας των ηλικιωμένων γονέων, έπαιξαν τον ρόλο τους.

Σε αυτό, λοιπόν, το επίπεδο της υψηλής πολιτικής αναπαράγεται εδώ και καιρό η αίσθηση της απειλής.[37] Τις τελευταίες δεκαετίες, στο πλαίσιο του επίσημου λόγου, οι Έλληνες ως έθνος παρουσιάζονται συνέχεια να βρίσκονται αντιμέτωποι με ξένους, που τους επιβουλεύονται, και με μεγάλους κινδύνους σε σχέση με τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα», όπως οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις ή το «Μακεδονικό», ή και τη μαζική έλευση παράτυπων μεταναστών και προσφύγων. Οι διαδοχικές κρίσεις με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπη η χώρα την τελευταία δεκαετία, πρώτα η δημοσιονομική και μετά η προσφυγική, απετέλεσαν πρόσφορο έδαφος για να εγκαλείται από διάφορες πλευρές το «έθνος εν κινδύνω» και να καλλιεργούνται ακόμη περισσότερο ο φόβος και η ανασφάλεια. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μεγάλο ψυχικό άχθος, που εξηγεί τη μαζικότητα «ανορθολογικών συμπεριφορών».[38]

Από την άλλη, η φοβία που καλλιεργείται από τον αμυντικό εθνικισμό βρίσκει το πιο πρόσφορο έδαφος στη νοοτροπία των «νοικοκυραίων», και ειδικότερα στους πιο συντηρητικούς από αυτούς. Το ανασφαλές έθνος ταιριάζει στο ανασφαλές «νοικοκυριό», στην ενδημική ανασφάλεια του «νοικοκυριού». Όσο τη συγκροτεί, άλλο τόσο τροφοδοτείται από αυτή. Μαζί, σε διαρκή διαχρονική αλληλεπίδραση, διαμορφώνουν ένα πολιτισμικά συγκροτημένο κλίμα υποδοχής νέων προκλήσεων, όπως η πανδημία. Υπ’ αυτήν την έννοια, το κάλεσμα «Μένουμε στο σπίτι» ταίριαζε απόλυτα με τα συντηρητικά πολιτισμικά ανακλαστικά, γι’ αυτό και είχε τόση επιτυχία.

Η άλλη όψη της οικιακής περιχαράκωσης: Μια νέα υποτροπή στη μακρά διαδικασία συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας

Στον βαθμό που ο οικιακός χώρος βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας, η ανάλυσή του προσφέρεται για να βγάλουμε κάποια γενικότερα συμπεράσματα για τις πολιτικο-ιδεολογικές διεργασίες και τους μετασχηματισμούς αυτής της περιόδου. Παρά τη μικρή της διάρκεια, η γενικευμένη οικιακή καραντίνα έδειξε κάποιες από τις κατευθύνσεις στις οποίες θα κινηθεί η ελληνική κοινωνία όσο βαστά η υγειονομική κρίση, ενώ, παράλληλα, φανέρωσε τον αναβαθμισμένο ρόλο του οικιακού χώρου σε αυτήν την ιστορική περίοδο.

Από την άλλη, το τέλος του γενικού lockdown, που ως μια μεγάλη επανάσταση στην καθημερινότητα δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ, και το αναγκαστικό «άνοιγμα» της οικονομίας που σταδιακά ακολούθησε, πέρα από τα νέα δεδομένα, τα οποία προσφέρονται για να αποτιμήσουμε καλύτερα την πρώτη φάση της πανδημίας, αναδεικνύουν μια πιο διαφοροποιημένη και σύνθετη εικόνα σε σχέση με τις ατομικές στρατηγικές προφύλαξης (και της χρήσης των βασικών μέσων που είναι η οικιακή απομόνωση, η κοινωνική αποστασιοποίηση και η μάσκα). Παράλληλα επιτρέπουν την καλύτερη στάθμιση των ποικίλων επιπτώσεων ενός πολυσύνθετου φαινομένου την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη και κάποιες πρώτες παρατηρήσεις με τη μορφή υποθέσεων εργασίας.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η επιτυχής αντιμετώπιση της πανδημίας στην πρώτη φάση τροφοδότησε το εγχείρημα παραγωγής ενός νέου πατριωτικού αφηγήματος, που οικοδομήθηκε γύρω από δύο άξονες, την «ευθύνη» και την κλειστότητα. Η ΝΔ εκμεταλλεύτηκε την οικιακή καραντίνα ως ευκαιρία για να επεξεργαστεί ένα κανονιστικό πρόγραμμα, το οποίο ταυτόχρονα λειτουργεί και ως ιδεολογική παρακαταθήκη, γύρω από τις υποτιθέμενες τομές στη σκέψη και τη συμπεριφορά των Ελλήνων που επιφέρει η άνοδός της στην εξουσία. Σύμφωνα με τον επίσημο κυβερνητικό λόγο, αυτός ο νέος ανθρώπινος τύπος, που με αίσθημα «ατομικής ευθύνης» σπεύδει να πειθαρχήσει στα κυβερνητικά κελεύσματα της (οικιακής) περιχαράκωσης, συνιστά διεθνώς παράδειγμα προς μίμηση και υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο για το οποίο πρέπει «εμείς οι Έλληνες» να είμαστε περήφανοι.[39]

