Ορέστης Κωνσταντάς
τχ. 142
I
Η απόπειρα να μιλήσει κανείς για μια ταινία, εν προκειμένω για τη Διπλή ζωή της Βερόνικα, επισκιάζεται από την αδυναμία να μεταγράψουμε, να μεταφράσουμε δηλαδή πειστικά, την εικόνα σε λέξη. Ως εκ τούτου πρέπει μάλλον να παραιτηθούμε από την ιδέα να πούμε τι είναι αυτό που η ταινία δείχνει, καθώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το εξαιρετικά επίπονο έργο να καθολικεύσουμε –προκειμένου το επιχείρημα που παρουσιάζουμε να γίνει επαρκώς πειστικό– αυτό που παραμένει πεισματικά μερικό, επιμέρους και ατομικό. Ωστόσο, αντιμέτωποι με τη μεταιχμιακή αυτή εργασία που αξιώνει να επανασυρράψει όσα καταστατικά εμφανίζονται αποσχισμένα, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τι είναι αυτό που εμείς βλέπουμε στην ταινία. Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα, που ο Πιρς (Charles Sander Pierce) κωδικοποιεί ως ενδείκτη (index), μας εισάγει απευθείας σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί μια χωρική κατανόηση του κινηματογραφικού έργου.
Επιπλέον, η χρονική απόσταση –σχεδόν τριάντα χρόνια– που μας χωρίζει από το υπό εξέταση «έργο τέχνης» απαιτεί όχι μόνο να ανασυστήσουμε τα ιστορικά συμφραζόμενα που σημαδεύουν το ίδιο το κινηματογραφικό προϊόν, και προς τα οποία στρέφεται η ενδεικτική (indexical) του λειτουργία, αλλά να αποκαταστήσουμε τη θέση της μεταξύ τους (διαλεκτικής) σχέσης ως μια στιγμή στη μορφοποίηση της διαδικασίας ενός πολιτισμού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ευρωπαϊκό.
Οι ερωτικές ιστορίες που παρακολουθούμε στην αφηγηματική εκδίπλωση της ταινίας αποτελούν αφενός προνομιακό σημείο εισόδου του θεατή στο φιλμικό σύμπαν της ταινίας και αφετέρου συστήνουν το πεδίο καταγραφής των ανεπαίσθητων χωροχρονικών μετατοπίσεων της υποκειμενικότητας όπως αυτή υλοποιείται στο πεδίο του ερωτισμού και σημαδεύεται καθοριστικά από την παρουσία του αντικειμένου της επιθυμίας. Η διασταύρωση του κινηματογραφικού βλέμματος με το ερωτικό φαινόμενο ρίχνει ένα αναπάντεχο φως στην περατότητα του υποκειμένου, καθώς αυτό εμπλέκεται σε μια διαδικασία που αντιστρατεύεται κάθε απόπειρα σταθεροποιημένης συγκρότησής του ως τέτοιο.
ΙΙ
Ένα καλό σημείο να ξεκινήσει κανείς με τη Διπλή ζωή της Βερόνικα είναι το ερώτημα για το πού της ταινίας. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό χωρίζει την ταινία σε δύο και κάτι μέρη. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τη Βερόνικα, Πολωνή λυρική τραγουδίστρια στο ξεκίνημα της καριέρας της, μέχρι τον θάνατό της στην Κρακοβία. Στο δεύτερο μέρος, ξαναβλέπουμε την ίδια ηθοποιό να υποδύεται τη Βερονίκ, Γαλλίδα δασκάλα μουσικής στο Παρίσι. Αφήνοντας προς στιγμήν κατά μέρους το πιο δημοφιλές ερώτημα για την ταινία που αφορά τον βαθμό ταύτισης ή διαφοροποίησης της Βερόνικα από τη Βερονίκ, ας εστιάσουμε σε αυτήν τη γεωγραφική μετατόπιση: από την Πολωνία στη Γαλλία. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη μετατόπιση αυτή βιογραφική: ο ίδιος ο σκηνοθέτης κατά τη χρονική περίοδο που επεξεργάζεται την ταινία μεταναστεύει από τη μία χώρα στην άλλη. Τούτο δεν αποτελεί σύμπτωση, αλλά καταγράφει τη διάβαση ενός κατωφλιού που αποτελεί το ερμηνευτικό κλειδί τόσο για την υπό εξέταση ταινία όσο και για τη συνολική φιλμογραφία του Κισλόφσκι (Krzysztof Kieślowski).
[…]
Ο Ορέστης Κωνσταντάς είναι αρχιτέκτονας μηχανικός, Dipl.Arch., M.A., M.Sc., υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.