Γρηγόρης Ανανιάδης
τχ. 124, σ. 12-13 (pdf)
Uno busca lleno de esperanzas
el camino que los sueños
prometieron a sus ansias…
Sabe que la lucha es cruel
y es mucha, pero lucha y se desangra
por la fe que lo empecina…
Enrique Santos Discépolo, «Uno»
Είχα πολύ καιρό να δω τον Ernesto Laclau, αγαπημένο δάσκαλο και φίλο από τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν ήρθε η αναπάντεχη είδηση του θανάτου του –λίγους μόνο μήνες πριν από την προαναγγελθείσα έκδοση του νέου του βιβλίου The Rhetorical Foundations of Society. Η είδηση με συγκλόνισε γιατί, ξεγελασμένος από τη διαρκή παρουσία του στον αγωνιστικό στίβο των ιδεών, έτρεφα την ψευδαίσθηση ότι θα ήταν πάντα εκεί, ευπροσήγορος ως συνήθως, και ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαμε να ξαναπιάσουμε τη συζήτηση από το σημείο που την είχαμε αφήσει. Θα εξακολουθήσουμε, βέβαια, να συνδιαλεγόμαστε με τα κείμενά του –«εσαεί» ήλπιζε εκείνος, συμμεριζόμενος δικαίως τη θουκυδίδεια φιλοδοξία του Gramsci· όσοι όμως είχαμε την τύχη να διασταυρωθούμε μαζί του δύσκολα θα συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι δεν θα τον ξανακούσουμε να σκέφτεται, να κορφολογάει την ιστορία, να απαγγέλλει από μνήμης Sarmiento ή Borges, να τραγουδάει με πάθος ένα τάνγκο.
Εμπνευσμένος από τον στίχο του Αρχίλοχου «πόλλ’ οίδ’ αλώπηξ, αλλ’ εχίνος εν μέγα», ο Isaiah Berlin κατέτασσε τους στοχαστές σε δύο κατηγορίες: τους «σκαντζόχοιρους» που βλέπουν τον κόσμο υπό το πρίσμα μιας κεντρικής ιδέας ή οργανωτικής αρχής και τις «αλεπούδες» που πειραματίζονται με πολλές ιδέες, συχνά μεταξύ τους αντιφατικές. Εάν υιοθετήσουμε την παιγνιώδη διάκριση του Berlin, θα κατατάξουμε αναμφίβολα τον Ernesto Laclau στην πρώτη κατηγορία: «Σε όλη του τη ζωή ο Joyce επανερχόταν στην οικεία εμπειρία του από το Δουβλίνο· στη δική μου περίπτωση», ομολογoύσε ο Laclau, «αυτό που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς είναι τα χρόνια του πολιτικού αγώνα στην Αργεντινή της δεκαετίας του ’60.» Τότε ακριβώς θα διαμορφωθεί η «κεντρική ιδέα» του ετερόδοξου μαρξιστή της «περιφέρειας» που σαν κόκκινο νήμα επρόκειτο να διατρέξει την πολιτικο-θεωρητική περιπέτεια μιας ολόκληρης ζωής. Το επιτακτικό πολιτικό ζήτημα που αντιμετώπιζε ο νεαρός Laclau ήταν οι σχέσεις της Αριστεράς με την εθνο-λαϊκή ιδεολογία τού πολιτικά ετερόκλιτου περονισμού που εξέφραζε και οργάνωνε τη δημοκρατική κινητοποίηση των μαζών εναντίον των δυνάμεων της ολιγαρχίας. Αντίθετος προς τον ταξικό αναγωγισμό, τον σεκταριστικό εργατισμό και την ιδεολογική καθαρότητα που πρέσβευαν πολιτικοί φορείς της Αριστεράς, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα Αργεντινής, ο Laclau ήταν πεπεισμένος ότι η Αριστερά θα μπορούσε να βάλει τη δική της σφραγίδα στις εξελίξεις μόνον εάν, εμβαπτιζόμενη η ίδια στην εθνο-λαϊκή ιδεολογία, κατάφερνε να την ανανοηματοδοτήσει και να την αναπροσανατολίσει.