Η στροφή αυτή μορφοποιήθηκε στο πρωθυπουργικό μήνυμα για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Τιμούμε την επέτειο «από το σπίτι μας», τόνισε ο πρωθυπουργός. «Με τις σημαίες μας να κυματίζουν ψηλά και τη σκέψη μας στον αγώνα των προγόνων μας για Ελευθερία. Όμως με συνείδηση ότι ο εχθρός, τώρα, είναι η πανδημία. Απέναντί της θα παρελάσουν, σήμερα, η ισχύς και η ενότητά μας. Σε αυτό το μέτωπο κρίνεται ο πατριωτισμός της ευθύνης» (δική μου υπογράμμιση).[40]

Έχει ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς τον πατριωτισμό της (ατομικής) «ευθύνης» και της κλειστότητας με ένα αντίστοιχο αφήγημα της περιόδου διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που οικοδομήθηκε γύρω από την (κοινωνική) «αλληλεγγύη» και την ανοικτότητα, τον πατριωτισμό της «αλληλεγγύης στους πρόσφυγες».[41] Δύο αντίστοιχα κρατικά εγχειρήματα εν καιρώ κρίσης (υγειονομικής το πρώτο, προσφυγικής το δεύτερο), με ισχυρή μιντιακή στήριξη και διεθνείς αναφορές και ερείσματα, διαφορετικής εμβέλειας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αλλά συγκρίσιμης κατά τα άλλα αρχιτεκτονικής, που ανάγουν το εθνικό επίτευγμα στους «μικρούς ήρωες»[42] της καθημερινότητας.

Από την πλευρά των αρχών τους, οι δύο πατριωτισμοί μοιάζει να φέρουν αντίθετους προσανατολισμούς που ευθέως παραπέμπουν στα ομολογουμένως ασυνήθιστα ακραία χαρακτηριστικά των διαφορετικών συγκυριών στις οποίες γεννήθηκαν, κλειστών και ανοικτών συνόρων αντίστοιχα. Σίγουρα έχουν διαφορετική δυναμική και αναφορά. Ωστόσο, οι όποιες διαφορές υπερτονίζονται από τις δύο πολιτικές δυνάμεις, που στο πλαίσιο των κυβερνητικών τους καθηκόντων αξιοποίησαν τα θεμελιακά γνωρίσματα των δύο μεγάλων πρόσφατων κρίσεων, για να επεξεργαστούν από τα πάνω, με τη βοήθεια των μίντια, τα εθνικά αφηγήματα που ιδεολογικά τους ταίριαζαν, αυτούς τους εναλλακτικούς πατριωτισμούς «αλληλεγγύης» και «ευθύνης», οι οποίοι ως πηγές «εθνικής υπερηφάνειας» λειτουργούν κανονιστικά στο εσωτερικό της χώρας ως σύγχρονα εργαλεία ηγεμόνευσης.

Στην πραγματικότητα, η προγραμματική ανοικτότητα της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και η προγραμματική κλειστότητα της οικιακής καραντίνας (και του lockdown) δεν παραπέμπουν σε τόσο αντίθετες συμπεριφορές όσο θέλει να της παρουσιάζει ο επίσημος λόγος.[43] Άλλωστε, οι δύο πατριωτισμοί, της «αλληλεγγύης» και της «ευθύνης», πάσχουν από σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις ανάμεσα στις κανονιστικές τους αρχές και τις πραγματιστικές προτεραιότητες που κυριάρχησαν στη χρήση τους. Πρόκειται για διαρκή διαπάλη από αντίρροπες δυναμικές. Στην περίπτωση του πρώτου, η προγραμματική ανοικτότητα υπονομεύτηκε από την πραγματιστική αναγνώριση του αιτήματος ασφάλειας και την πολιτική των καμπ. Στην περίπτωση του δεύτερου, η προγραμματική του κλειστότητα (π.χ. καραντίνα αλλά και «κλειστά» καμπ αιτούντων άσυλο) αντίστοιχα φαίνεται να υπονομεύεται, για παράδειγμα, από την πραγματιστική έμφαση στο «άνοιγμα» της οικονομίας ή την αναγκαστική συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να προσεγγίσουμε αυτά τα εγχειρήματα στην πράξη. Σε αυτό το επίπεδο των καθημερινών συμπεριφορών, φαίνεται πόσο περιορισμένης αξίας είναι οι ιδεότυποι του «αλληλέγγυου» ή του «υπεύθυνου» Έλληνα πολίτη (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πολίτες, μάλλον λίγοι, που ανταποκρίνονται σε αυτά τα χαρακτηριστικά).

