Σπύρος Μπενετάτος
τχ. 134-135
Ο συγγραφέας ενός φιλοσοφικού έργου πραγματεύεται συχνά λέξεις με πλούσιο σημασιολογικό περιεχόμενο, επιχειρώντας να τις συλλάβει, να τις οδηγήσει σε μία και μόνη, σαφώς καθορισμένη έννοια και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τις εντάξει πλέον ως μονοσήμαντους φιλοσοφικούς όρους στη θεώρηση που οικοδομεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο μεταφραστής διαθέτει, ενίοτε, τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ μιας μεταφραστικής λύσης που θα αναδεικνύει τον αρχικό εννοιολογικό πλούτο της μεταφραζόμενης λέξης και κάποιας άλλης, η οποία, υποβαθμίζοντας τον αρχικό αυτόν πλούτο, θα προσανατολίζει εκ προοιμίου τον αναγνώστη στην κατεύθυνση της αυστηρά προσδιορισμένης έννοιας στην οποία καταλήγει ο μεταφραζόμενος φιλόσοφος.
Πιστεύω ότι η δεύτερη από τις δύο αυτές επιλογές είναι σε αρκετές περιπτώσεις προβληματική. Όσοι κλίνουν προς αυτήν το κάνουν, υποθέτω, θεωρώντας ότι μια πολύσημη λέξη δεν είναι η καταλληλότερη για τη μετάφραση ενός αυστηρού φιλοσοφικού όρου και, ως εκ τούτου, η υιοθέτησή της κινδυνεύει να δυσκολέψει την κατανόηση της υποστηριζόμενης φιλοσοφικής θέσης. Η διαχείριση, όμως, αυτού του κινδύνου δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του μεταφραστή: είναι ένας κίνδυνος τον οποίο ανέλαβε ο ίδιος ο φιλόσοφος, όταν υιοθέτησε την υπό μετάφραση λέξη ως φορέα της φιλοσοφικής του έννοιας, χωρίς ποτέ να ελπίζει σε κάποιον μεταφραστή-προστάτη.
Ο Σπύρος Μπενετάτος είναι διδάκτωρ του ΕΜΠ. Έχει μεταφράσει τα Ηθικά Ευδήμεια