Την ιδέα αυτή –τις θεωρητικές της προϋποθέσεις, αλλά και τις προεκτάσεις της ως προς τον χαρακτήρα του πολιτικού ανταγωνισμού, τη συγκρότηση των πολιτικών υποκειμένων, τη σχέση μεταξύ καθολικού και μερικού, την ίδια την υφή της κοινωνίας– θα την καλλιεργήσει ο Laclau σε ένα πολυσχιδές έργο που θα αναδείξει τον κοσμοπολίτη Αργεντίνο σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές της εποχής μας. Γειωμένος πάντοτε στα πολιτικά ζητήματα του καιρού (κρίση του κράτους κοινωνικής πρόνοιας, νέα κοινωνικά κινήματα, ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, άνοδος της ακροδεξιάς), ο Laclau είχε τη μοναδική ικανότητα να γονιμοποιεί την μεταγκραμσιανή προβληματική του έλκοντας στο μαγνητικό της πεδίο στοιχεία από ένα ευρύτατο φάσμα θεωρητικών πηγών πέραν της μαρξιστικής παράδοσης (από τη γλωσσολογία, τη φουκωική μικροφυσική της εξουσίας και τη ντερριντιανή αποδόμηση ώς τη χαϊντεγκεριανή κριτική της μεταφυσικής, τη λακανική ψυχανάλυση και τη ρητορική). Ο αντιουσιοκρατικός μετα-μαρξισμός που θα προκύψει από αυτήν τη δημιουργική ανασύνθεση έχει ως πολιτική απόληξη την πλουραλιστική δημοκρατία εν κινήσει, τη «ριζοσπαστική δημοκρατία»: δεν ευαγγελίζεται την καθολική και οριστική χειραφέτηση –αδιανόητη πλέον, αν όχι εφιαλτική–, αλλά τις χειραφετήσεις, στον πληθυντικό, που επιτυγχάνονται μέσα από ηγεμονικές συναρθρώσεις που διανοίγουν νέους δημόσιους χώρους διεκδίκησης και πάλης.
Για την Ελλάδα και την ελληνική Αριστερά ο Laclau επιδείκνυε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης, αλλά από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του ογδόντα, όταν άρχισε να επισκέπτεται τη χώρα μας με τη σύντροφό του Chantal Mouffe, προσκεκλημένοι από το ΚΚΕ Εσωτερικού. Είχε αναπτύξει μάλιστα δεσμούς αμοιβαίας εκτίμησης και φιλίας με τον Κώστα Φιλίνη, απόντα και αυτόν σήμερα. Μακάρι να επιδείξει το ίδιο ενδιαφέρον για το έργο του και η σημερινή Αριστερά.
Ο Laclau παραμένει για μένα δάσκαλος, και με θλίβει το γεγονός ότι έχασα πια τη δυνατότητα να του θέσω ένα ερώτημα που με απασχολεί πολύ, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Σχηματικότατα διατυπωμένο, το ερώτημα είναι εάν και τίνι τρόπω είναι συμβατός ο ρητά εκπεφρασμένος αντι-ιακωβινισμός του κλασικού πλέον Hegemony and Socialist Strategy, που συνέγραψε με τη Mouffe, με το οιονεί ιακωβινικό πνεύμα που, στη δική μου τουλάχιστον ανάγνωση, λανθάνει στο εξίσου σημαντικό On Populist Reason της τελευταίας περιόδου (αμφότερα τα έργα παραμένουν δυστυχώς ακόμη αμετάφραστα στα ελληνικά). Πρόκειται, νομίζω, για ένα ερώτημα καίριο για το μέλλον της Αριστεράς και της δημοκρατίας. Δεν ξέρω πώς ακριβώς θα το απαντούσε ο maestro· ξέρω όμως ότι επινόησε και αποδέσμευσε τους θεωρητικούς πόρους που μας επιτρέπουν να το σκεφτούμε.
O Γρηγόρης Ανανιάδης διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Δημοσιεύτηκε και στα Ενθέματα της Αυγής, 19-20.4.2014