Στο ίδιο επίπεδο, της πράξης, αναδεικνύονται οι κοινοί πολιτισμικοί περιορισμοί. Αν και έχουν αντίθετο ιδεολογικό προσανατολισμό, τα δύο εγχειρήματα διαθέτουν κοινό πολιτισμικό υπόστρωμα (το οποίο και αναπαράγουν) – αρδεύονται από την ίδια δεξαμενή ουσιοκρατικής σκέψης. Είναι όψεις του ιδίου νομίσματος: μιας πατρίδας φτιαγμένης από τις ουσίες του τόπου ή του αίματος, μιας κοινωνίας οικοδομημένης γύρω από το «νοικοκυριό». Διότι ούτε στην προσφυγική ούτε, ακόμη περισσότερο, στην υγειονομική κρίση φαίνεται να συντελέστηκε μια επανάσταση στους τρόπους, στην κατεύθυνση της «αλληλεγγύης» ή της «ευθύνης». Αντίθετα είμαστε μπροστά σε μια διαρκή συντηρητική υποτροπή.

Έρχομαι λοιπόν στη δεύτερη παρατήρηση. Η αντιμετώπιση της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης αποτελεί σημαντική υποτροπή μέσα στη μακροχρόνια πλέον αλληλουχία των κρίσεων που συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξεσπά σε μια στιγμή αναθέρμανσης του προσφυγικού[44] και ενώ οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής κρίσης όχι μόνο δεν έχουν ξεπεραστεί, αλλά, αντίθετα, υποτροπιάζουν στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης. Αυτός ο συνδυασμός λειτουργεί πολλαπλασιαστικά ως προς τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας, όχι μόνο στο επίπεδο της υγείας ή της οικονομίας, αλλά και στο βαθύτερο επίπεδο των αντιλήψεων και των νοοτροπιών. Με μια κουβέντα, η πανδημία ή, καλύτερα, οι τρόποι αντιμετώπισής της σπρώχνουν ακόμη περισσότερο στη συντηρητικοποίηση. Οι πανδημικές διεργασίες στον οικιακό χώρο μάς βοηθούν να κατανοήσουμε πώς συμβαίνει αυτή η συνεχιζόμενη συντηρητική στροφή.

Πέρα από τις λειτουργικές της συνέπειες, ιδιαίτερα στα πεδία της κοινωνικής προστασίας και της οικονομικής διαχείρισης, η οικιακή αναβάθμιση στη διάρκεια της πανδημίας έχει και ιδεολογικές προεκτάσεις. Στον βαθμό που οι πολιτισμικές βάσεις της οικιακότητας, όχι μόνο δεν διαταράχθηκαν, αλλά μάλλον αναπαρήχθησαν ενισχυμένες μέσα στην πανδημία είναι εξίσου επόμενο να ενισχυθεί το συντηρητικό ιδεολογικό πρόσημο που αυτές γενικότερα εκπέμπουν.

Υπ’ αυτή την έννοια, η έγκληση του «νοικοκυριού» εν ώρα πανδημίας λειτούργησε ως ιδεολογικά συντηρητική. Μπορεί να μην ταυτίζεται με το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» μιας άλλης εποχής, ωστόσο έχει εκλεκτικές συγγένειες με αυτό: η επιστράτευση του οικιακού χώρου γίνεται στο όνομα της πατρίδας (έθνους), ως στοιχειώδης μονάδα διαμοιρασμού του ρίσκου επιλέγεται η οικογενειακή οικιακή ομάδα συγκροτημένη γύρω από την ευθύνη της διαγενεακής φροντίδας και αλληλεγγύης, ενώ, όπως έδειξαν οι περιπετειώδεις συζητήσεις γύρω από την εφαρμογή της κοινωνικής αποστασιοποίησης στις εκκλησίες, η τεχνοκρατική διαχείριση της πανδημίας δυσκολεύεται πολύ να ξεπεράσει κάποια θέσφατα θεολογικής τάξης.

