Έφη Κάννερ
τχ. 132-133, σ. 84-87
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η πολιτική της ακραίας καταστολής που εφαρμόζει το τουρκικό κράτος στις κουρδικές νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας το τελευταίο διάστημα συνεχίζεται αμετάβλητη. Ταυτόχρονα η Τουρκία, αλλά και η διεθνής κοινότητα παραμένουν συγκλονισμένες από την αποπομπή του Αχμέτ Νταβούτογλου που, εκτός των άλλων, οφείλεται στη διαφωνία του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε μια σειρά ζητημάτων, μεταξύ των οποίων και το κουρδικό. Η πολιτική στο κουρδικό ζήτημα που επίσης έχει εκφραστεί με μέτρα, όπως η σύλληψη των πανεπιστημιακών που αντιτάχθηκαν δημόσια στη στρατιωτική αντιμετώπισή του ή η μεθόδευση της άρσης της ασυλίας των βουλευτών του Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (ΗDP), γίνεται συχνά αντιληπτή ως ένα συνεχές, σε σχέση με εκείνη που παραδοσιακά ακολούθησε η Τουρκία απέναντι στους κουρδικούς πληθυσμούς της.
Η αντιμετώπιση που το τουρκικό κράτος τους επιφύλαξε ήδη από την πρώτη περίοδο της ύπαρξής του είναι λίγο ως πολύ γνωστή: από την αιματηρή κατάπνιξη των εξεγέρσεων του Μεσοπολέμου μέχρι την άρνηση ύπαρξης διακριτής κουρδικής ταυτότητας και την πολιτική του «ολοκληρωτικού πολέμου» της δεκαετίας του 1990. Από το 1999 και μετά όμως, η προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν αλλάζουν τα δεδομένα.
Στη συνέχεια, κατεξοχήν φορέας της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας υπήρξε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ, το νυν κυβερνών κόμμα) που προσέβλεπε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορέα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων –συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής ελευθερίας– απέναντι στην καταπίεση που ασκούσε το κεμαλικό στρατιωτικό-γραφειοκρατικό κατεστημένο. Το ΑΚΡ προέβαλλε τον εαυτό του ως τη φωνή των μη προνομιούχων: των αποκλεισμένων θρησκευόμενων πληθυσμών της υπαίθρου και όλων των καταπιεσμένων από το τουρκικό κράτος –μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, Κούρδων, αριστερών κλπ.–, οι οποίοι το στήριξαν εκλογικά το 2002, αλλά και μετέπειτα, επιθυμώντας η Τουρκία να γυρίσει σελίδα. Επιπλέον, το ΑΚΡ ως κόμμα με ισλαμιστικές ρίζες προέταξε μια ισλαμική ταυτότητα και αδελφότητα, στα πλαίσια της οποίας δεν υπήρχε περιθώριο για εθνοτικές αντιπαραθέσεις.
Η Έφη Κάννερ διδάσκει τουρκική ιστορία στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.