Η στροφή στο «σπίτι-φρούριο» στη βάση της πολιτισμικής λογικής του «νοικοκυριού» είχε υψηλό τίμημα, αφού ενίσχυσε γενικότερα το έθος της περιχαράκωσης – στον τόπο (μικρό ή μεγάλο), στο έθνος, εντέλει στην κοινή ταυτότητα. Μαζί με το σπίτι «έκλεισαν» χωριά, πόλεις ή περιφέρειες, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις με πρωτοβουλίες «από τα κάτω». Όπως έχει δείξει η μακροχρόνια εθνογραφική έρευνα στην Ελλάδα και αλλού, η άλλη όψη της εσωστρεφούς περιχαράκωσης στην ταυτότητα είναι ο αποκλεισμός αυτών που περισσεύουν. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων που στο όνομα της «προστασίας» τους εξαιρούνται από την πολιτική που εφαρμόζεται στο «γενικό πληθυσμό» και αντιμετωπίζονται, για να χρησιμοποιήσω τον επίσημο, προβληματικό όρο, ως «αγέλη», καταδικασμένοι να ζουν απομονωμένοι σε καταυλισμούς, συγχρωτιζόμενοι σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής. Αυτοί δεν χωράνε στη λογική του «νοικοκυριού» και γι’ αυτό ο διαμοιρασμός του ρίσκου μαζί τους είναι σχεδόν αδιανόητος.[45]

Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν δείχνουν το μεγάλο βάρος που έχει ο οικιακός χώρος, όχι μόνο στην πρόσφατη πανδημία, αλλά και συνολικότερα στην τελευταία περίοδο, στη «δεκαετία των κρίσεων». Επείγει λοιπόν να μελετήσουμε συστηματικά, με συνδυασμό ποιοτικών και ποσοτικών μεθοδολογιών, τόσο την εμπλοκή του οικιακού χώρου στην αντιμετώπιση αυτών των μεγάλων προκλήσεων όσο και τις επιπτώσεις που έχουν οι κρίσεις αυτές στη συγκρότηση της οικιακής ομάδας και τις μορφές της «οικογένειας», στη γαμηλιότητα, στην ενδο-οικιακή κοινωνικότητα ή στις διαγενεακές σχέσεις. Χωρίς αμφιβολία, η δημοσιονομική, η προσφυγική και η υγειονομική κρίση αποτελούν γενεσιουργά συμβάντα με μεγάλη διαμορφωτική δύναμη. Όσο καλύτερα κατανοήσουμε πώς μετασχηματίζουν τον οικιακό χώρο, τόσο περισσότερο θα συλλάβουμε το σχήμα της ελληνικής κοινωνίας την επόμενη μέρα.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Καθώς διανύουμε τη δεύτερη φάση της πανδημίας, οι υποθέσεις εργασίας που προτείνονται στο παρόν κείμενο ήδη δοκιμάζονται. Η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης έχει πλέον απομακρυνθεί από το στέρεο πολιτισμικό έδαφος στο οποίο πάταγε η γενικευμένη οικιακή καραντίνα. Έτσι, γρήγορα καταρρέουν όλα τα νέα πανδημικά στερεότυπα στα οποία με επιμέλεια επένδυσε ο επίσημος κυβερνητικός λόγος. Είμαστε πλέον στη σφαίρα της πολιτικής διαχείρισης. Εκεί η προχειρότητα και η αντιφατικότητα των κυβερνητικών χειρισμών δύσκολα κρύβονται. Εκεί η ακριβής γνώση της πραγματικότητας και όχι τα στερεότυπα μπορεί να κάνουν τη διαφορά. Το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο.

Ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Θερμές ευχαριστίες στους Έφη Αβδελά, Αλέξανδρο Κεσσόπουλο, Έφη Πλεξουσάκη, Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη, Μαρία Σταματογιαννοπούλου και Κωστή Χατζημιχάλη για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις τους σε προγενέστερες εκδοχές αυτού του κειμένου. Επίσης πολλές ευχαριστίες σε όσες και όσους δέχτηκαν να συνομιλήσουν μαζί μου για την προσωπική τους εμπειρία του οικιακού χώρου στην πανδημία

2. Η ιστορική κυριαρχία αυτού του μοντέλου, το οποίο διαχρονικά υποστηρίχθηκε από την εκκλησία και το κράτος, εξηγεί ορισμένες, ιδιαίτερα έντονες, ελληνικές ιδιομορφίες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη σφαίρα του γάμου και της οικογένειας. Μπορεί η «απόσταση» που χωρίζει την Ελλάδα κυρίως από χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά ως προς τους παραπάνω δείκτες να έχει σταδιακά μειωθεί τα τελευταία χρόνια για μια σειρά από λόγους, ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες ελληνικές «ιδιαιτερότητες». Βλ. Evthymios Papataxiarchis, «Shaping Modern Times in the Greek Family: A Comparative View of Gender and Kinship Transformations from 1974 to 1994», στο A. Dialla και N. Maroniti (επιμ.), State, Society and Economy, Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, και Βύρων Κοτζαμάνης, «Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και δημογραφικές προκλήσεις», Δημογραφικά Νέα 35, 2019 (http://www.e-demography.gr/news/docs/eDemography_News_Doc_00015_gr.pdf)

3. Βλ. «Μήνυμα του πρωθυπουργού», 22.03.02020. Τα μηνύματα και οι ομιλίες του πρωθυπουργού την περίοδο της πανδημίας βρίσκονται στο https://primeminister.gr/

4. Το ερώτημα γιατί η πανδημία απλώνεται με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς και εντάσεις σε διαφορετικές χώρες (ή και διαφορετικές περιφέρειες της ίδιας χώρας) έχει απαντηθεί με αναφορά σε ποικίλες αιτιολογίες – δημογραφικές, περιβαλλοντικές, πολιτισμικές ή πολιτικές. Βλ. Hannah Beech κ.ά., «Covid-19 Riddle: Why Does the Virus Wallop Some Places and Spare Others?», New York Times 03.05.2020. Η παρούσα εργασία έρχεται να προστεθεί στη βιβλιογραφία που αναδεικνύει το ειδικό βάρος της πολιτισμικής παραμέτρου, και γενικότερα των τρόπων και των νοοτροπιών, στο πολυπαραγοντικό αυτό ζήτημα. Για τη σχετική ανθρωπολογική βιβλιογραφία, βλ. ενδεικτικά τα αφιερωματικά τεύχη των Allegra, Anthropology Now, Social Anthropology και Somatosphere

5. Από τις πρώτες, κλασικές εθνογραφικές μελέτες του John Campbell και της Ernestine Friedl για την Ελλάδα, το αξιακό υπόβαθρο της συγκρότησης του οικιακού χώρου, του γάμου και της συγγένειας και οι συναφείς αγωνιστικές πρακτικές βρίσκονται στο επίκεντρο του ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Για μια επισκόπηση της σχετικής εθνογραφικής γραμματείας, βλ. Ε. Παπαταξιάρχης, «Από τη σκοπιά του φύλου: Ανθρωπολογικές θεωρήσεις της σύγχρονης Ελλάδας», στο Ε. Παπαταξιάρχης και Θ. Παραδέλλης (επιμ.), Ταυτότητες και φύλο στη Σύγχρονη Ελλάδα, Εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1992, σ. 11-98. Για τους μετασχηματισμούς αυτού του μοντέλου, βλ. ενδεικτικά τις πιο πρόσφατες εθνογραφικές μελέτες των Χριστίνας Βλαχούτσικου, Βενετίας Καντσά, Ειρήνης Παπαδάκη, Helen Paxson και Ειρήνης Τουντασάκη

6. Βλ. Papataxiarchis, «Shaping Modern Times», ό.π. Για ένα σχετικά πρόσφατο δείγμα αυτής της δουλειάς, βλ. Ε. Παπαταξιάρχης, Π. Τοπάλη και Α. Αθανασοπούλου, Κόσμοι της οικιακής εργασίας: Μετανάστευση, φύλο και πολιτισμικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του πρώιμου 21ου αιώνα, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008

7. Ανάμεσα στα άλλα, η πανδημία προκαλεί έναν μεθοδολογικό σεισμό στην ανθρωπολογία, αφού η εθνογραφική επιτόπια έρευνα σε πολλές περιπτώσεις είναι αδύνατη. Ενδεικτικά, βλ. Magdalena Góralska, «Anthropology from Home: Advice on Digital Ethnography for the Pandemic Times», Anthropology in Action, 27/1 (2020), σ. 46-52

8. Για τον χρονοχώρο της «νέας» πανδημικής καθημερινότητας, βλ. ενδεικτικά Κωστής Χατζημιχάλης, «Καθημερινή ζωή και εγκλεισμός στις μεγάλες πόλεις», Εποχή 6/4/2020

9. Βλ. Sabrina Stallone, «Virus and the City: Urban Experiences in Self-isolation», Allegra, 10/4/2020 https://allegralaboratory.net/virus-and-the-city-urban-experiences-in-self-isolation/

10. Βλ. Ντίνα Βαΐου, «“Μένουμε σπίτι”: Συρρίκνωση του χώρου και ψηφίδες μιας δύσκολης καθημερινότητας», στο Πόλα Καπόλα, Γεράσιμος Κουζέλης και Ορέστης Κωνσταντάς (επιμ.), Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου, Τοπικά ΙΘ (2020), σ. 516

11. Βλ. Γεράσιμος Κουζέλης, «Η διαχείριση της αναστολής», στο Π. Καπόλα, Γ. Κουζέλης και Ο. Κωνσταντάς (επιμ.), Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου, Τοπικά ΙΘ (2020), σ. 26

12. Για παράδειγμα, η έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) στις 25-27.03.2020 έδειξε ότι 39% των συμμετεχόντων στην έρευνα αγόραζε αγαθά για λογαριασμό συγγενικών προσώπων. Βλ. ΙΕΛΚΑ, «Η κρίση του κορωνοϊού αλλάζει και τις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών», 30.03.2020, ( http://www.ielka.gr/?p=2676)

13. Ενδεικτικά, βλ. https://www.efsyn.gr/efkriti/koinonia/236809_foitites-rethymnoy-i-kybernisi-mas-peta-sto-dromo-en-meso-pandimias.

14. Ενδεικτικά, βλ. Γιάννης Κιμπουρόπουλος, «Βορράς-Νότος και στον απογαλακτισμό», Εφημερίδα των Συντακτών 13/8/2020

15. Για τις έμφυλες οικιακές καινοτομίες της πανδημίας, βλ. το εύστοχο αφήγημα της Ελένης Μαρούτσου, «Τρέχω μη μου αρπάξει ο κιμάς», Ημερολόγιο Covid-19, Εφημερίδα των Συντακτών 26.04.2020

16. Για τη στροφή στο σπιτικό φαγητό στην Ελλάδα, βλ. ενδεικτικά, τις σχετικές μελέτες του ΙΕΛΚΑ. Για την αντίστοιχη διεθνή τάση, βλ. «Κοροναϊός: Στροφή στο υγιεινό φαγητό κατά την καραντίνα», (https://www.in.gr/2020/05/13/health/nutrition/koronaios-strofi-sto-ygieino-fagito-kata-tin-karantina/)

17. Βλ. Jill Dubisch, «Culture Enters Through the Kitchen: Woman, Culture and Social Boundaries in Rural Greece», στο J. Dubisch (επιμ.), Gender and Power in Rural Greece, Princeton University Press, Πρίνστον 1986

18. Η έννοια της προεικονιστικής πολιτικής χρησιμοποιείται στον αναρχικό χώρο με αναφορά σε πρακτικές και μορφώματα, όπως για παράδειγμα οι «καταλήψεις» χώρων, που προ-εικονίζουν μελλοντικές, εναλλακτικές –αντι-καπιταλιστικες, εξισωτικές, κ.ά.– και συχνά ουτοπικές ιδιότητες

19. Βλ. την έρευνα του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου (Μυλαίδη Τούμπου, «Όταν η πανδημία συνάντησε την ελληνική οικογένεια», 29.05.2020, https://a8inea.com/otan-i-pandimia-synantise-tin-elliniki-ikogenia)

20. Για την «ψυχοπαθολογία» της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, βλ. Γιώργος Κωνσταντακόπουλος, «Σύντομο ψυχο-κοινωνικό λεξικό εποχής πανδημίας», Αυγή 31.03.2020

21. Για το δυσανάλογα μεγάλο βάρος που επωμίζονται οι γυναίκες σε τέτοιες συνθήκες και για την «απλήρωτη εργασία φροντίδας», βλ. Βαΐου, «“Μένουμε σπίτι”», ό.π., σ. 517-8

22. Σε διεθνές επίπεδο, πολλοί μίλησαν για μια δεύτερη «πανδημία ενδοοικογενειακής βίας». Αυτή ανάγκασε τον ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, να προβεί σε δημόσια «έκκληση για ειρήνη στο σπίτι». Βλ.https://unric.org/el/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BF-%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7/

23. Βλ. https://www.efsyn.gr/node/242354 και https://www.kathimerini.gr/1076828/article/epikairothta/ellada/e3arsh-endooikogeneiakhs-vias-thn-periodo-ths-karantinas—ti-deixnoyn-ta-stoixeia. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον πρώτο μήνα από την εφαρμογή της γενικής καραντίνας τα τηλεφωνήματα στη σχετική γραμμή SOS της Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής αυξήθηκαν κατά 230%. Βλ. https://www.actionaid.gr/enhmerwsou/nea/epivionontas-apo-tin-pandimia-covid-19-me-odigo-tis-gunaikes/

24. Για παράδειγμα, βλ. Κατερίνα Ανέστη, «Hμερολόγια Καραντίνας – Η αρχιτέκτων και σκηνογράφος Εύα Μανιδάκη για πώς άλλαξε η πανδημία την κάτοψη του σπιτιού», 02.05.2020, https://www.iefimerida.gr/ellada/eya-manidaki-imerologia-karantinas-katopsi-spiti

25. Για την αρχιτεκτονική της πανδημίας και το «ευφυές», πολυδύναμο σπίτι με τους πολλούς αυτοματισμούς, βλ. Σωτήρης Κυριακίδης, «Η αρχιτεκτονική μετά την πανδημία και το smart σπίτι του μέλλοντος», 05.04.2020, https://parallaximag.gr/life/architektoniki-meta-tin-pandimia-kai-to-smart-spiti-tou-mellontos

26. Βλ. Κουζέλης, «Διαχείριση», ό.π., σ. 25

27. Ενδεικτικά, βλ. Γιώργος Κανδύλης, «Όταν ο συνωστισμός μεταφέρθηκε στο σπίτι», Καθημερινή 21.04.2020

28. Βλ. Evthymios Papataxiarchis, «In Search of a Pragmatic Future», στο K. Alexander (επιμ.), Europe in the Balance, Cultural Anthropology, Hot Spot Series, Οκτ. 2019, https://culanth.org/fieldsights/in-search-of-a-pragmatic-future

29. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο Νίκος Καλπαθάκος, σε αντίθεση με άλλες κοινωνίες «των ανοικτών ορίων, που παίζουν επιθετικότερα και στραπατσάρονται» «εμείς τα πήραμε (εννοεί τα μέτρα) πριν καλά καλά τα πάρουμε». Βλ. Αντώνης Παγκράτης, «Τι μας κρατάει μέσα: Η ευθύνη ή ο φόβος;», 20.04.2020, https://jaj.gr/simantikes-erevnes/ti-mas-krataei-mesa-i-eythyni-i-o-fovos/

30. Για μια προσεκτική ανάλυση του επίσημου κυβερνητικού λόγου, βλ. Κατερίνα Νικολοπούλου και Έλενα Ψυλλάκου, «Νομιμοποίηση χωρίς διαβούλευση: Ασκήσεις συμμόρφωσης στις μέρες του κορωνοϊού», στο Π. Καπόλα, Γ. Κουζέλης και Ο. Κωνσταντάς (επιμ.), Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου, Τοπικά ΙΘ (2020)

31. Βλ. «Μήνυμα του πρωθυπουργού», 19.03.2020

32. Σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis για λογαριασμό της διαΝΕΟσις, «ο λαός μας σήμερα δηλώνει πιο αισιόδοξος και περήφανος από οποτεδήποτε τα τελευταία δύσκολα χρόνια». Βλ. Πώς ζουν οι Έλληνες στην πανδημία; Απρίλιος 2020 (https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2020/04/covid-19_survey.pdf)

33. Βλ. Άγγελος Στάγκος, «Η εξήγηση ενός θαύματος», Καθημερινή 23/4/2020. Σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis (ό.π.), ο φόβος κατανέμεται εξαιρετικά άνισα κατά ηλικία. 33% των άνω των 65 χρόνων σε αντίθεση με το 1,6% των νέων 17-24 χρόνων θεωρούν ότι κινδυνεύουν οι ίδιοι

34. Βλ. «Έρευνα διαΝΕΟσις: Με φόβο και «ασφυξία» βίωσαν οι Έλληνες την πανδημία», Καθημερινή 15.07.2020 (https://www.kathimerini.gr/society/1087715/ereyna-dianeosis-me-fovo-kai-asfyxia-viosan-oi-ellines-tin-pandimia/) και https://www.dianeosis.org/2020/06/psychology_support/

35. Ενδεικτικά, βλ. Catherine Lutz και Geoffrey M. White. «The Anthropology of Emotions», Annual Review of Anthropology 15/1 (1986), σ. 405-436

36. Βλ. «Μήνυμα του πρωθυπουργού», 28.04.2020

37. Για τον αμυντικό εθνικισμό, ενδεικτικά βλ. Άννα Φραγκουδάκη (επιμ.), Τι είν’ η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997

38. Βλ. Anna Apostolidou, «Greek Depression: Uses of Mental Health Discourse from the Economy to the Psyche», στο D. Dalakoglou και G. Agelopoulos (επιμ.), Critical Times in Greece, Routledge, Λονδίνο 2018, σ. 119-131, και Alexandra Bakalaki, «Chemtrails, Crisis, and Loss in an Interconnected World», Visual Anthropology Review, 32/1 (2016), σ.12-23

39. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, η Ελλάδα, ως «πρωταγωνίστρια» και «καλό παράδειγμα» διεθνώς, μας προσφέρει «υπερηφάνεια». Βλ. συνέντευξη στην Καθημερινή της Κυριακής, 18.04.2020. Επίσης βλ. Γιάννης Σιδέρης, «Ο κορονοϊός ως ευκαιρία», 15.04.2020 (https://www.liberal.gr/news/o-koronoios-os-eukairia/297382\

40. Βλ. «Μήνυμα του πρωθυπουργού», 25.03.2020. Επίσης βλ. την πρωθυπουργική ομιλία στη Βουλή στις 02.04.2020

41. Βλ. Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, «Μια μεγάλη ανατροπή; Η “Ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση” και ο νέος πατριωτισμός της “αλληλεγγύης”» Σύγχρονα Θέματα 132-133 (2016), σ. 7-28

42. Π.χ., «Μήνυμα του πρωθυπουργού», 28.04.2020

43. Έχει ενδιαφέρον ότι από ένα σημείο και μετά η έμφαση στην «ατομική ευθύνη» και «υπευθυνότητα» συμπληρώθηκε με μια αντίστοιχη υπογράμμιση της αξίας της «αλληλεγγύης. Οι πρώτες αναφορές στην «αλληλεγγύη» έγιναν στο τρίτο μήνυμα, αυτό της εθνικής επετείου, στις 25.03.2020, και ακολούθησαν νέες αναφορές στη διάρκεια του «απολογισμού 30 ημερών μάχης» στη Βουλή στις 02.04.2020

44. Βλ. Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, «Η νέα γεωγραφία του προσφυγικού: Βία και πολλαπλασιασμός των συνόρων στο Αιγαίο», Σύγχρονα Θέματα 147 (2020), σ. 41-45

45. Βλ. Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, «Ταραχή συνόρου. Τα χωρικά διλήμματα του προσφυγικού την εποχή της πανδημίας», Γεωγραφίες 35 (άυλο τεύχος, 2020), σ. 9-15

Δείτε Επίσης

Αφήστε μια απάντηση

IΔPYTHΣ Σταμάτης Χρυσολούρης

EKΔOTEΣ Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου

ΣYNTAKTIKH EΠITPOΠH Έφη Αβδελά, Νίκος Αλιβιζάτος, Γρηγόρης Ανανιάδης, Νικόλας Βαγδούτης, Θανάσης Βαλαβανίδης, Οντέτ Βαρών Βασάρ, Λίνα Βεντούρα, Κώστας Βλασόπουλος, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Έλλη Δρούλια, Χάρης Εξερτζόγλου, Ελευθερία Ζέη, Όλγα Θεμελή, Βίκυ Ιακώβου, Γιώργος Ιωαννίδης, Γιώργος Καραβοκύρης, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Λούση Κιουσοπούλου, Ηλίας Κούβελας, Μάκης Κουζέλης, Νίκος Κουραχάνης, Δημήτρης Κυρτάτας, Σαράντης Λώλος, Γιώργος Μαλάμης, Αχιλλέας Μητσός, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Ρίκα Μπενβενίστε, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Στρατής Μπουρνάζος, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Κατερίνα Ροζάκου, Άκης Παπαταξιάρχης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Ειρήνη Σκαλιώρα, Αθηνά Σκουλαρίκη, Γιάννης Σταυρακάκης, Κώστας Τσιαμπάος, Σάββας Τσιλένης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Κώστας Χριστόπουλος, Θωμάς Ψήμμας.

ΓPAMMATEIA ΣYNTAΞHΣ Γρηγόρης Ανανιάδης, Βίκυ Ιακώβου, Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Γιώργος Μαλάμης, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Στέφανος Πεσμαζόγλου, Σάββας Τσιλένης

KAΛΛITEXNIKH EΠIMEΛEIA Βουβούλα Σκούρα

ΔIEYΘYNTHΣ EKΔOΣHΣ Γιώργος Γουλάκος

ΔIOPΘΩΣH KEIMENΩN Αναστασία Λαμπροπούλου

HΛEKTPONIKH ΣEΛIΔOΠOIHΣH-ΦIΛMΣ Eκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 105 53 Αθήνα, τηλ.: 210.3250058

EKTYΠΩΣH Kωστόπουλος Γιώργος, Aκομινάτου 67-69, τηλ.: 210.8813.241

BIBΛIOΔEΣIA Βασ. & Ζαχ. Μπετσώρη O.Ε., Στ. Γονατά 13A, τηλ.: 210.5743.783

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Εισάγετε το email σας για να ενημερώνεστε για τα νέα άρθρα